Μετά την απόφαση του ΔΕΕ της 13ης Μαΐου 2014, Google Spain και Google (C‑131/12, EU:C:2014:317), με την οποία θεμελιώθηκε το δικαίωμα στην λήθη (βλ. σχετικά Ι. Ιγγλεζάκη, Η απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση Google Spain (c-131/12): Το δικαίωμα στην ψηφιακή λήθη και οι μηχανές αναζήτησης στο Διαδίκτυο, ProJustitia 2015, διαθέσιμο εδώ, επίσης βλ. τον ίδιο, Το δικαίωμα στη λήθη: ένα νέο ψηφιακό δικαίωμα για τον κυβερνοχώρο, διαθέσιμο εδώ), το ΔΕΕ κλήθηκε εκ νέου, να διευκρινίσει τα όρια του δικαιώματος των φυσικών προσώπων να ζητούν τη διαγραφή ή την ανωνυμοποίηση των δεδομένων τους προσωπικού χαρακτήρα, όσον αφορά την εκ του νόμου δημοσιότητα των πληροφοριών που αφορούν τις εταιρίες, στην υπόθεση C-398/15.
Σημειώνεται ότι η απόφαση στην υπόθεση Google Spain αναγνώρισε το δικαίωμα του υποκειμένου των δεδομένων να διαγράφονται προσωπικά δεδομένα που το αφορούν και τα οποία περιλαμβάνονται στις λίστες αποτελεσμάτων των μηχανών αναζήτησης πληροφοριών στο Διαδίκτυο μετά από μια έρευνα, βάσει του ονοματεπωνύμου του υποκειμένου των δεδομένων (βλ. Ιγγλεζάκη, ό.π.), εφόσον το έννομο συμφέρον του υποκειμένου υπερέχει όχι μόνο του οικονομικού συμφέροντος του φορέα εκμετάλλευσης της μηχανής αναζήτησης, αλλά και του συμφέροντος του κοινού να αποκτήσει πρόσβαση στην πληροφορία αυτή στο πλαίσιο αναζήτησης με βάση το ονοματεπώνυμο του εν λόγω υποκειμένου, με εξαίρεση, όμως, την περίπτωση όπου το εν λόγω πρόσωπο διαδραματίζει ένα σημαντικό ρόλο στο δημόσιο βίο.
Η ένδικη περίπτωση στην υπόθεση Camera di Commercio κλπ. κατά Salvatore Manni, επί της οποίας το ΔΕΕ εξέδωσε την απόφαση της 9-3-2017, αφορούσε τη διατήρηση προσωπικών δεδομένων σε μητρώα εταιριών. Συγκεκριμένα, ο Manni είναι διαχειριστής ιταλικής εταιρίας στην οποία ανατέθηκε το έργο της ανεγέρσεως τουριστικού συγκροτήματος και υπό την ιδιότητά του αυτή άσκησε προσφυγή κατά του εμπορικού επιμελητηρίου της πόλης του Lecce, ισχυριζόμενος ότι τα ακίνητα του εν λόγω συγκροτήματος δεν εύρισκαν αγοραστές επειδή στο μητρώο εταιριών εμφανίζονταν ως διαχειριστής και εκκαθαριστής μιας εταιρίας που είχε κηρυχθεί σε πτώχευση και είχε διαγραφεί από το μητρώο εταιριών, ενώ τα στοιχεία αυτά έτυχαν επεξεργασίας από μια εταιρία που κάνει συλλογή και επεξεργασία πληροφοριών της αγοράς και εκτίμηση κινδύνων, ζήτησε δε να διαταχθεί, αφενός, το επιμελητήριο να διαγράψει, να ανωνυμοποιήσει ή να μην επιτρέπει την πρόσβαση σε δεδομένα που τον συνδέουν με την πτώχευση της ως άνω εταιρίας και, αφετέρου, να υποχρεωθεί να τον αποζημιώσει.
Το ΔΕΕ στην υπόθεση αυτή κλήθηκε να ερμηνεύσει τις διατάξεις δύο οδηγιών, της πρώτης οδηγίας 68/151/ΕΟΚ περί εταιριών και της οδηγίας 95/46/ΕΚ για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών. Εν προκειμένω, το ζητούμενο ήταν να συμβιβαστούν δύο αρχές, ήτοι η αρχή της δημοσιότητας των μητρώων εταιριών και η αρχή της διατηρήσεως των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για χρόνο που δεν υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο προς επίτευξη των σκοπών για τους οποίους τα δεδομένα αυτά τυγχάνουν επεξεργασίας.
Το Δικαστήριο, ακολούθως, έλαβε υπόψη τις διατάξεις των άρθρων 7 και 7 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, με τις οποίες προστατεύεται η ιδιωτική ζωή και τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και στις οποίες εκτίθεται ότι η επεξεργασία δεδομένων πρέπει να γίνεται νόμιμα, για καθορισμένους σκοπούς και με βάση τη συγκατάθεση του προσώπου που αφορούν ή για άλλους θεμιτούς λόγους κοκ. Συνακόλουθα, δέχθηκε ότι: "η δραστηριότητα μιας δημόσιας αρχής που συνίσταται στην καταχώριση, σε βάση δεδομένων, στοιχείων τα οποία οι εταιρίες υποχρεούνται να γνωστοποιούν βάσει εκ του νόμου υποχρεώσεων, στην παροχή της δυνατότητας στους ενδιαφερόμενους να συμβουλεύονται τα στοιχεία αυτά και στη χορήγηση αντιγράφων τους εμπίπτει στην άσκηση προνομίων δημοσίας εξουσίας (βλ. απόφαση της 12ης Ιουλίου 2012, Compass-Datenbank, C‑138/11, EU:C:2012:449, σκέψεις 40 και 41). Εξάλλου, μια τέτοια δραστηριότητα συνιστά επίσης έργο δημοσίου συμφέροντος, κατά την έννοια της ίδιας διατάξεως" (βλ. σκέψη αρ. 43).
Συγκεκριμένα, όσον αφορά το ζήτημα της διαγραφής των προσωπικών δεδομένων μετά από ορισμένο χρόνο, το ΔΕΕ αναφέρει από την οδηγία 68/151 προκύπτει πως η δημοσιότητα στην οποία αυτή αποβλέπει αποσκοπεί ιδίως στην προστασία των συμφερόντων των τρίτων και για αυτό η δημοσιότητα πρέπει να τους παρέχει τη δυνατότητα να γνωρίζουν τις ουσιώδεις καταστατικές πράξεις της οικείας εταιρίας και ορισμένα στοιχεία που την αφορούν, όπως είναι τα στοιχεία ταυτότητας των διαχειριστών ή εκπροσώπων τους.
Για το ζήτημα που αφορά την καταχώριση προσωπικών δεδομένων και μετά την παύση της δραστηριότητας μιας εταιρίας, το Δικαστήριο έκρινε ότι, λόγω του ότι και μετά τη λύση μιας εταιρίας εξακολουθούν να υφίστανται δικαιώματα και έννομες σχέσεις σχετικά με αυτήν και, συνεπώς, τα δεδομένα που είναι καταχωρημένα ενδέχεται να είναι αναγκαία, ιδίως για να εξακριβωθεί το κύρος πράξεων που γίνονται στο όνομα της εταιρίας κατά την περίοδο της δραστηριότητάς της ή για να ασκήσουν τρίτοι αγωγή κατά των μελών της εταιρίας ή των εκκαθαριστών της. Βεβαίως, δικαιολογείται η υποχρέωση των φυσικών προσώπων που ασκούν οικονομικής δραστηριότητα μέσω μιας εταιρίας να υποχρεώνονται να δημοσιοποιούν τα στοιχεία της ταυτότητάς τους και τις αρμοδιότητές τους.
Έτσι, κατά την επιβαλλόμενη στάθμιση συμφερόντων προκύπτει ότι υπερέχει, καταρχήν, η ανάγκη προστασίας των συμφερόντων των τρίτων όσον αφορά τις μετοχικές εταιρίες και τις ΕΠΕ και η προστασία της ασφάλειας δικαίου, της εντιμότητας των εμπορικών συναλλαγών και της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς. Βεβαίως, δεν αποκλείεται όταν έχει παρέλθει ένα μεγάλο διάστημα από τη λύση της εταιρίας να συντρέχει επιτακτικοί και θεμιτοί λόγοι που συνδέονται με συγκεκριμένη περίπτωση και να δικαιολογούν εξαιρετικά τον περιορισμό της πρόσβασης εκ μέρους τρίτων στα καταχωρισμένα στο μητρώο προσωπικά δεδομένα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου