Παρασκευή 12 Ιανουαρίου 2018

Απόφαση ΔΕΕ της 20.12.2017, C-434/15 (υπόθεση Uber)






Δημοσιεύθηκε στις 20/12/17 η απόφαση του ΔΕΕ στην πολυσυζητημένη υπόθεση που αφορά την υπηρεσία Uber (Asociación Profesional Elite Taxi κατά Uber Systems Spain SL). Το ερώτημα που κρίθηκε, κατά βάση, στην υπόθεση αυτή ήταν αν οι υπηρεσίες τις οποίες παρέχει η Uber πρέπει να λογίζονται ως υπηρεσίες μεταφοράς, ως υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας ή ως συνδυασμός αυτών των δύο ειδών υπηρεσιών. Όπως είναι γνωστό, η Uber έρχεται σε επαφή ή συνδέεται με μη επαγγελματίες οδηγούς στους οποίους παρέχει σειρά εργαλείων πληροφορικής –μια διεπαφή– για να μπορούν και αυτοί, με τη σειρά τους, να επικοινωνούν με άτομα που επιθυμούν να μετακινηθούν εντός πόλης και εξασφαλίζουν πρόσβαση στην υπηρεσία μέσω της ομώνυμης εφαρμογής.

Ειδικότερα, το ερώτημα ήταν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν η κερδοσκοπική δραστηριότητα που ασκεί η Uber, η οποία συνίσταται στη διαμεσολάβηση μεταξύ του ιδιοκτήτη οχήματος και του προσώπου που επιθυμεί να μετακινηθεί εντός της πόλεως, μέσω της διαχειρίσεως των μέσων πληροφορικής –διεπαφή και εφαρμογή λογισμικού (“έξυπνων τηλεφώνων και τεχνολογικής πλατφόρμας, κατά την [Uber Systems Spain]”– που επιτρέπουν τη σύνδεσή τους, να θεωρηθεί απλή δραστηριότητα στον τομέα των μεταφορών ή πρέπει να θεωρηθεί ηλεκτρονική υπηρεσία διαμεσολαβήσεως ή υπηρεσία της κοινωνίας των πληροφοριών. Kαι, συναφώς αν μπορεί αυτή να θεωρηθεί ως υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας και, συνεπώς, καλύπτεται η ηλεκτρονική υπηρεσία διαμεσολαβήσεως από την αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι στο πλαίσιο της υπηρεσίας διαμεσολάβησης, η Uber επιλέγει μη επαγγελματίες οδηγούς που χρησιμοποιούν δικό τους όχημα και τους παρέχει μια εφαρμογή χωρίς την οποία οι μεν οδηγοί δεν θα ήταν σε θέση να παράσχουν τις υπηρεσίες μεταφοράς, τα δε άτομα που επιθυμούν να μετακινηθούν εντός πόλης δεν θα είχαν πρόσβαση στις υπηρεσίες των οδηγών. Επιπλέον, η Uber ασκεί αποφασιστική επιρροή επί των όρων παροχής της υπηρεσίας από τους οδηγούς. Ως προς το σημείο αυτό, γίνεται ειδικότερα δεκτό ότι η Uber καθορίζει, μέσω της ομώνυμης εφαρμογής, τουλάχιστον το ανώτατο κόμιστρο, ότι εισπράττει το κόμιστρο από τον πελάτη και εν συνεχεία αποδίδει τμήμα του στον μη επαγγελματία οδηγό του οχήματος, και ότι ελέγχει σε κάποιον βαθμό την ποιότητα των οχημάτων και των οδηγών τους, αλλά και τη συμπεριφορά των τελευταίων, επ’ απειλή ακόμη και αποκλεισμού τους.

Επομένως, αυτή η υπηρεσία διαμεσολάβησης πρέπει να θεωρηθεί ότι αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα μιας συνολικής υπηρεσίας της οποίας κύριο στοιχείο είναι η υπηρεσία μεταφοράς και, ως εκ τούτου, δεν πρέπει να χαρακτηρίζεται «υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας» κατά την έννοια του άρθρου 1, σημείο 2, της οδηγίας 98/34, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31, αλλά «υπηρεσία στον τομέα των μεταφορών» κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2006/123. Αυτό έχει ως συνέπεια, η οδηγία 2000/31 να μην βρίσκει εφαρμογή επί υπηρεσίας διαμεσολάβησης όπως η επίδικη.

Με βάση λοιπόν τα παραπάνω, το ΔΕΕ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπηρεσία διαμεσολάβησης όπως η επίδικη εν προκειμένω, στο πλαίσιο της οποίας, μέσω μιας εφαρμογής για έξυπνα τηλέφωνα, διευκολύνεται έναντι αμοιβής η επικοινωνία μεταξύ μη επαγγελματιών οδηγών που χρησιμοποιούν δικό τους όχημα και ατόμων που επιθυμούν να μετακινηθούν εντός πόλης, πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με υπηρεσία μεταφοράς και, κατ’ επέκταση, να χαρακτηριστεί «υπηρεσία στον τομέα των μεταφορών» κατά την έννοια του άρθρου 58, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Ως εκ τούτου, μια τέτοια υπηρεσία αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 56 ΣΛΕΕ, της οδηγίας 2006/123 και της οδηγίας 2000/31.






Πέμπτη 11 Ιανουαρίου 2018

Xορήγηση σε τρίτους εγγράφων πειθαρχικής φύσης σχετικά με πληρεξούσιο δικηγόρο - ΣτΕ 1847/2017



Το ιστορικό της απόφασης του ΣτΕ, καταρχήν, έχει ως εξής: Με έγγραφο του ΔΣΑ κοινοποιήθηκαν σε τρίτους στοιχεία που αφορούν σε πειθαρχικές διώξεις και ποινές σε βάρος δικηγόρου και μέλους του εν λόγω δικηγορικού συλλόγου, δηλαδή στοιχεία που περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Το ΣτΕ, ενώπιον του οποίου ασκήθηκε αίτηση ακύρωσης από τον ως άνω δικηγόρο, με την οποία ζητούσε την ακύρωση του εγγράφου αυτού.



Το ΣτΕ δέχθηκε ότι η γνωστοποίηση προς τρίτα πρόσωπα στοιχείων πειθαρχικών διώξεων δικηγόρου, τα οποία δεν εμπίπτουν σε κάποια από τις απαριθμούμενες στην περίπτωση β΄ του άρθρου 2 του ν. 2472/1997 κατηγορίες, συνιστά επεξεργασία απλών και όχι ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, για την οποία υφίσταται πάντως σε κάθε περίπτωση υποχρέωση προηγούμενης ενημερώσεως του υποκειμένου των δεδομένων ακόμη και όταν, κατ’ εξαίρεση, δεν απαιτείται για την ανακοίνωση των συγκεκριμένων δεδομένων η συγκατάθεση αυτού (πρβλ. ΣτΕ 763/2010, 3154/2008, 2252/2005 7μ.).


Σύμφωνα με το ΣτΕ, τέτοια περίπτωση μπορεί να συντρέχει, ιδίως, όταν η χορήγηση προσωπικών δεδομένων είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου. Στην τελευταία, όμως, αυτή περίπτωση, για τη χορήγηση των προσωπικών δεδομένων, ο τρίτος πρέπει να επικαλείται και να αποδεικνύει ότι τα συγκεκριμένα στοιχεία είναι απολύτως αναγκαία και πρόσφορα για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματός του ενώπιον δικαστηρίου, και δη εν όψει συγκεκριμένης εκκρεμούς δίκης, ώστε, εκ του συγκεκριμένου σκοπού, να οριοθετείται και η έκταση των αναγκαίων και πρόσφορων για τον σκοπό αυτό στοιχείων που επιτρέπεται να χορηγηθούν.


Στη συγκεκριμένη περίπτωση, κρίθηκε ότι η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 5 παρ. 2 ε΄ ν. 2472/1997 που διέπει την επεξεργασία απλών προσωπικών δεδομένων, διότι η επίκληση αορίστως με την αίτηση για χορήγηση στοιχείων για πειθαρχικές διώξεις της ύπαρξης αντιδικίας με τον δικηγόρο,

χωρίς να προσδιορίζεται ειδικότερα η αντιδικία αυτή και να εξειδικεύεται, κατ’ ακολουθία, η αναγκαιότητα χρησιμοποιήσεως των προσωπικών δεδομένων του τελευταίου και μάλιστα όλων εν γένει των στοιχείων που αφορούσαν σε πειθαρχικές του διώξεις, δεν στοιχειοθετούσε το κατά την ανωτέρω διάταξη έννομο συμφέρον, η ικανοποίηση του οποίου θα δικαιολογούσε, εφόσον μάλιστα υπερείχε προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων του αιτούντος, τη γνωστοποίηση των στοιχείων αυτών.


Σημαντικό είναι ότι, σύμφωνα με το ΣτΕ, η εισαγγελική παραγγελία προς το Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, ως εκ του παρατεθέντος περιεχομένου της, δεν ήταν ικανή να δικαιολογήσει την κατά παράβαση της ανωτέρω διατάξεως χορήγηση των προσωπικών δεδομένων του αιτούντος σε τρίτους, εφόσον για να είναι αυτή δεσμευτική θα έπρεπε να είναι αιτιολογημένη, να περιέχει ρητή έκφραση γνώμης του συντάκτη αυτής εισαγγελικού λειτουργού και να μην αποτελεί απλό διαβιβαστικό της σχετικής αιτήσεως έγγραφο (βλ. σχετ. ΑΠ 148/2013), όπως συνέβαινε εν προκειμένω που η συγκεκριμένη εισαγγελική παραγγελία διελάμβανε απλώς ότι αποστέλλεται η «συνημμένη αίτηση» και παρακαλείται ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών «για την κατά νόμο εκτίμηση των διαλαμβανομένων σ’ αυτήν και τις εντεύθεν επιβαλλόμενες ενέργειες».


Με αυτή του την κρίση το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο καθιστά σαφές ότι η εισαγγελική παραγγελία δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη χορήγηση προσωπικών δεδομένων, ακόμα και απλών δεδομένων, όταν δεν συντρέχει έννομο συμφέρον του αιτούμενου τη χορήγηση διοικητικών εγγράφων που περιέχουν τέτοια δεδομένα.


Επιλήψιμο ήταν ακόμα το γεγονός ότι η πράξη του ΔΣΑ εκδόθηκε χωρίς προηγούμενη ενημέρωση του αιτούντος για την ανακοίνωση των προσωπικών του δεδομένων στα προαναφερόμενα τρίτα πρόσωπα, κατά παράβαση του άρθρου 11 παρ. 3 του ν. 2472/1997 και η παράλειψη αυτή, στέρηση από τον αιτούντα τη δυνατότητα να προβάλλει αντιρρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 13 του ν. 2472/1997.