Τετάρτη 23 Αυγούστου 2017

Προσβολή δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας στο Διαδίκτυο


Όπως είναι γνωστόν, σύμφωνα με το Σύνταγμα (αρθρ. 19 παρ. 1), η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών γίνεται μόνο για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων. Στο νόμο (άρθρο 4 ν. 2225/1994) εξειδικεύεται η επιταγή του Συντάγματος και προβλέπονται τα αδικήματα (κακουργήματα) για τα οποία επιτρέπεται η άρση του απορρήτου και με βάση συγκεκριμένη διαδικασία (διάταξη Συμβουλίου Εφετών ή Πλημμελειοδικών).

Με βάση αυτό το νομικό πλαίσιο, δεν επιτρέπεται η άρση απορρήτου των επικοινωνιών που πραγματοποιούνται μέσω του διαδικτύου, παρά μόνο υπό τις προϋποθέσεις του νόμου. Βεβαίως, υποστηρίχθηκε σε Γνωμοδοτήσεις Εισαγγελέων ΑΠ ότι το απόρρητο των επικοινωνιών δεν καλύπτει την επικοινωνία μέσω διαδικτύου και ότι στην περίπτωση τελέσεως οποιουδήποτε εγκλήματος μέσω του διαδικτύου δεν απαιτείται άδεια οποιασδήποτε αρχής (βλ. ιδίως Γνωμοδότηση 9/2009). Ωστόσο, οι απόψεις αυτές είναι contra legem, διότι ο νόμος είναι σαφής (ν. 3471/20016).

Το πρόβλημα που αφορούσε την αποκάλυψη των χρηστών του διαδικτύου που διαπράττουν προσβολές δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων ήταν ότι στο ν. 2225/1994 δεν υπήρχε σχετική νομική βάση και δεν μπορούσε να ακολουθηθεί η διαδικασία της άρσης απορρήτου

Ήδη, με το ν. 4481/2017, προβλέφθηκε διαδικασία άρση απορρήτου για τη διακρίβωση εγκλημάτων που συνιστούν παραβιάσεις του ν. 2121/1993 για την πνευματική ιδιοκτησία. Ειδικότερα, προβλέπεται πλέον ότι: "Επιτρέπεται, επίσης, η άρση του απορρήτου για τη διακρίβωση της προσβολής που τελείται στο διαδίκτυο σε βαθμό κακουργήματος δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων που προβλέπονται στο ν. 2121/1993 (Α΄ 25).».

Η διάταξη αυτή αφορά στην κακουργηματική μορφή του αδικήματος που τυποποιείται στο άρθρο 66 παρ. 3 εδ. β΄, γ΄ ν. 2121/1993, ήτοι όταν "ο υπαίτιος τελεί τις παραπάνω πράξεις κατ' επάγγελμα ή σε εμπορική κλίμακα ή αν οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες έγινε η πράξη μαρτυρούν ότι ο υπαίτιος είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας ή των συγγενικών δικαιωμάτων, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι 10 ετών και χρηματική ποινή 5 έως 20 εκατομμυρίων δραχμών, καθώς και αφαίρεση της άδειας λειτουργίας της επιχείρησης στα πλαίσια της οποίας εκτελέσθηκε η πράξη. Θεωρείται ότι η πράξη έχει τελεσθεί κατ'' επάγγελμα και όταν ο δράστης έχει καταδικασθεί για αδικήματα του παρόντος άρθρου ή για παράβαση των διατάξεων περί πνευματικής ιδιοκτησίας που ίσχυαν πριν απ'' αυτό με αμετάκλητη απόφαση σε ποινή στερητική της ελευθερίας." 

Η πρακτική συνέπεια αυτής της νομοθετικής επιλογής να συμπεριλάβει στο ν. 2225/1994 μόνο τα κακουργήματα είναι να μην μπορεί να γίνει αποκάλυψη της ταυτότητας χρηστών ή συνδρομητών που απλώς διαπράττουν πλημελήμματα, π.χ., καταφορτώνουν αρχεία μουσικής ή ταινίες στον η/υ τους. Ωστόσο, τονίζεται ότι δεν μπορούσε να νομοθετηθεί διαφορετικά, διότι το Σύνταγμα στην παραπάνω διάταξη αναφέρεται σε σοβαρά αδικήματα, εννοώντας τα κακουργήματα. Μόνη περίπτωση να βρει εφαρμογή η νέα διάταξη σε χρήστες είναι εφόσον κριθεί ότι ενεργούν κατ' επάγγελμα ή κατ' εξακολούθηση.







Παρασκευή 11 Αυγούστου 2017

Ανακοίνωση της ΑΠΔΠΧ για τις πιστοποιήσεις Υπευθύνων Προστασίας Δεδομένων


Την 9-8-2017 (αρ. πρωτ.: Γ/ΕΞ/6007) η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΠΔΠΧ) εξέδωσε Ανακοίνωση σχετικά με την πιστοποίηση επαγγελµατικών προσόντων Υπευθύνων Προστασίας ∆εδοµένων (Data Protection Officers - DPOs), στο πλαίσιο εκπαιδευτικών προγραµµάτων που πραγµατοποιούνται από διάφορους φορείς,

Σημειώνεται ότι στον Ευρωπαϊκο Κανονισμό 2016/679 προβλέπεται υποχρεωτικά ο διορισμός υπευθύνων προστασίας δεδομένων σε κρατικές υπηρεσίες και σε επιχειρήσεις, σε ορισμένες περιπτώσεις (βλ. άρθρο 37 Κανονισμού). Πρέπει να σημειωθεί ότι δεν είναι υποχρεωτικός ο διορισμός σε όλες τις επιχειρήσεις, αλλά μόνο στις εξής περιπτώσεις όπου:
α)
η επεξεργασία διενεργείται από δημόσια αρχή ή φορέα, εκτός από δικαστήρια που ενεργούν στο πλαίσιο της δικαιοδοτικής τους αρμοδιότητας,
β)
οι βασικές δραστηριότητες του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία συνιστούν πράξεις επεξεργασίας οι οποίες, λόγω της φύσης, του πεδίου εφαρμογής και/ή των σκοπών τους, απαιτούν τακτική και συστηματική παρακολούθηση των υποκειμένων των δεδομένων σε μεγάλη κλίμακα, ή
γ)
οι βασικές δραστηριότητες του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία συνιστούν μεγάλης κλίμακας επεξεργασία ειδικών κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά το άρθρο 9 και δεδομένων που αφορούν ποινικές καταδίκες και αδικήματα που αναφέρονται στο άρθρο 10.

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 37 παρ. 5 του Κανονισμού,  "ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων διορίζεται βάσει επαγγελματικών προσόντων και ιδίως βάσει της εμπειρογνωσίας που διαθέτει στον τομέα του δικαίου και των πρακτικών περί προστασίας δεδομένων, καθώς και βάσει της ικανότητας εκπλήρωσης των καθηκόντων που αναφέρονται στο άρθρο 39". Σαφώς, στον Κανονισμό δεν προβλέπεται ότι τα πρόσωπα που πρόκειται να διοριστούν ως υπεύθυνοι προστασίας δεδομένων πρέπει να διαθέτουν πιστοποίηση. Η επιλογή τους θα γίνεται με την ευθύνη του υπεύθυνου επεξεργασίας που πρέπει να εκτιμήσει τα επαγγελματικά προσόντα τους, βάσει του βιογραφικού τους. 

Λόγω του ότι πολλοί φορείς παρέχουν εκπαίδευση σε όσους θεωρούν καλή επαγγελματική προοπτική την ανάληψη μιας τέτοιας θέσης, η Αρχή πήρε θέση και κατέστησε σαφές ότι οι εν λόγω φορείς δεν είναι διαπιστευμένοι να παρέχουν εκπαίδευση προς το σκοπό αυτό, χωρίς βεβαίως να βλάπτει η διενέργεια σχετικών επιμορφωτικών σεμιναρίων.

Αυτό σημαίνει, πρακτικά, ότι τα εκπαιδευτικά αυτά προγράμματα δεν είναι κάτι αντίστοιχο με την εκπαίδευση που παρέχουν διαπιστευμένοι φορείς στους διαμεσολαβητές.

Ειδικότερα, η Ανακοίνωση της Αρχής καταλήγει στα εξής:

• Η δραστηριοποίηση αυτή της αγοράς είναι θετική, αφού συµβάλλει στη µεταφορά γνώσης και ενηµέρωσης σε θέµατα του ΓΚΠ∆, πρέπει όµως να τεθεί στην ορθή της διάσταση, αποφεύγοντας τη δηµιουργία εσφαλµένων εντυπώσεων ως προς τις σχετικές απαιτήσεις του ΓΚΠ∆.

• Ο ΓΚΠ∆, που θα τεθεί σε ισχύ τον Μάϊο του 2018, δεν θέτει κάποια υποχρεωτική απαίτηση για πιστοποίηση του DPO, ούτε καν ενθαρρύνει σχετική πιστοποίηση σε προαιρετική βάση.

• Μέχρι σήµερα κανένας φορέας στην Ελλάδα δεν έχει διαπιστευθεί για να πιστοποιεί τα επαγγελµατικά προσόντα/δεξιότητες ενός DPO. Συνεπώς, οι προτεινόµενες πιστοποιήσεις DPO δεν εµπίπτουν στην κατηγορία των υφιστάµενων επίσηµων ελληνικών πιστοποιήσεων.

• H ύλη των προσφερόµενων εκπαιδευτικών προγραµµάτων µπορεί µεν να χαρακτηριστεί γενικώς ως συναφής µε τον ΓΚΠ∆ και τη θέση του DPO, η επιλογή της όµως αποτελεί αποκλειστική ευθύνη των φορέων που τα παρέχουν.