Τετάρτη 17 Ιουνίου 2015

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ενέκρινε το σχέδιο Κανονισμού για την προστασία προσωπικών δεδομένων


Όπως είναι γνωστό, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή της ΕΕ κατέθεσε στις 27.12.2012 πρόταση Κανονισμού για την προστασία προσωπικών δεδομένων. Στις 15/6/2015, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ενέκρινε το σχέδιο του Κανονισμού για την προστασία των δεδομένων, όπως έχει διαμορφωθεί μετά από τροποποιήσεις. Στο επόμενο στάδιο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο πρέπει να συμφωνήσουν στην τελική εκδοχή του κανονισμού. Αυτές οι συζητήσεις θα ξεκινήσουν στις 24 Ιουνίου του 2015, ενώ αναμένεται μέχρι το Δεκέμβριο του 2015 να .

Ορισμένα από τα βασικά σημεία στο εγκεκριμένο σχέδιο του Συμβουλίου περιλαμβάνουν:


  • ο Κανονισμός θα τεθεί σε ισχύ δύο έτη μετά την ημερομηνία δημοσίευσης. Η οδηγία για την προστασία των δεδομένων (95/46 / ΕΚ) θα καταργηθεί με την επίσημη δημοσίευση του Κανονισμού. Έτσι, η εθνική νομοθεσία που θεσπίστηκε για την εφαρμογή της οδηγίας θα παραμείνει σε ισχύ μέχρι να τεθεί σε ισχύ ο Κανονισμός.
  • τα ανώτατα διοικητικά πρόστιμα, ορίζονται στο 2% του παγκόσμιου κύκλου εργασιών μιας επιχείρησης ή € 1.000.000 και οι παραβάσεις ομαδοποιούνται σε κατηγορίες 
  • η δικαιοδοσία του Κανονισμού θα εκτείνεται και πέρα από την ΕΕ, με εξωεδαφική δικαιοδοσία που συνδέεται με την προσφορά αγαθών ή υπηρεσιών, ή την παρακολούθηση των υποκειμένων των δεδομένων στην ΕΕ. Οι υπεύθυνοι επεξεργασίας σε τρίτες χώρες που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του Κανονισμού, θα πρέπει να διορίσουν έναν εκπρόσωπο ΕΕ, εκτός εάν η επεξεργασία είναι περιστασιακή και είναι απίθανο να οδηγήσει σε κίνδυνο για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων"
  • Η αρχή της μιας στάσης ("one stop shop") που προβλέπει την επιβολή διοικητικών μέτρων από μια Αρχή ελέγχου σε ένα μόνο κράτος μέλος της ΕΕ έχει αποδυναμωθεί. Συγκεκριμένα, σε πολλαπλής δικαιοδοσίας παραβάσεις, θα πρέπει να ζητείται η γνώμη των οικείων εποπτικών αρχών και θα είναι σε θέση να προσβάλουν την απόφαση της κεντρικής αρχής.
  • το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων (μια μετενσάρκωση της ομάδας εργασίας του άρθρου 29), έχει καθιερωθεί ως ένα σημαντικό όργανο λήψης αποφάσεων όσον αφορά την ερμηνεία του Κανονισμού
  • ο Κανονισμός θέτει ως προϋπόθεση ότι πριν δώσουν τη συγκατάθεσή τους, τα υποκείμενα των δεδομένων πρέπει πάντα να ενημερώνονται για το δικαίωμά τους να την αποσύρουν 
  • η πληροφόρηση που πρέπει να παρέχονται στα υποκείμενα των δεδομένων σχετικά με την επεξεργασία των προσωπικών τους δεδομένων παραμένει εκτεταμένη. Τα υποκείμενα των δεδομένων πρέπει επίσης να λάβουν μία εξήγηση των διαφόρων δικαιωμάτων που έχουν σε σχέση με τα δεδομένα (αλλά κανένα από τα εικονίδια του Κοινοβουλίου που απεικονίζουν την χρήση των δεδομένων δεν έχει συμπεριληφθεί)
  • το δικαίωμα στην ψηφιακή λήθη το δικαίωμα στη φορητότητα των δεδομένων παραμένουν, αλλά με πιο σαφή όρια
  • οι διατάξεις για τη δημιουργία προφίλ (δηλαδή, την αυτοματοποιημένη ατομική λήψη αποφάσεων) έχουν σημαντικά περιορισθεί, αλλά εξακολουθεί να είναι αναγκαίο να ενημερώνεται το άτομο ότι λαμβάνει χώρα δημιουργία προφίλ, η σημασία και οι συνέπειες του προφίλ και η λογική της επεξεργασίας, και να απαιτείται ανθρώπινη παρέμβαση, εάν το άτομο αμφισβητεί την απόφαση
  • το σχέδιο περιλαμβάνει μια νέα διάταξη για τα μεγα-δεδομένα ("Big Data") ή την περαιτέρω επεξεργασία, που καθορίζει τους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη για να καθοριστεί αν ο δευτερεύων σκοπός είναι συμβατός με τον αρχικό σκοπό, και τη δυνατότητα για επεξεργασία για αθέμιτους σκοπούς, σε ορισμένες περιορισμένες περιπτώσεις
  • η υποχρέωση να ενημερώνονται οι αρχές ελέγχου σχετικά με τις δραστηριότητες επεξεργασίας δεδομένων φαίνεται να έχει καταργηθεί, αλλά οι υπεύθυνοι επεξεργασίας και οι εκτελούντες επεξεργασία έχουν τώρα αρκετά εκτεταμένες εσωτερικές απαιτήσεις τήρησης αρχείων επεξεργασίας δεδομένων,  καθήκοντα για την εφαρμογή πολιτικών για την προστασία των δεδομένων και την προστασία των δεδομένων ήδη από τον σχεδιασμό και εξ ορισμού, και να είναι σε θέση να αποδεικνύουν ότι η επεξεργασία τους ικανοποιεί τις απαιτήσεις του Κανονισμού
  • Στις επεξεργασίες υψηλού κινδύνου απαιτείται εκτίμηση των επιπτώσεων της προστασίας δεδομένων, και όπου δεν λαμβάνονται επαρκή μέτρα για τον περιορισμό του κινδύνου, ο υπεύθυνος επεξεργασίας πρέπει να διαβουλεύεται με την Αρχή ελέγχου πριν συνεχίσει
  • Δεν προβλέπεται στον Κανονισμό διορισμός εντεταλμένων προστασίας δεδομένων, αλλά επιτρέπεται ρητά στα κράτη μέλη να καθιερώσουν μια τέτοια απαίτηση στην εθνική τους νομοθεσία
  • Οι εκτελούντες την επεξεργασία μπορεί να είναι άμεσα υπεύθυνοι για τα πρόστιμα και τις αξιώσεις των υποκειμένων των δεδομένων - η από κοινού και εις ολόκληρον ευθύνη με τον υπεύθυνο επεξεργασίας παραμένει, αλλά μπορεί να απορριφθεί όταν ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία αποδεικνύει ότι δεν ήταν υπεύθυνος για το γεγονός που προκάλεσε τη ζημία
  • Το σχέδιο προβλέπεται την κοινοποίηση των παραβιάσεων προς τις Αρχές ελέγχου και τα θιγόμενα άτομα. Ειδικότερα, οι  αρχές ελέγχου και τα άτομα που θίγονται πρέπει να ειδοποιούνται σχετικά με παραβιάσεις που είναι πιθανό να οδηγήσουν σε διακινδύνευση για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων, με προειδοποίηση προς τις  Αρχές ελέγχου  μέσα σε 72 ώρες, και οι ειδοποιήσεις προς τα θιγόμενα άτομα να γίνονται "χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση"
  • δεσμευτικοί εταιρικοί κανόνες θα είναι διαθέσιμοι τόσο για τον υπεύθυνο επεξεργασίας όσο και για τον εκτελούντα την επεξεργασία και
  • Οι διαβιβάσεις προσωπικών δεδομένων μέσω των υφιστάμενων πρότυπων ρητρών της ΕΕ θα παραμείνουν σε ισχύ μέχρι να αποφασιστεί διαφορετικά από την Επιτροπή. Οι αρχές ελέγχου δεν θα είναι σε θέση να απαιτούν άδεια από πριν για τη διαβίβαση, με αυτή τη βάση.





Δευτέρα 8 Ιουνίου 2015

Παράνομο περιεχόμενο στο Διαδίκτυο - Η ιστοσελίδα www.internet-signalement.gouv.fr


Ως γνωστόν, το Διαδίκτυο βρίθει περιεχομένου που είναι δυσφημιστικό, προσβλητικό, ρατσιστικό, παράνομο (π.χ. παιδική πορνογραφία) κοκ. Σχετικά πρέπει να αναφερθεί η νομοθεσία για το ηλεκτρονικό έγκλημα, αλλά και ο πρόσφατος ν. 4285/2014, ο οποίος ποινικοποιεί: α) τη δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους και β) τη δημόσια επιδοκιμασία ή άρνηση εγκλημάτων. Με τον ίδιο νόμο, προβλέπεται ότι οι πράξεις αυτές μπορεί να τελούνται και μέσω του Διαδικτύου (ή άλλου μέσου επικοινωνίας). Στην περίπτωση αυτή, τόπος τέλεσης θεωρείται η Ελληνική Επικράτεια. Σχετικά προβλέπεται και στο άρθρο 5 παρ. 3 ΠΚ ότι "όταν η πράξη τελείται μέσω διαδικτύου ή άλλου μέσου επικοινωνίας, τόπος τέλεσης θεωρείται και η ελληνική επικράτεια, εφόσον στο έδαφός της παρέχεται πρόσβαση στα συγκεκριμένα μέσα, ανεξάρτητα από τον τόπο εγκατάστασής τους". 

Βασικό πρόβλημα, ωστόσο, είναι η εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά το παράνομο περιεχόμενο, διότι ο θιγόμενος πρέπει να υποβληθεί σε δικαστικά έξοδα και να ακολουθήσει τη δικαστική οδό, με αβέβαιη την έκβαση, ενόψει ιδίως του ότι τα προβλήματα που καλούνται να αντιμετωπίσουν τα Δικαστήρια είναι καινοφανή.

Επίσης, οι χρήστες δεν γνωρίζουν τι πρέπει να πράξουν σε περίπτωση που διαπιστώσουν ότι σε μια ιστοσελίδα, ένα ιστολόγιο κοκ περιέχεται παράνομο ή προσβλητικό περιεχόμενο.






Το κενό αυτό έρχεται να καλύψει - στη Γαλλία - μια ιστοσελίδα της Γαλλικής Κυβέρνησης, www.internet-signalement.gouv.fr, η οποία επιτρέπει την ανακοίνωση του παράνομου Διαδικτυακού περιεχομένου. Αυτό γίνεται με το πάτημα του κουμπιού "ΑΝΑΦΟΡΑ" (SIGNALER).

Οι καταγγελίες, στη συνέχεια, μεταβιβάζονται σε ειδική μονάδα της Αστυνομίας την Plateforme d'Harmonisation, d'Analyse, de Recoupement et d'Orientation des Signalements (PHAROS) που είναι τμήμα της Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος της Γαλλίας. 




Στην Ελλάδα, δεν υπάρχει μια τέτοια δυνατότητα, ωστόσο θεωρούμε αναγκαία την ανάληψη μιας προσπάθειας που θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη των Ελλήνων χρηστών του Διαδικτύου στο και πρωτοποριακό σύγχρονο αυτό μέσο επικοινωνίας. Ο Έλληνας νομοθέτης θα πρέπει να μελετήσει το γαλλικό μοντέλο, το οποίο προσφέρει τη δυνατότητα ανώνυμης καταγγελίας.








Τρίτη 2 Ιουνίου 2015

Εξάντληση του δικαιώματος διανομής (άρθρ. 4 παρ. 2 της οδηγίας 2001/29)



Με την απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C‑419/13, Art & Allposters International BV κατά Stichting Pictoright, κρίθηκε ότι η εξάντληση του δικαιώματος διανομής δεν ισχύει όταν γίνεται αντικατάσταση του υλικού φορέα του έργου. Αυτό έχει συνέπειες και για τη ψηφιακή διανομή των έργων.

Ειδικότερα, το δικαίωμα διανομής κατοχυρώνεται στο άρθρο 4 παρ. 1της οδηγίας 2001/29 που ορίζει ότι:


Τα κράτη μέλη παρέχουν στους δημιουργούς, όσον αφορά το πρωτότυπο ή αντίγραφο των έργων τους, το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν τη διανομή τους στο κοινό με οποιαδήποτε μορφή μέσω πώλησης ή άλλως.
Στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου προβλέπεται ότι:

Το δικαίωμα διανομής του πρωτοτύπου ή των αντιγράφων ενός έργου εντός της Κοινότητας αναλώνεται μόνο εάν η πρώτη πώληση ή η κατ' άλλον τρόπο πρώτη μεταβίβαση της κυριότητας του έργου αυτού εντός της Κοινότητας πραγματοποιείται από τον δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του.»

Στην συγκεκριμένη υπόθεση τέθηκε το ζήτημα αν ο κάτοχος δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας δύναται να ασκήσει το δικαίωμά του διανομής όσον αφορά την αναπαραγωγή προστατευόμενου έργου το οποίο πωλήθηκε και παραδόθηκε εντός του ΕΟΧ από τον κάτοχο αυτόν ή με τη συγκατάθεσή του, όταν η αναπαραγωγή αυτή υπέστη στη συνέχεια μετατροπή ως προς τη μορφή της και τέθηκε εκ νέου στο εμπόριο υπό τη μορφή αυτή.

Το Δικαστήριο παρέπεμψε στην αιτιολογική σκέψη 28 της άνω οδηγίας που αναφέρει ότι:  η «προστασία του δικαιώματος του δημιουργού κατ’ εφαρμογήν της [εν λόγω] οδηγίας καλύπτει το αποκλειστικό δικαίωμα ελέγχου της διανομής έργων που ενσωματώνονται σε υλικό φορέα». Κατά την ίδια αυτή αιτιολογική σκέψη η «πρώτη πώληση στην [Ένωση] του πρωτοτύπου του έργου ή των αντιγράφων του από τον φορέα του δικαιώματος ή με τη συναίνεσή του επιφέρει ανάλωση του δικαιώματος ελέγχου της μεταπώλησής τους στην [Ένωση]»

Επίσης, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΠΟΔΙ για την πνευματική ιδιοκτησία ορίζει ότι οι δημιουργοί λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων έχουν το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν τη διάθεση στο κοινό του πρωτοτύπου και των αντιτύπων των έργων τους μέσω πωλήσεως ή άλλης μεταβιβάσεως της κυριότητας. Συναφώς, η σημασία του χαρακτηρισμού «αντίγραφο» διευκρινίστηκε από τα συμβαλλόμενα μέρη με κοινή δήλωση που αφορά τα άρθρα 6 και 7 της ίδιας Συνθήκης, η οποία εκδόθηκε κατά τη διπλωματική διάσκεψη της 20ής Δεκεμβρίου 1996, κατά τη διάρκεια της οποίας εγκρίθηκε η εν λόγω Συνθήκη. Κατά το γράμμα της δηλώσεως αυτής, «οι όροι “αντίτυπα” και “πρωτότυπα και αντίτυπα” σε σχέση με το δικαίωμα διανομής και το δικαίωμα μισθώσεως που προβλέπονται στα εν λόγω άρθρα αναφέρονται αποκλειστικά στα υλικά ενσωματωμένα αντίτυπα τα οποία μπορούν να τεθούν σε κυκλοφορία ως ενσώματα αντικείμενα».

Με βάση αυτά τα δεδομένα, το Δικαστήριο έκρινε ότι η ανάλωση του δικαιώματος διανομής εφαρμόζεται στο υλικό αντικείμενο στο οποίο ενσωματώνεται προστατευόμενο έργο ή αντίγραφό του, αν αυτό τέθηκε σε κυκλοφορία στην αγορά με τη συγκατάθεση του κατόχου του δικαιώματος του δημιουργού.

Eιδικότερα, αποφάνθηκε ότι: "το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας έχει την έννοια ότι ο κανόνας περί αναλώσεως του δικαιώματος διανομής δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση κατά την οποία η αναπαραγωγή προστατευόμενου έργου, μετά τη διάθεσή του στο εμπόριο στην Ένωση με τη συγκατάθεση του κατόχου του δικαιώματος του δημιουργού, υποβλήθηκε σε διαδικασία αντικαταστάσεως του υλικού του φορέα, όπως η μεταφορά σε καμβά της επί χάρτινης αφίσας αναπαραγωγής, και διατέθηκε εκ νέου στην αγορά με τη νέα του μορφή".

Αυτή η απόφαση έχει συνέπειες και για την ψηφιακή διάθεση των έργων, στην οποία θα αποκλείεται η εξάντληση του δικαιώματος διανομής, βλ. σχετ. 1709 Blog: What's the story with digital exhaustion? A new article.


Βλ. επίσης: Eleonora Rosati, Online Copyright Exhaustion in a Post-Allposters World http://papers.ssrn.com/sol3/papers.cfm?abstract_id=2613608







Δευτέρα 1 Ιουνίου 2015

Επέμβαση αστυνομικού σε αρχείο πειθαρχικού ελέγχου συναδέλφου του - AΠ 667/2014 (Ποιν.)

Παράνομη επέμβαση σε αρχείο προσωπικών δεδομένων - άρθρο 22 παρ. 4 του Ν. 2472/1997


Περίληψη: Καταδίκη για παράβαση του άρθρου 22 παρ. 4 του Ν. 2472/1997 του κατηγορούμενου αστυνομικού, ο οποίος έκανε επέμβαση σε απόρρητο αρχείο της υπηρεσίας του, παρέλαβε αυτοβούλως έγγραφα από τον πειθαρχικό φάκελο του εγκαλούντος, αναφερόμενα σε πειθαρχική υπόθεση του τελευταίου που είχε χειρισθεί στο παρελθόν ο κατηγορούμενος, αναπαράγοντάς τα με φωτοτύπηση, και στη συνέχεια, τα προσκόμισε προς τον διενεργούντα προκαταρκτική εξέταση σε βάρος του, χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων και χωρίς προηγουμένως να υποβάλει αίτηση προς τον υπεύθυνο επεξεργασίας του εν λόγω αρχείου για να του χορηγηθούν τα επίμαχα έγγραφα, ως απολύτως πρόσφορα και αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματός του ενώπιον των δικαστικών αρχών, κατ’ άρθρο 5 παρ. 2 στοιχ. ε΄ του Ν. 2472/1997.



ΑΡΙΘΜΟΣ 667/2014 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ, ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ


ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
.......
Σε συμμόρφωση προς τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης του 1981 (που κυρώθηκε με το ν. 2068/1992) και την 95/46/ΕΚ Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 24-10-1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, εκδόθηκε ο ν. 2472/1997 "Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα", ο οποίος ορίζει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: Στο άρθρο 2 ότι: "Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως: α) "Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα", κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων ... β) ... γ) "Υποκείμενο των δεδομένων", το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιοριστεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσοτέρων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόσταση του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτική ή κοινωνική, δ) "επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα" ("επεξεργασία"), κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται από το Δημόσιο, ή νομικό πρόσωπο δημοσίου, δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζεται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώρηση, η οργάνωση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή, ε) "Αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα" ("αρχείο"), σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία αποτελούν ή μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας και τα οποία τηρούνται είτε από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο, στ) ..., ζ) "Υπεύθυνος επεξεργασίας", οποιοσδήποτε καθορίζει τον σκοπό και τον τρόπο επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός. Όταν ο σκοπός και ο τρόπος της επεξεργασίας καθορίζονται με διατάξεις νόμου ή κανονιστικές διατάξεις εθνικού ή κοινοτικού δικαίου, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή τα ειδικά κριτήρια βάσει των οποίων γίνεται η επιλογή του καθορίζονται αντίστοιχα από το εθνικό ή το κοινοτικό δίκαιο, η) "εκτελών την επεξεργασία", οποιοσδήποτε επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για λογαριασμό υπεύθυνου επεξεργασίας, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, εκτός από το υποκείμενο των δεδομένων, τον υπεύθυνο επεξεργασίας και τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εφόσον ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία ή για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας, θ) "τρίτος", κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία, ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, εκτός από το υποκείμενο των δεδομένων, τον υπεύθυνο επεξεργασίας και τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εφόσον ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία ή για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας, ι) "Αποδέκτης", το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή ή υπηρεσία, ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για τρίτο ή όχι, ια) "Συγκατάθεση" του υποκειμένου των δεδομένων, κάθε ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βουλήσεως, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρη επιγνώσει και με την οποία το υποκείμενο των δεδομένων, αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο "επεξεργασίας" τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν. Η ενημέρωση αυτή περιλαμβάνει πληροφόρηση τουλάχιστον για το σκοπό της επεξεργασίας, τα δεδομένα ή τις κατηγορίες δεδομένων που αφορά η επεξεργασία, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και το όνομα, την επωνυμία και τη διεύθυνση του υπευθύνου επεξεργασίας και του τυχόν εκπροσώπου του. Η συγκατάθεση μπορεί να ανακληθεί, οποτεδήποτε, χωρίς αναδρομικό αποτέλεσμα, ιβ) "Αρχή", η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα που θεσπίζεται στο κεφάλαιο Δ’ του παρόντος νόμου". Στο άρθρο 3 ότι : "1. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν στο αρχείο. 2. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου δεν εφαρμόζονται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η οποία πραγματοποιείται από φυσικό πρόσωπο για την άσκηση δραστηριοτήτων αποκλειστικά προσωπικών ή οικιακών". Στο άρθρο 4 ότι:"1. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει: α) Να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία ενόψει των σκοπών αυτών β) Να είναι συναφή, πρόσφορα και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται ενόψει των σκοπών της επεξεργασίας, γ) να είναι ακριβή και, εφόσον χρειάζεται να υποβάλλονται σε ενημέρωση, δ)... Η τήρηση των διατάξεων της παραγράφου αυτής βαρύνει τον υπεύθυνο επεξεργασίας ... . Στο άρθρο 5 ότι:"1. Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνον όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεση του. 2.Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν: α) ... β) ... γ) ... δ) ... ε) Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του εννόμου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών". Τέτοια περίπτωση συνδρομής υπέρτερου εννόμου συμφέροντος συνιστά, ιδίως, η περίπτωση κατά την οποία τα στοιχεία που ζητούνται είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου. Το παραπάνω επιχείρημα αντλείται από το άρθρο 7 παρ. 2 γ’ του ίδιου νόμου, που αφορά την επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων αλλά εφαρμόζεται κατά μείζονα λόγο και στην επεξεργασία απλών προσωπικών δεδομένων, σύμφωνα με το οποίο "Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η συλλογή και επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων, καθώς και η ίδρυση και λειτουργία σχετικού αρχείου, ύστερα από άδεια της Αρχής, όταν συντρέχουν μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις: ... γ) η επεξεργασία αφορά δεδομένα που δημοσιοποιεί το ίδιο το υποκείμενο ή είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου ή πειθαρχικού οργάνου". Προϋπόθεση όμως για τη νόμιμη εφαρμογή της παραπάνω διατάξεως είναι ότι τα δεδομένα, των οποίων ζητείται η χορήγηση ή για τα οποία πρόκειται η χρήση, πρέπει να είναι απολύτως αναγκαία και πρόσφορα για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου και δη ενόψει της συγκεκριμένης δίκης που εκκρεμεί. Η αναγκαιότητα δε υφίσταται όταν ο επιδιωκόμενος σκοπός δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλα ηπιότερα μέσα. Τα δεδομένα επίσης δεν πρέπει να είναι περισσότερα από όσα είναι απολύτως απαραίτητα για την υπεράσπιση του δικαιώματος. Τέλος, τα δεδομένα πρέπει να έχουν συλλεχθεί νομίμως, με έγγραφη, δηλαδή, αίτηση προς τον υπεύθυνο επεξεργασίας ενόψει του επιδιωκόμενου σκοπού. Στο άρθρο 11 ορίζεται ότι: "Ο υπεύθυνος επεξεργασίας, οφείλει, κατά το στάδιο της συλλογής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, να ενημερώνει με τρόπο πρόσφορο και σαφή το υποκείμενο για τα εξής τουλάχιστον στοιχεία : α) την ταυτότητα του και την ταυτότητα του τυχόν εκπροσώπου του, β)τον σκοπό της επεξεργασίας, γ) τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων και δ) την ύπαρξη δικαιώματος πρόσβασης. 2. ... 3. Εάν τα δεδομένα ανακοινώνονται σε τρίτους, το υποκείμενο ενημερώνεται για την ανακοίνωση πριν από αυτούς ...". 

Το άρθρο 22 προβλέπει ποινικές κυρώσεις για τις αναφερόμενες σ’ αυτό κατηγορίες συμπεριφορών που κρίνονται αξιόποινες. Ειδικότερα, όποιος χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιοδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών ή τα αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει, καταστρέφει, επεξεργάζεται, μεταδίδει, ανακοινώνει, τα καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ή επιτρέπει στα πρόσωπα αυτά να λάβουν γνώση των εν λόγω δεδομένων ή τα εκμεταλλεύεται με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή και αν πρόκειται για ευαίσθητα δεδομένα με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου (1.000.000) έως δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλες διατάξεις. Οι ποινικές κυρώσεις, όπως άλλωστε είναι φυσικό, ενόψει της ιδιάζουσας βαρύτητας τους, προβλέπονται όχι γενικώς και αορίστως για κάθε παράβαση των διατάξεων του, αλλά μόνο για συγκεκριμένες ειδικά περιγραφόμενες σοβαρές παραβάσεις. Με εξαίρεση δε τις περιπτώσεις της διατάξεως του άρθρου 22 παρ. 5, η οποία ποινικοποιεί τις παραβάσεις συγκεκριμένων αποφάσεων της Αρχής προσωπικών δεδομένων, το κοινό συνδετικό γνώρισμα των ειδικών ποινικών προβλέψεων του άρθρου 22 του ν. 2472/97 και εκείνο που προσδίδει βαρύτητα στις σχετικές πράξεις είναι η αναφορά τους στη τήρηση "Αρχείων προσωπικών δεδομένων". Έτσι, κατά την παρ. 1 του άρθρου 22 γίνεται αξιόποινη η χωρίς γνωστοποίηση στην Αρχής σύσταση και λειτουργία Αρχείου προσωπικών δεδομένων, κατά την παρ.2 η διατήρηση "Αρχείου" χωρίς άδεια ή κατά παράβαση των όρων και προϋποθέσεων της άδειας της Αρχής, κατά την παρ.3 ή χωρίς γνωστοποίηση στην Αρχή και άδεια από αυτήν διασύνδεση αρχείων. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι για την αντικειμενική θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται α) ύπαρξη δεδομένων που περιλαμβάνονται σε "Αρχείο", ως τέτοιο δε θεωρείται, κατ’ αρθρ.2 περ. ε’, το σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία αποτελούν ή μπορεί να αποτελούν αντικείμενο "επεξεργασίας" και τηρούνται ή από το Δημόσιο ή από ενώσεις προσώπων ή φυσικά πρόσωπα, β) υποκείμενο των δεδομένων που είναι το φυσικό πρόσωπο, στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιοριστεί αμέσως ή εμμέσως, ενώ ως δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα θεωρούνται κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων και ευαίσθητα δεδομένα αυτά που αφορούν τη φυλετική ή εθνική προέλευση, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε ένωση, σωματείο ή συνδικαλιστική οργάνωση, την υγεία, την κοινωνική πρόνοια και την ερωτική ζωή καθώς και τα σχετικό με ποινικές διώξεις ή καταδίκες και γ) επενέργεια επέμβαση του υπαιτίου σε "αρχείο" με την έννοια της διερεύνησης-πρόσβασης στις εγγραφές που περιλαμβάνει. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 5 του ν. 2690/99 (Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας) "κάθε ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα, ύστερα από γραπτή αίτηση του, να λαμβάνει γνώση των διοικητικών εγγράφων. Ως διοικητικά έγγραφα νοούνται όσα συντάσσονται από τις δημόσιες υπηρεσίες, όπως εκθέσεις, μελέτες, πρακτικά, στατιστικά στοιχεία, εγκύκλιες οδηγίες, απαντήσεις της Διοίκησης, γνωμοδοτήσεις και αποφάσεις. 2. Όποιος έχει ειδικό έννομο συμφέρον δικαιούται, ύστερα από γραπτή αίτηση του, να λαμβάνει γνώση των ιδιωτικών έγγραφων που φυλάσσονται στις δημοσιές υπηρεσίες και είναι σχετικά με υπόθεση του η οποία εκκρεμεί σε αυτές ή έχει διεκπεραιωθεί από αυτές. 3. Το κατά τις προηγούμενες παραγράφους δικαίωμα δεν υφίσταται στις περιπτώσεις που του έγγραφο αφορά την ιδιωτική ή οικογενειακή ζωή τρίτου ή αν παραβλάπτεται απόρρητο το οποίο προβλέπεται από ειδικές διατάξεις. Η αρμόδια διοικητική αρχή μπορεί να αρνηθεί την ικανοποίηση του δικαιώματος τούτου αν το έγγραφο αναφέρεται στις συζητήσεις του Υπουργικού Συμβουλίου ή αν η ικανοποίηση του δικαιώματος αυτού είναι δυνατόν να δυσχεράνει ουσιωδώς την έρευνα δικαστικών, "διοικητικών", αστυνομικών ή στρατιωτικών αρχών σχετικώς με την τέλεση εγκλήματος ή διοικητικής παράβασης. 4. Το δικαίωμα των παρ. 1 και 2 ασκείται : α) με μελέτη του εγγράφου στο κατάστημα της υπηρεσίας, ή β) με χορήγηση αντιγράφου, εκτός αν η αναπαραγωγή τούτου μπορεί να βλάψει το πρωτότυπο. Η σχετική δαπάνη αναπαραγωγής βαρύνει τον αιτούντα, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Αν πρόκειται για πληροφορίες ιατρικού χαρακτήρα, αυτές γνωστοποιούνται στον αιτούντα με τη βοήθεια γιατρού, ο οποίος ορίζεται για το σκοπό αυτόν. 5. Η άσκηση του κατά τις παρ. 1 και 2 δικαιώματος γίνεται με την επιφύλαξη της ύπαρξης τυχόν δικαιωμάτων πνευματικής ή βιομηχανικής ιδιοκτησίας". Τέλος, στο άρθρο 1 του ν. 2713/1999, ορίζεται ότι: 1. Συνιστάται στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης αυτοτελής ειδική αστυνομική υπηρεσία, υπαγόμενη απευθείας στον Αρχηγό της Ελληνικής Αστυνομίας, η οποία ονομάζεται "Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων" και έχει έδρα το νομό Αττικής ... 2. Η Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων έχει ως αποστολή τη διερεύνηση, εξιχνίαση και δίωξη σε όλη την επικράτεια: α. Των εγκλημάτων που διαπράττουν ή συμμετέχουν σ’ αυτά αστυνομικοί όλων των βαθμών, συνοριακοί φύλακες και ειδικοί φρουροί και προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 134-137Δ, 216-222, 235-246, 252-263Α, 322-324, 336-353, 372-399 και 402-406 του ΠΚ ... β. Των εγκλημάτων των άρθρων 216 έως και 222, 235 έως και 246, 252 έως και 263Α, 323Α, 323Β, 324, 385 του Ποινικού Κώδικα ... 3. Για την εκπλήρωση της αποστολής της, η Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων διερευνά, συλλέγει, αξιολογεί και αξιοποιεί πληροφορίες και στοιχεία που αφορούν τη διάπραξη των εν λόγω εγκλημάτων, ενεργεί προκαταρκτική εξέταση ή προανάκριση κατ’ αρθρ. 243 παρ. 2 ΚΠΔ για τη βεβαίωση τους και παραπέμπει τους υπαιτίους στην αρμόδια για την άσκηση της ποινικής δίωξης εισαγγελική αρχή. Όταν ο Εισαγγελέας παραγγέλλει, σύμφωνα με τα άρθρα 43 και 50 παρ. 2 του ΚΠΔ, προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση, για τα εγκλήματα της προηγούμενης παραγράφου, δύναται να αναθέτει την ενέργεια αυτής στην Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων. Κατά την εκτέλεση των ανωτέρω καθηκόντων της η Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων έχει απρόσκοπτη πρόσβαση στα αρχεία όλων των αστυνομικών υπηρεσιών και των άλλων αρχών ή υπηρεσιών του ευρύτερου δημόσιου τομέα...4. Πληροφορίες και στοιχεία που συλλέγονται από την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της προηγουμένης παραγράφου χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την εκπλήρωση της αποστολής της. Σε κάθε περίπτωση εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 2472/1997. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν περιέχονται σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικό περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες τα αποδειχθέντα περιστατικά έχουν υπαχθεί στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Τέλος, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ, υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει σε τέτοια διάταξη έννοια διαφορετική από εκείνη, που έχει πράγματι αυτή ή δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε καθώς και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης (αναγόμενο στα στοιχεία και την ταυτότητα του οικείου εγκλήματος), που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο, για την ορθή εφαρμογή ή μη του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, που, δικάζοντας κατ’ έφεση, εξέδωσε αυτή, δέχτηκε κατά την ανέλεγκτη αναιρετικό κρίση του, ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ’ είδος αναφέρει, αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Στην προκειμένη περίπτωση, από την χωρίς όρκο κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος υπεράσπισης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, τα πρακτικό της πρωτοβάθμιας δίκης που αναγνώσθηκαν, καθώς και από τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του κατηγορουμένου και την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα περιστατικά: Ο κατηγορούμενος, ο οποίος είναι Αστυνόμος με τον βαθμό Β’, υπηρετούσε από τον Αύγουστο 2002 στο Αρχηγείο της ΕΛΑΣ στην Αθήνα και ειδικότερα στο 4° Γραφείο του 1ου Τμήματος της Διεύθυνσης Αστυνομικού Προσωπικού/ΑΕΑ με αντικείμενο τις πειθαρχικές υποθέσεις Αξιωματικών της ΕΛΑΣ και ως εκ της ιδιότητας του αυτής, είχε πρόσβαση στο Αρχείο που είχε νομίμως συσταθεί κατ’ εφαρμογή του ν. 2713/1999 και όπου τηρούνταν οι απόρρητοι ατομικοί φάκελοι των Αξιωματικών του Σώματος της ΕΛΑΣ. Στις 4-8-2006, διενεργούμενης προκαταρκτικής εξέτασης σε βάρος του, κατόπιν των υπ’ αριθμ. Β-06/1916/18-6-2006 και 27-6-2006 παραγγελιών του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών, για τυχόν διάπραξη εκ μέρους του παράβασης καθήκοντος (άρθρ. 259 ΠΚ), κλήθηκε στην Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων/ΑΕΑ από τον διενεργούντα αυτήν Αστυνόμο Β’, Δ. Λ. προς παροχή, ανωμοτί, εξηγήσεων. Ειδικότερα, οι εξηγήσεις αυτές αφορούσαν το γεγονός που είχε λάβει χώρα στις 10-8-2001 και ώρα 13.30’ εντός του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου Δάφνης σχετικά με την εκπυρσοκρότηση υπηρεσιακού οπλοπολυβόλου MP 5 στα χέρια του ειδικού φρουρού Π. Α. που υπηρετούσε στο AT Δάφνης και εκτελούσε υπηρεσία σκοπού στο ανωτέρω Ταμιευτήριο και, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς που είχε διατυπώσει ο Αστυνομικός Υποδιευθυντής Γ. Ν. (εγκαλών) στις από 13-5-2006 και 25-7-2006 ένορκες καταθέσεις του στην Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛΑΣ και στην από 30-5-2006 αναφορά του στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, αλλά και σε προγενέστερες αναφορές του, το όπλο αυτό δεν ήταν το υπ’ αριθμ. C274277 ΜΡ5, που ήταν χρεωμένο στον άνω ειδικό φρουρό, αλλά ήταν το υπ’ αριθμ. C234795 ΜΡ5 που ήταν χρεωμένο από το AT Δάφνης στον αρχιφύλακα Ι. Β. ο οποίος, αν και, κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, εκτελούσε διατεταγμένη υπηρεσία σκοπού στο κτίριο της ΔΟΥ Δάφνης, είχε μεταβεί προ ολίγου στο ανωτέρω Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο και είχε εμπιστευθεί το όπλο του για φύλαξη στον προαναφερθέντα ειδικό φρουρό για να απομακρυνθεί από τη θέση του και ότι αυτός (κατηγορούμενος), αν και γνώριζε όλα τα παραπάνω για τα οποία διενήργησε Ένορκη Διοικητική Εξέταση τα απέκρυψε και δεν αποκάλυψε την αλήθεια, σε αντίθεση, τόσο με το πόρισμα της από 22-4-2004 συμπληρωματικής ΕΔΕ που κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το όπλο που εκπυρσοκρότησε ήταν του Ι. Β., όσο και με την από 24-12-2003 έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης, σύμφωνα με την οποία το όπλο που εκπυρσοκρότησε "θα πρέπει" να ήταν του Β.. Ο κατηγορούμενος, κατά την ανωμοτί εξέταση του ενώπιον του άνω προανακριτικού υπαλλήλου, ισχυρίστηκε ότι διενήργησε και περαίωσε την ΕΔΕ σύμφωνα με τα στοιχεία που περιήλθαν σε γνώση του, ότι ο αστυνομικός Υποδιευθυντής Γ.Ν. (εγκαλών) ουδέποτε εξετάστηκε ως μάρτυρας για την εν λόγω υπόθεση, ούτε υπέβαλε στην υπηρεσία του έγγραφη αναφορά για το προαναφερθέν συμβάν ώστε αυτή να αποτελέσει εφαλτήριο Διοικητικής Ανάκρισης και ούτε προέβη στον πειθαρχικό έλεγχο των υφισταμένων του για τα παραπτώματα που ισχυρίζεται ότι διέπραξαν, περαιτέρω δε ότι αυτός (Γ.Ν.) υπέβαλε τις παραπάνω αναφορές μετά παρέλευση σχεδόν πέντε ετών από το προαναφερθέν γεγονός και τούτο έπραξε διότι αυτός (κατηγορούμενος) χειρίστηκε προσφυγή του κατά ποινής προστίμου που του επιβλήθηκε από τον Γενικό Αστυνομικό Διευθυντή Αττικής, υπονοώντας προφανώς ότι ο εγκαλών κινήθηκε εναντίον του κατά τον άνω τρόπο ωθούμενος από εκδικητικά κίνητρα. Προς απόδειξη του τελευταίου αυτού ισχυρισμού του εγχείρισε στον διενεργούντα την προκαταρκτική εξέταση οκτώ (8) έγγραφα, συνταχθείσης προς τούτο της από 4-8-2006 έκθεσης εγχειρίσεως εγγράφων, ήτοι τα παρακάτω: 1) το υπ’ αριθμ. 222187/6/17-η’ από 28-11-2005 έγγραφο του Γραφείου Αξιωματικών του Τμήματος Αστυνομικού Προσωπικού του Επιτελείου της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής που υπέγραφε ο Γεν. Αστυν. Διευθυντής Αττικής Β. Τ., προς το Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας, Κλάδο Διοικητικού, Διεύθυνση Αστυνομικού Προσωπικού Τμήμα 1° Αξιωματικών, με θέμα την υποβολή της από 4-11-2005 προσφυγής του Αστυν.Υποδ/ντού Ν. Γ. (πολιτικώς ενάγοντος) κατά επιβληθείσης κατ’ αυτού ποινής προστίμου 20 ευρώ λόγω παραλείψεων του κατά την σύνταξη εκθέσεων αξιολόγησης τεσσάρων υφισταμένων του Αξιωματικών και πρόταση απορρίψεως της προσφυγής ως κατ’ ουσίαν αβάσιμης, 2) το υπ’ αριθμ. 222187/6/22-ι’ από 27-12-2005 έγγραφο - εισηγητικό σημείωμα με θέμα την προαναφερθείσα ιεραρχική προσφυγή του πολιτικώς ενάγοντος που υπέγραφε ως εισηγητής ο κατηγορούμενος και εισηγείτο να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη η προσφυγή του Γ.Ν. και να παραμείνει η επιβληθείσα ποινή του προστίμου των είκοσι (20) ευρώ ως έχει, 3) το υπ’ αριθμ. 2221876/22-ια’ από 5-1-2006 έγγραφο του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, Κλάδος Διοικητικού, Διεύθυνση Αστυνομικού Προσωπικού Τμήμα 1° Αξιωματικών, προς τέσσερις υπηρεσιακούς αποδέκτες με θέμα την τελεσίδικη απόρριψη της από 4-11-2005 προσφυγής του Αστυν.Υπαδ/ντού Ν. Γ. (πολιτικώς ενάγοντος) κατά της επιβληθείσης ποινής προστίμου 20 ευρώ και την παραίνεση προς τις Υπηρεσίες που κοινοποιείτο το έγγραφο μαζί με τον πίνακα επιβολής προστίμου να ενεργήσουν αρμοδίως, 4) το υπ’ αριθμ. 424/11-5-2006 έγγραφο του 19ου Πταισματοδίκη Αθηνών προς το Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας, Κλάδο Διοικητικού, Διεύθυνση Αστυνομικού Προσωπικού Τμήμα 1° Αξιωματικών, με το οποίο ζητούσε αντίγραφο του εισηγητικού σημειώματος που συνετάγη σχετικά με την από 4-11-2005 προσφυγή του Γ. Ν. (εγκαλών), 5) το υπ’ αριθμ. 222187/6/23-ιστ’ από 22-3-2006 έγγραφο του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, Κλάδος Διοικητικού, Διεύθυνση Αστυνομικού Προσωπικού Τμήμα 1° Αξιωματικών προς τη Διεύθυνση Αστυνομίας Αθηνών Τμήμα Εσωτερικών Λειτουργιών Γραφείο Αξιωματικών με θέμα επίσης την υποβολή των από 10-2-2006 παραπόνων-προσφυγής του Γ. Ν. και την παράκληση να γνωστοποιηθεί σ’ αυτόν ότι ο Γενικός Επιθεωρητής Νότιας Ελλάδος αποφάσισε να παραμείνει η ποινή προστίμου των 20 ευρώ που επιβλήθηκε για δεν προσκομίστηκαν νέα στοιχεία, 6) το υπ’ αριθμ. 222187/6/22-ιζ’ έγγραφο του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, Κλάδος Διοικητικού, Διεύθυνση Αστυνομικού Προσωπικού Τμήμα 1° Αξιωματικών προς την Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών με το οποίο κοινοποιείτο στην Εισαγγελία, κατ’ άρθρο 37 του ΚΠΔ η από 10-2-2006 αναφορά παραπόνων-προσφυγή του Γ.Ν. καθώς και το 222187/6-/22-ιε’ από 10-3-2006 εισηγητικό σημείωμα, 7) το υπ’ αριθμ. 222187/6/22-1ε’ από 10-3-2006 εισηγητικό σημείωμα που είχε συντάξει ο εισηγητής Β. Δ. σχετικά με την από 10-2-2006 προσφυγή-παράπονα που υπέβαλε ο Γ.Ν., μετά την επίδοση αντιγράφου του τελεσίδικου πίνακα επιβολής ποινής προστίμου 20 ευρώ, σύμφωνα με το οποίο ο ανωτέρω εισηγείτο την απόρριψη της ανωτέρω (δεύτερης) προσφυγής του Γ. Ν., και 8) το 57520/6-12-2005 έγγραφο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών προς τον Δ/ντή του Αστυνομικού Τμήματος Π.Φαλήρου σχετικά με την αρχειοθέτηση από την Εισαγγελία, κατ’ αρθρ. 43 ΚΠΔ, δικογραφίας που σχηματίστηκε κατόπιν αυτεπάγγελτης ενέργειας κατά προσώπου ονόματι Π. Α.. Τα έγγραφα αυτά αποτελούσαν μέρος του συνόλου του ατομικού φακέλου πειθαρχίας του τότε Αστυν. Υποδιευθυντή Γ.Ν. (εγκαλών) που ετηρείτο στο Αρχείο της προαναφερθείσης Υπηρεσίας της ΕΛΑΣ που υπηρετούσε ο κατηγορούμενος και εμπεριείχαν προσωπικά του δεδομένα αναφερόμενα σε πειθαρχική του υπόθεση την οποία ο κατηγορούμενος είχε νομίμως χειριστεί στα πλαίσια των υπηρεσιακών του καθηκόντων. Ωστόσο, ο κατηγορούμενος τα παρέλαβε από τον πειθαρχικό φάκελο του Γ.Ν. αναπαράγοντας τα με την μέθοδο της φωτοτυπήσεως όχι ως αρμόδιος χειριστής κατά την άσκηση υπηρεσιακού καθήκοντος, αλλά ως "τρίτος" κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 2 περ.θ’ του ν.2472/1997, αφού στη συγκεκριμένη επεξεργασία (αναπαραγωγή αντιγράφων δια φωτοτυπήσεως) προσωπικών δεδομένων, προέβη αυτοβούλως για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων του ενώπιον των δικαστικών αρχών, χωρίς προηγουμένως να υποβάλει αίτηση προς τον τότε υπεύθυνο επεξεργασίας του εν λόγω Αρχείου, ταξίαρχο Ι. Α., ούτε στον άμεσο προϊστάμενο Σ. Α. ή στον τμηματάρχη του τμήματος Γ. Μ. για να του χορηγηθούν τα συγκεκριμένα έγγραφα στοιχεία, επικαλούμενος αλλά και αποδεικνύοντας συγχρόνως ότι τα έγγραφα που ζητεί είναι απολύτως πρόσφορα και αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος του ενώπιον των δικαστικών αρχών, ώστε να κριθεί αρμοδίως εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 5 παρ. 2 στοιχ. ε’ του ν.2472/1997. Συγκεκριμένα, ο κατηγορούμενος ενεργών ως τρίτος και δη ως πρόσωπο καλούμενο από ανακριτικές αρχές προς διερεύνηση ποινικής υπόθεσης που τον αφορά, όφειλε να υποβάλει αρμοδίως αίτηση για την χορήγηση των παραπάνω εγγράφων επικαλούμενος αλλά και αποδεικνύοντας ότι το έννομο συμφέρον του, υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων κατ συμφερόντων του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα προσωπικά δεδομένα και ταυτόχρονα δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες του τελευταίου (πολιτικώς ενάγοντος εν προκειμένω) και εφόσον συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές να του γνωστοποιηθούν αρμοδίως τα συγκεκριμένα έγγραφα που αφορούν απόρρητα προσωπικά δεδομένα του εγκαλούντος, χωρίς να απαιτείται μάλιστα η συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων (Γ.Ν.). Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι τα έγγραφα αυτά ο εγκαλών είχε ήδη καταστήσει γνωστά στις αρχές με την κοινοποίηση της από 10-2-2006 προσφυγής του σε δημόσιες υπηρεσίες και επρόκειτο για διοικητικά έγγραφα τα οποία νομίμως είχαν περιέλθει σ’ αυτόν (κατηγορούμενο) κατά την άσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων και επομένως δημοσιοποιήθηκαν σε τρίτους με την συγκατάθεση του, είναι αβάσιμος και απορρίπτεται, διότι ναι μεν η από 10-2-2006 προσφυγή είχε κοινοποιηθεί από τον Γ.Ν. στις αρμόδιες υπηρεσίες, ωστόσο αφορούσε αυστηρά προσωπική πειθαρχική του υπόθεση, την έρευνα της οποίας είχε επιληφθεί ο κατηγορούμενος κατά την άσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων και με την περαίωση της, είχε τεθεί στον ατομικό υπηρεσιακό πειθαρχικό φάκελο του εγκαλούντος που τηρείται στο προαναφερθέν Αρχείο, στο οποίο ο κατηγορούμενος, ενεργώντας ως "τρίτος", όπως στην προκειμένη περίπτωση και όχι υπό την υπηρεσιακή του ιδιότητα και κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του, ουδέν δικαίωμα πρόσβασης και επεξεργασίας είχε, ειμή μόνον τηρώντας τις νόμιμες διαδικασίες που αναφέρθηκαν. Περαιτέρω, ουδόλως αποδείχθηκε ότι υπήρχε συγκατάθεση του εγκαλούντος, κατά την έννοια του νόμου 2472/1997 (αρθρ. 2 παρ. ια), δηλαδή ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βουλήσεως, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρη επιγνώσει, και με την οποία, το υποκείμενο των δεδομένων (εγκαλών), αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, αφού ουδόλως αποδείχθηκε ότι υπήρξε τέτοια δήλωση εκ μέρους του εγκαλούντος, ο οποίος έλαβε γνώση της γνωστοποίησης των προσωπικών του δεδομένων για πρώτη φορά στις 24-9-2008. Του περιεχομένου των εγγράφων αυτών που αποτελούσαν προσωπικά δεδομένα του Γ.Ν. και παρέδωσε ο κατηγορούμενος στους προανακριτικούς υπαλλήλους, έλαβαν γνώση οι τελευταίοι και καθ’ υπόδειξη του συμπεριελήφθησαν στην προανακριτική δικογραφία, επιτρέποντας έτσι στους τρίτους (ανακριτικούς υπαλλήλους), αλλά και σε άλλα πρόσωπα που ασχολήθηκαν με την υπόθεση αυτή να λάβουν γνώση αυτών χωρίς να δικαιούνται, τούτο δε διότι η προκαταρκτική εξέταση δεν αφορούσε τον εγκαλούντα (Γ.Ν.), αλλά τον κατηγορούμενο. Η προαναφερόμενη πράξη του κατηγορουμένου αποτελεί παράνομη, κατά τις προεκτεθείσες διατάξεις του Ν. 2472/1997, επέμβαση σε αρχείο, επεξεργασία προσωπικών δεδομένων του ως άνω εγκαλούντος και ανακοίνωση τους σε τρίτους, αφού έγινε χωρίς τη συγκατάθεση του και χωρίς να συντρέχει καμία από τις εξαιρέσεις του άρθρου 5 παρ. 2 του Ν. 2472/1997 για την κοινοποίηση τους από τον κατηγορούμενο στον προανακριτικό υπάλληλο και την εν συνεχεία συμπερίληψη τους στην προανακριτική δικογραφία. Επομένως, απ’ όσα εκτέθηκαν παραπάνω προκύπτει η τέλεση της αποδιδόμενης στον κατηγορούμενο πράξης, απορριπτόμενων ως αβασίμων των εξετασθέντων ανωτέρω αντιθέτων ισχυρισμών του τελευταίου και γι’ αυτό πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος, υπό τις ελαφρυντικές όμως περιστάσεις του όρθρου 84 παρ. 2α’ του ΠΚ δηλαδή του προτέρου εντίμου βίου, καθόσον το Δικαστήριο δέχεται ότι έως τον χρόνο τέλεσης της επίδικης πράξης του έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, ενώ απουσίαζε από την ζωή του οποιαδήποτε κοινωνική εκτροπή." Στη συνέχεια, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα της παραπάνω πράξεως με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 α’ ΠΚ (πρότερος έντιμος βίος) και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία. Με αυτά που δέχτηκε το ανωτέρω δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις ως άνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικό περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της παραβάσεως του άρθρου 22 παρ. 4 του ν. 2472/97 για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφήρμοσε των άρθρων 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 84 παρ. 2 α’ ΠΚ και 2 στοιχ. α, ε και θ, 11 και 22 παρ. 4 ν. 2472/97, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και δεν παρεβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου. Ειδικότερα: α) Με τη συνοπτική αναφορά του περιεχομένου εκάστου εκ των οκτώ (8) επίμαχων εγγράφων και την περαιτέρω παραδοχή ότι αυτά αποτελούσαν μέρος του συνόλου του ατομικού φακέλλου πειθαρχίας του εγκαλούντος και περιείχαν δεδομένα αναφερόμενα σε πειθαρχική του υπόθεση, το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, με πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία δέχτηκε ότι αυτά (έγγραφα) αποτελούν απόρρητα προσωπικά δεδομένα του εγκαλούντος, ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας έτσι ορθά το άρθρο 1 στοιχ. α του ν. 2472/97 όσον αφορά την έννοια των απλών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, στην οποία υπάγονται και αυτά που αφορούν πειθαρχικές διώξεις ή εκδοθείσες σε βάρος του υποκειμένου πειθαρχικές αποφάσεις, το γεγονός δε ότι ο αναιρεσείων είχε χειριστεί, στα πλαίσια των υπηρεσιακών του καθηκόντων, την πειθαρχική υπόθεση του εγκαλούντος, την οποία τα έγγραφα αυτά αφορούν, δεν καθιστά αυτά προσωπικά δεδομένα και του ιδίου, ως αβάσιμα ισχυρίζεται ενώ, το γεγονός ότι το με στοιχ. 8 έγγραφο δεν αφορά τον εγκαλούντα αλλά πρόσωπο ονόματι Π. Α. ουδεμία ασκεί έννομη επιρροή, αφού το αδίκημα του άρθρου 22 παρ. 4 του ν. 2472/97 διώκεται αυτεπαγγέλτως. β) Με την αιτιολογία ότι "... Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι τα έγγραφα αυτά ο εγκαλών είχε ήδη καταστήσει γνωστά στις αρχές με την κοινοποίηση της από 10-2-06 προσφυγής του σε δημόσιες υπηρεσίες και επρόκειτο για διοικητικά έγγραφα τα οποία νομίμως είχαν περιέλθει σ’ αυτόν (κατηγορούμενο) κατά την άσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων και επομένως δημοσιοποιήθηκαν σε τρίτους με τη συγκατάθεση του, είναι αβάσιμος και απορρίπτεται, διότι ναι μεν η από 10-2-06 προσφυγή είχε κοινοποιηθεί από τον Γ. Ν. στις αρμόδιες υπηρεσίες, ωστόσο αφορούσε αυστηρά προσωπική πειθαρχική του υπόθεση, την έρευνα της οποίας είχε επιληφθεί ο κατηγορούμενος κατά την άσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων και με την περαίωση της είχε τεθεί στον ατομικό υπηρεσιακό φάκελο του εγκαλούντος που τηρείται στο προαναφερθέν Αρχείο ...", πλήρως και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά αιτιολογείται γιατί τα περιεχόμενα στα επίμαχα έγγραφα προσωπικά δεδομένα του εγκαλούντος δεν απώλεσαν τον απόρρητο χαρακτήρα τους με την γνωστοποίηση τους από τον ίδιο προς τις δημόσιες υπηρεσίες, στις οποίες απευθύνονταν η από 10-2-06 προσφυγή του, αφού σαφώς γίνεται δεκτό ότι η εν λόγω δημοσιοποίηση έγινε προς τις επιλεγείσες αυστηρά από τον ίδιο (εγκαλούντα) υπηρεσίες και αποκλειστικά και μόνο για την υποστήριξη αυστηρά προσωπικής του υπόθεσης (για την οποία τα έγγραφα αυτά ήταν αναγκαία), με συνέπεια τη διατήρηση του απόρρητου χαρακτήρα τους. γ) Ορθά με πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση προσέδωσε στον αναιρεσείοντα την ιδιότητα του "τρίτου" με τις παραδοχές αφενός ότι η πειθαρχική υπόθεση του εγκαλούντος (την οποία είχε χειριστεί ο αναιρεσείων) είχε περαιωθεί και τεθεί στον ατομικό υπηρεσιακό πειθαρχικό φάκελο του τελευταίου, που τηρείται στο, συσταθέν κατ’ εφαρμογή του ν. 2713/99, Αρχείο, όπου τηρούνται οι απόρρητοι ατομικοί φάκελοι των Αξιωματικών της ΕΛΑΣ και αφετέρου ότι αυτός (αναιρεσείων) δεν ενήργησε υπό την υπηρεσιακή του ιδιότητα και ως αρμόδιος χειριστής κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του αλλά ως πρόσωπο καλούμενο από ανακριτικές αρχές προς διερεύνηση ατομικής ποινικής του υπόθεσης, παραδοχές οι οποίες αναμφισβήτητα προσδίδουν στον αναιρεσείοντα την ιδιότητα του "τρίτου" κατ’ άρθρ. 2 στοιχ. θ του ν. 2472/97, ως αναλυτικά στη μείζονα σκέψη εκτίθεται, δ) Ενόψει του ότι τα επίμαχα έγγραφα εμπίπτουν στην έννοια των διοικητικών εγγράφων του άρθρου 5 του ν. 2690/99 περί Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, έπρεπε να αναζητηθούν, ως ορθά δέχεται και η προσβαλλομένη απόφαση, κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο, με έγγραφη δηλαδή αίτηση προς τον υπεύθυνο επεξεργασίας τους, προϋπόθεση την οποία άλλωστε απαιτεί και το άρθρο 4 παρ. 1 α του ν. 2472/97, σύμφωνα με το οποίο "τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο ...". Επομένως, εφόσον, σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, ο αναιρεσείων δεν υπέβαλε αρμοδίως αίτηση (προς τους αναφερόμενους ειδικότερα στην προσβαλλομένη υπεύθυνο επεξεργασίας ή αμέσους προϊσταμένους του) για να του χορηγηθούν τα συγκεκριμένα έγγραφα στοιχεία αλλά αυτοβούλως παρέλαβε αυτά από τον πειθαρχικό φάκελο του εγκαλούντα, αναπαράγοντάς τα με τη μέθοδο της φωτοτυπήσεως και στη συνέχεια τα προσκόμισε προς τον διενεργούντα προκαταρκτική σε βάρος του εξέταση Αστυνόμο Β’ Δ. Λ., το Δικαστήριο που την εξέδωσε, προκειμένου να οδηγηθεί σε κατάφαση της ενοχής του, δεν όφειλε, ως αβάσιμα υποστηρίζει, να αιτιολογήσει την έλλειψη εννόμου συμφέροντος του για την επιτρεπτή, κατά τους ισχυρισμούς του, επεξεργασία των ενδίκων προσωπικών δεδομένων του εγκαλούντος, αφού η κατ’ άρθρ. 5 παρ. 2 περ. ε’ του ν. 2472/97 επιτρεπόμενη κατ’ εξαίρεση επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (όταν δηλαδή είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του εννόμου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή, ως εν προκειμένω, ο τρίτος) λαμβάνει μεν χώρα χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων, προϋποθέτει όμως, ως αναλυτικά εκτίθεται στη μείζονα σκέψη, την προηγούμενη θεμιτή και νόμιμη συλλογή τους, προϋπόθεση που, κατά τις ανωτέρω παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, δεν τηρήθηκε στην προκειμένη περίπτωση καίτοι ήταν αναγκαία. ε) Σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, ναι μεν ο κατηγορούμενος-αναιρεσείων, κατά την άσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων, είχε χειριστεί νομίμως την πειθαρχική υπόθεση του εγκαλούντος, στην οποία αφορούσαν τα επίμαχα έγγραφα, πλην όμως η αναπαραγωγή αυτών έγινε κατόπιν προσβάσεως του και έρευνας αυτού στο Αρχείο, που είχε νομίμως συσταθεί κατ’ εφαρμογή του ν. 2713/99 στο Αρχηγείο της ΕΛΑΣ και όπου τηρούνταν οι απόρρητοι φάκελοι των Αξιωματικών της ΕΛΑΣ και όχι πλέον υπό την ανωτέρω υπηρεσιακή του ιδιότητα και κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του, αφού η πειθαρχική υπόθεση του εγκαλούντος είχε περαιωθεί και αρχειοθετηθεί, αλλά, ως έχει ήδη λεχθεί, υπό την ιδιότητα του "τρίτου". Από τις ανωτέρω παραδοχές της προσβαλλομένης, οι οποίες ειδικώς αιτιολογούνται και ουδόλως αντιφάσκουν μεταξύ τους, σαφώς γίνεται δεκτό ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του εγκαλούντος, που κατέστησαν προσιτά σε τρίτους από τον κατηγορούμενο-αναιρεσείοντα, περιείχοντο σε "αρχείο" προσωπικών δεδομένων, στο οποίο υπήρξε ανεπίτρεπτη επέμβαση εκ μέρους του και επομένως, παρά τα αντίθετα υπ’ αυτού υποστηριζόμενα, στοιχειοθετείται εν προκειμένω η νομοτυπική μορφή του εγκλήματος για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος, ήτοι αυτού της παραβάσεως του άρθρου 22 παρ.4 ν. 2472/97, το οποίο η προσβαλλομένη απόφαση ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου. Επομένως, άπαντες οι σχετικοί εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ ΚΠΔ λόγοι της ένδικης αίτησης αναιρέσεως περί ελλείψεως αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 2, 5 παρ. 2 περ. ε’ και 22 παρ. 4 του ν. 2472/97, πρέπει ν’ απορριφθούν ως αβάσιμοι. Οι λοιπές διαλαμβανόμενες σ’ αυτή αιτιάσεις πλήττουν, υπό το πρόσχημα της ελλείψεως αιτιολογίας, την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και γι’ αυτό απορριπτέες τυγχάνουν ως απαράδεκτες. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (αρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 29 Ιανουαρίου 2014 αίτηση του Β. Μ. του Ι., για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 9451/25-11-2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. ........