Κυριακή 29 Ιουλίου 2012

On-line public consultation on "specific aspects of transparency, traffic management and switching in an Open Internet"


The European Commission opened up a public consultation on open network issues. In particular, it is seeking answers to questions on specific aspects of transparency, traffic management and switching in an Open Internet.

Who can reply to this consultation?

- Ministries responsible for telecommunications, Internet and consumer protection
- National regulators
- Internet network and service providers
- Internet content and applications providers
- Consumers, users and their associations and organisations providing service information to consumers (e.g. comparison websites).


Purpose of the consultation


This public consultation seeks responses to specific questions on transparency, switching and certain aspects of traffic management which emerged as key issues in the net neutrality debate that has taken place in Europe over the past years.

The EU regulatory framework for electronic communications as reviewed in 2009 enshrines as a policy objective the end-users' ability to access and distribute information or run applications and services of their choice. It also modernises the provisions regarding ease of switching, transparency and quality of service, and gives National Regulatory Authorities (NRAs) tools to deal with net neutrality issues. Under the Universal Service Directive, NRAs dispose of a competence to set minimum quality of service requirements and are also empowered to settle disputes between market players.

The Commission launched a broad public consultation on 'The open Internet and net neutrality in Europe' in summer 2010 followed by a joint summit with the European Parliament in November 2010. In April 2011 the Commission adopted its Communication 'The open Internet and net neutrality in Europe' (1), and on 29 May 2012 the Body of European Regulators of Electronic Communications (BEREC) published the results of its traffic management investigation (2) undertaken upon the Commission's request. In addition, BEREC has looked into quality of service (3), transparency (4), competition issues (5) and IP interconnection (6) in the context of net neutrality. BEREC further issued a report on best practices to facilitate consumer switching (7), where it concluded that for competition to be able to deliver effective outcomes for consumers it was essential to ensure transparency for consumers and called inter alia for a minimisation of unnecessary switching costs and barriers.

The BEREC Traffic Management Investigation results provide a good overview of traffic management practices in Europe. The most frequently reported restrictions are the blocking and/or throttling of peer-to-peer (P2P) traffic, on both fixed and mobile networks, and the blocking of VoIP (Internet telephony) traffic on mobile networks. Over 400 operators participated in the investigation which showed that at least 20% of all Internet users, and potentially up to half of EU mobile broadband users, have contracts that allow their Internet service provider (ISP) to restrict services like VoIP or P2P. According to the BEREC report among those fixed and mobile operators with contractual restrictions on P2P 96% and 88%, respectively, enforce them technically. Contractual restrictions on VoIP are technically enforced by more than half (56%) of the mobile operators with such restrictions in their contracts.

In the light of the BEREC results, the Commission concluded that the problems identified warrant targeted action to safeguard and empower consumers. Moreover, all market players need more regulatory certainty to promote the efficient use of networks, infrastructure investments and the development of new business models. The Commission considers regulatory intervention in competitive markets as inappropriate unless it is the only way to solve problems. In a competitive environment consumers are able to change their operator if the latter does not provide the wanted services or restricts their Internet access. For competition to become effective consumers need to be well informed about the characteristics of the services they are offered and they – or at least a sufficient number of them to constrain a given operator - must be able to easily switch between services and service providers.

In order to allow consumers to have access to Internet service offers that truly meet their needs and to enable them to effectively exercise their choices, the Commission is envisaging policy measures addressing the issues of transparency, switching and certain aspects of traffic management, including deep packet inspection (DPI). DPI technologies examine different layers (header and content) of data packets to decide whether a packet may pass or needs to be routed to a different destination. DPI can be used to protect the network and users against malware (viruses etc.) but also to block or slow down other data packets. Union-wide guidance on these issues would avoid diverging approaches in the Member States and a fragmentation of the Digital Single Market.

In view of the previous extensive consultation this consultation focuses on factual information and best practices regarding the relevant issues of transparency, switching and traffic management. The responses from stakeholders are crucial input into the Commission's future actions in this area.

Online questionnaire for Citizens

Online questionnaire for Organisations and Public Authorities


View the questionnaire in PDF




Σάββατο 21 Ιουλίου 2012

Εφαρμογές δικηγορικών γραφείων για κινητά τηλέφωνα





H διάδοση των «έξυπνων» κινητών τηλεφώνων (smartphones) σε μεγάλο αριθμών συνδρομητών κινητής τηλεφωνίας έχει ως συνέπεια νέες, πρωτόγνωρες δυνατότητες για την προβολή του δικηγορικού γραφείου. Ειδικότερα, οι δικηγορικές εταιρίες και τα δικηγορικά γραφεία μπορούν να αναπτύξουν εφαρμογές (Apps) για κινητά τηλέφωνα διαφόρων προμηθευτών και να κερδίσουν έτσι το κοινό. Τα οφέλη είναι πολλαπλά, καθώς με τη δημιουργία εφαρμογών αυξάνεται η προστιθέμενη αξία του δικηγορικού γραφείου, το οποίο δραστηριοποιείται σε μια καινούργια αγορά και προσελκύει νέους πελάτες, ενώ παράλληλα αυξάνεται ο κύκλος εργασιών και, συνακόλουθα, τα έσοδα του γραφείου.

Ωστόσο, όλα τα δικηγορικά γραφεία και εταιρίες δεν αποδίδουν τη δέουσα σημασία στις κινητές εφαρμογές. Σύμφωνα με μια έρευνα της Κ. Tasso στο Ην. Βασίλειο, πολλά γραφεία δεν έχουν φροντίσει ώστε οι ιστοσελίδες που διαθέτουν να μπορούν να αναγνωστούν από κινητά τηλέφωνα και φορητές συσκευές, όπως λ.χ., Blackberrys, iPhone, iPad και Kindle, ενώ άλλα γραφεία, στην προσπάθεια τους να βρεθούν στην αιχμή της τεχνολογίας δημιούργησαν κακές εφαρμογές για κινητά τηλέφωνα. Ωστόσο, σύμφωνα με την πρόβλεψη της ως άνω συγγραφέως, σε δέκα έτη δεν θα υπάρχει καμία διαφορά μεταξύ πρόσβασης στο Διαδίκτυο από η/υ και από φορητές συσκευές και για αυτό, τα δικηγορικά γραφεία πρέπει να φροντίζουν ώστε τουλάχιστον οι ιστοχώροι που διατηρούν να μπορούν να αναγνωστούν από κινητά τηλέφωνα και φορητές συσκευές.

Βεβαίως, οι κινητές εφαρμογές κοστίζουν αρκετά και δεν υπάρχουν έτοιμες λύσεις για τη δημιουργία τους, ενώ όταν δεν σχεδιάζονται σωστά, λειτουργούν αρνητικά ως προς την εικόνα του δικηγορικού γραφείου.

Δευτέρα 16 Ιουλίου 2012

ΔΕΕ: Νόμιμη η μεταπώληση άδειας χρήσεως προγράμματος η/υ





Το Δικαστήριο της ΕΕ στην απόφαση της 3ης Ιουλίου 2012 (υπόθεση C-128/11, UsedSoft GmbH κατά Oracle) έκρινε ότι είναι νόμιμη η μεταπώληση άδειας χρήσεως προγράμματος η/υ, το οποίο μεταφορτώνει ένας χρήστης από το Διαδίκτυο. Με τη νομολογία αυτή του ΔΕΕ καθίσταται πλέον σαφές ότι είναι δυνατή μεταπώληση τυποποιημένου λογισμικού, ακόμα και αν στην άδεια χρήσης αναφέρεται ότι το δικαίωμα χρήσεως του λογισμικού που παραχωρείται είναι μη εκχωρήσιμο, όπως συμβαίνει κατά κανόνα στις συμβάσεις τυποποιημένου λογισμικού (βλ. Ιγγλεζάκη, Δίκαιο της πληροφορικής, β΄εκδ. (2008), εκδ. Σάκκουλα, σελ 124 επ.).

Το ζήτημα αυτό ήταν ασαφές και ιδίως ήταν ασαφές αν μπορούσε να παραχωρηθεί σε άλλο χρήστη λογισμικό από το Διαδίκτυο. Η απόφαση αυτή αναμένεται να απασχολήσει την επιστήμη του δικαίου και κυρίως τους νομικούς που ασχολούνται με το δίκαιο της πληροφορικής, καθώς ανατρέπει τη συνήθη πρακτική των ρητρών που διατυπώνουν οι εταιρίες πληροφορικής, στην προσπάθειά τους να εμποδίσουν τη μεταπώληση ή δωρεάν διάθεση του λογισμικού από τον έναν χρήστη στον άλλο.

Στη θεωρία επιχειρήθηκε να αντιμετωπισθεί η ρήτρα αυτή με τον έλεγχο καταχρηστικότητας ΓΟΣ, ωστόσο, στην προκειμένη υπόθεση βρίσκει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2 της οδηγίας 2009/24 για τη νομική προστασία των προγραμμάτων η/υ, η οποία προβλέπει ότι η "η πρώτη πώληση στην Κοινότητα αντιγράφου ενός προγράμ­ματος ηλεκτρονικού υπολογιστή από τον δικαιούχο του ή με τη συγκατάθεσή του, εξαντλεί το δικαίωμα διανομής του αντιγράφου αυτού εντός της Κοινότητας, εξαιρουμένου του δικαιώματος ελέγ­χου της περαιτέρω εκμίσθωσης του προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή ή αντιγράφου του" (βλ. και άρθρο 3 παρ. 1 περ. δ΄, εδ. β΄ν. 2121/1993).

Τα πραγματικά περιστατικά της δίκης έχουν, εν συντομία, ως εξής: Η εταιρία Oracle αναπτύσσει και πωλεί προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών. Έχει τα αποκλειστικά δικαιώματα χρήσεως των προγραμμάτων αυτών ως δημιουργός τους βάσει των διατάξεων περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Ε Η Oracle πωλεί, στο 85 % των περιπτώσεων, τα επίμαχα στην υπόθεση της κύριας δίκης προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών, ήτοι λογισμικό για βάσεις δεδομένων, χρησιμοποιώντας τη δυνατότητα μεταφορτώσεως μέσω του Διαδικτύου. Οι συμβάσεις που συνάπτει η Oracle σε σχέση με τα επίμαχα προγράμματα περιλαμβάνουν, υπό τον τίτλο «Παραχώρηση δικαιώματος χρήσεως», την ακόλουθη ρήτρα: «Η καταβολή του τιμήματος για τις υπηρεσίες εξασφαλίζει, αποκλειστικά προς εξυπηρέτηση της εσωτερικής λειτουργίας της επιχειρήσεώς σας, ένα χρονικώς απεριόριστο, μη αποκλειστικό, μη εκχωρήσιμο, δωρεάν δικαίωμα χρήσεως όλων των προϊόντων που η Oracle αναπτύσσει και θέτει στη διάθεσή σας βάσει της παρούσας συμβάσεως».

Από την άλλη πλευρά, η UsedSoft εμπορεύεται μεταχειρισμένες άδειες για προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών, μεταξύ των οποίων και άδειες χρήσεως των επίμαχων στην υπόθεση της κύριας δίκης προγραμμάτων της Oracle. Προς τον σκοπό αυτό, η UsedSoft αγοράζει από πελάτες της Oracle τέτοιες άδειες χρήσεως. Τον Οκτώβριο του 2005, η UsedSoft ανακοίνωσε «ειδική προσφορά για προϊόντα Oracle», στο πλαίσιο της οποίας πρότεινε προς πώληση «ήδη χρησιμοποιημένες» άδειες για τα επίμαχα στην υπόθεση της κύριας δίκης προγράμματα της Oracle.

Η Oracle άσκησε ενώπιον του Landgericht München I αγωγή με αίτημα να παύσει η UsedSoft να εφαρμόζει τις εμπορικές πρακτικές που προαναφέρθηκαν. Το δικαστήριο αυτό έκανε δεκτό το αίτημα της Oracle. Η έφεση της UsedSoft κατά της σχετικής αποφάσεως απορρίφθηκε. Κατόπιν τούτου, η UsedSoft άσκησε αναίρεση ενώπιον του γερμανικού Ακυρωτικού (Bundesgerichtshof.), το οποίο υπέβαλε προδικαστικό ερώτημα προς το ΔΕΕ. Κατά το αιτούν δικαστήριο, οι ενέργειες τόσο της UsedSoft όσο και των πελατών της θίγουν το αποκλειστικό δικαίωμα της Oracle να πραγματοποιεί ή να επιτρέπει είτε τη μόνιμη είτε την προσωρινή αναπαραγωγή των προγραμμάτων της, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2009/24. Κατά το ίδιο πάντοτε δικαστήριο, οι πελάτες της UsedSoft δεν μπορούν να στηριχθούν, για την αναπαραγωγή των επίμαχων προγραμμάτων, σε δικαίωμα το οποίο τους έχει μεταβιβαστεί εγκύρως από την Oracle. Συγκεκριμένα, από τις συμβάσεις που συνάπτει η Oracle για την παραχώρηση άδειας χρήσεως προκύπτει ότι το δικαίωμα χρήσεως των προγραμμάτων είναι «μη εκχωρήσιμο». Κατά συνέπεια, δεν επιτρέπεται στους πελάτες της Oracle να μεταβιβάσουν σε τρίτους το δικαίωμα αναπαραγωγής των προγραμμάτων αυτών. Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η έκβαση της διαφοράς της κύριας δίκης εξαρτάται από το ζήτημα αν οι πελάτες της UsedSoft μπορούν να επικαλεστούν επιτυχώς το άρθρο 69d, παράγραφος 1, του UrhG, το οποίο μεταφέρει στο γερμανικό δίκαιο το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/24 (αφορά την ανάλωση του δικαιώματος διανομής).

Το πρώτο προδικαστικό ερώτημα ήταν αν, και υπό ποιες προϋποθέσεις, η μεταφόρτωση από το Διαδίκτυο, με την άδεια του δικαιούχου, ενός αντιγράφου προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή συνεπάγεται ανάλωση του δικαιώματος διανομής του αντιγράφου αυτού εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2009/24.

Το Δικαστήριο κάνει τη διαπίστωση ότι, σε μια περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, η μεταβίβαση από τον δικαιούχο ενός αντιγράφου προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή στον πελάτη, σε συνδυασμό με τη σύναψη, μεταξύ των ίδιων μερών, συμβάσεως για την παραχώρηση άδειας χρήσεώς του, συνιστά «πρώτη πώληση ενός αντιγράφου προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή» κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2009/24.

Το ΔΕΕ επίσης σημειώνει ότι από οικονομικής απόψεως, η πώληση προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή με τη μορφή CD-ROM ή DVD και η πώλησή του μέσω μεταφορτώσεως από το Διαδίκτυο είναι παρεμφερείς. Πράγματι, η διαδικτυακή μετάδοση είναι το λειτουργικό ισοδύναμο της παραδόσεως ενός υλικού φορέα δεδομένων. Η ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2009/24 υπό το πρίσμα της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως επιβεβαιώνει ότι ο προβλεπόμενος στην εν λόγω διάταξη κανόνας της αναλώσεως του δικαιώματος διανομής παράγει αποτελέσματα μετά την πρώτη πώληση ενός αντιγράφου προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή εντός της Ένωσης από τον δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του, ανεξαρτήτως του ζητήματος αν το αντικείμενο της πωλήσεως είναι υλικό ή άυλο αντίγραφο του οικείου προγράμματος.

Η απάντηση που δίδει στο εν λόγω ερώτημα είναι ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2009/24 έχει την έννοια ότι το δικαίωμα διανομής του αντιγράφου ενός προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή αναλώνεται εφόσον ο δικαιούχος του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας, ο οποίος επέτρεψε, έστω και δωρεάν, τη μεταφόρτωση του αντιγράφου αυτού από το Διαδίκτυο σε μέσο αποθηκεύσεως δεδομένων, παρέσχε επίσης, έναντι της καταβολής τιμήματος που συμφωνήθηκε προκειμένου να του εξασφαλιστεί αμοιβή αντίστοιχη προς την οικονομική αξία του αντιγράφου του έργου του οποίου είναι κύριος, και χρονικώς απεριόριστο δικαίωμα χρήσεως του εν λόγω αντιγράφου.

Παραπέρα, με το πρώτο και το τρίτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσία να διευκρινιστεί αν, και υπό ποιες προϋποθέσεις, ο αγοραστής μεταχειρισμένων αδειών, όπως αυτών που πωλεί η UsedSoft για τη χρήση προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών, μπορεί, λόγω της επελεύσεως της προβλεπόμενης στο άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2009/24 αναλώσεως του δικαιώματος διανομής, να θεωρηθεί «πρόσωπο που απέκτησε νομίμως» κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/24, με συνέπεια να απολαύει του δικαιώματος αναπαραγωγής του οικείου προγράμματος στο πλαίσιο μιας σύμφωνης προς τον προορισμό του προγράμματος χρησιμοποιήσεώς του.

Η απάντηση που δίδεται είναι ότι τα άρθρα 4, παράγραφος 2, και 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/24 έχουν την έννοια ότι, σε περίπτωση που μεταπωλείται άδεια χρήσεως προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, με συνέπεια τη μεταπώληση ενός αντιγράφου του το οποίο είχε μεταφορτωθεί από τον ιστότοπο του δικαιούχου του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας στο Διαδίκτυο, και η ως άνω άδεια είχε παραχωρηθεί στον πρώτο αγοραστή από τον δικαιούχο για χρονικώς απεριόριστη χρήση και έναντι της καταβολής τιμήματος που συμφωνήθηκε προκειμένου να εξασφαλιστεί στον δικαιούχο αμοιβή αντίστοιχη προς την οικονομική αξία του εν λόγω αντιγράφου του έργου του, ο δεύτερος αγοραστής της άδειας αυτής, όπως και κάθε μεταγενέστερος αγοραστής της, μπορούν να επικαλεστούν την προβλεπόμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2009/24 ανάλωση του δικαιώματος διανομής και, ως εκ τούτου, να θεωρηθούν πρόσωπα που νομίμως απέκτησαν αντίγραφο προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας, οπότε απολαύουν του δικαιώματος αναπαραγωγής όπως κατοχυρώνεται με την τελευταία αυτή διάταξη.

Βλ. σχετικά: Was das EuGH-Urteil zu Gebrauchtsoftware bedeutet