Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2012

To δικαίωμα στην ψηφιακή λήθη


(Προδημοσίευση από το περιοδικό Συνήγορος, τεύχος 94/2012).
Ιωάννη Δ. Ιγγλεζάκη
Επ. Καθηγητή ΑΠΘ
Δικηγόρου




Μία σημαντική καινοτομία της πρότασης Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την προστασία δεδομένων, ο οποίος πρόκειται να αντικαταστήσει την οδηγία 95/46/ΕΚ για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, είναι η εισαγωγή του δικαιώματος στην ψηφιακή λήθη, δηλ. του δικαιώματος των φυσικών πρόσωπων «να λησμονηθούν», σύμφωνα με την ορολογία της πρότασης Κανονισμού (άρθρο 17).

Το δικαίωμα στην ψηφιακή λήθη, το οποίο εισάγεται με την πρόταση Κανονισμού, έχει ιδιαίτερη σημασία. Στη σύγχρονη τεχνολογική πραγματικότητα είναι σχεδόν αδύνατο να διαγράψει κανείς πλήρως το ψηφιακό του παρελθόν, ιδίως λόγω της διάδοσης μεγάλου όγκου προσωπικών πληροφοριών στο πλαίσιο του συμμετοχικού Διαδικτύου (Web 2.0), στο οποίο οι πληροφορίες των χρηστών του Διαδικτύου είναι ευρέως και διαρκώς διαθέσιμες, με αποτέλεσμα να χάνουν τον έλεγχο οι χρήστες επί των πληροφοριών που τους αφορούν.


Στην ψηφιακή εποχή προβάλλει ως απαραίτητο ένα νέο δικαίωμα, το δικαίωμα του πρόσωπου να λησμονηθεί, το οποίο έχει ως περιεχόμενο την αμετάκλητη διαγραφή των προσωπικών τους δεδομένων. Σύμφωνα με την Επιτροπή της ΕΕ, το δικαίωμα αυτό συνίσταται στη δυνατότητα των φυσικών πρόσωπων να ζητήσουν τα δεδομένα που τους αφορούν να μην υποβάλλονται σε επεξεργασία και να διαγραφούν όταν δεν είναι πλέον απαραίτητα για νόμιμους σκοπούς .

Στο άρθρο 17 της πρότασης Κανονισμού ρυθμίζεται εξαντλητικά το δικαίωμα της ψηφιακής λήθης. Ειδικότερα, στην παρ. 1 προβλέπονται οι προϋποθέσεις για τη διαγραφή των προσωπικών δεδομένων και η μη περαιτέρω διάδοσή τους, ιδίως σε σχέση με όσα διατέθηκαν κατά την παιδική ηλικία του, όταν δεν είχε πλήρη επίγνωση των κινδύνων της επεξεργασίας και θέλει αργότερα να τα αφαιρέσει, κυρίως από το Διαδίκτυ . Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο πρέπει να επικαλεστεί έναν από τους παρακάτω λόγους:
α) τα δεδομένα δεν είναι πλέον απαραίτητα σε σχέση με τους σκοπούς για τους οποίους συλλέχθηκαν ή υποβλήθηκαν άλλως πως σε επεξεργασία·
β) το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα αποσύρει τη συγκατάθεση επί της οποίας βασίζεται η επεξεργασία σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο α), ή εάν το χρονικό διάστημα αποθήκευσης για το οποίο παρασχέθηκε συγκατάθεση έληξε, και εάν δεν υπάρχει άλλος νομικός λόγος για την επεξεργασία των δεδομένων·
γ) το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα αντιτάσσεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δυνάμει του άρθρου 19·
δ) η επεξεργασία των δεδομένων δεν είναι σύμφωνη προς τον παρόντα κανονισμό για άλλους λόγους.

Εξαίρεση από το δικαίωμα διαγραφής προβλέπεται στις εξής περιπτώσεις (παρ. 3):
α) για την άσκηση του δικαιώματος ελευθερίας της έκφρασης, η οποία διενεργείται αποκλειστικά για δημοσιογραφικούς σκοπούς ή για σκοπούς καλλιτεχνικής ή λογοτεχνικής έκφρασης·
β) για λόγους δημόσιου συμφέροντος στον τομέα της δημόσιας υγείας σύμφωνα με το άρθρο 81·
γ) για ιστορικούς και στατιστικούς σκοπούς ή για σκοπούς ιστορικής έρευνας·
δ) για την τήρηση εκ του νόμου υποχρεώσεως διατήρησης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα την οποία υπέχει ο υπεύθυνος επεξεργασίας·
ε) στις περιπτώσεις της παρ. 4 .

Ιδιαίτερα αποτελεσματικές είναι οι διοικητικές κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 7 § 5 στοιχ. γ΄, όπου προβλέπεται ότι η αρχή ελέγχου επιβάλλει πρόστιμο ύψους έως 500.000 ευρώ, ή σε περίπτωση επιχείρησης, έως 1% του ετήσιου παγκόσμιου κύκλου εργασιών της, σε οποιονδήποτε που από δόλο ή αμέλεια δεν συμμορφώνεται προς το δικαίωμα των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα να λησμονηθούν ή το δικαίωμα διαγραφής ή δεν θεσπίζει μηχανισμούς ώστε να διασφαλίζεται η τήρηση προθεσμιών ή δεν λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να ενημερώσει τρίτους ότι το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα ζητεί να διαγραφεί κάθε σύνδεσμος, ή αντίγραφο ή αναπαραγωγή των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.


Συμπέρασμα: Το δικαίωμα στην ψηφιακή λήθη, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 17 της πρότασης Κανονισμού είναι ένα ισορροπημένο δικαίωμα, αλλά η πρακτική του εφαρμογή ενέχει πολλές δυσχέρειες, καθώς είναι τεχνικά πολύ δύσκολο να εντοπίσει κανείς όλους τους διαδικτυακούς τόπους, στους οποίους δημοσιεύονται τα προσωπικά δεδομένα των χρηστών και να πετύχει τη διαγραφή τους.







Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2012

Απόφαση ΔΕΕ C-376/11: Νομιμοποίηση κατόχου αδείας που αφορά προηγούμενα δικαιώματα για την καταχώριση ονόματος χώρου .eu


Απόφαση στην υπόθεση C-376/11 Pie Optiek SPRL κατά Bureau Gevers SA, European Registry for Internet Domains ASBL

Σύμφωνα με το ΔΕΕ, στους κατόχους αδειών που µπορούν να προτείνουν την καταχώριση ενός σήµατος ως ονόµατος τοµέα .eu κατά τη διάρκεια της «Sunrise Period» δεν περιλαµβάνονται και τα πρόσωπα που δεν έχουν εξουσιοδοτηθεί να κάνουν εµπορική χρήση του σήµατος αυτού σύµφωνη µε τις λειτουργίες του σήµατος.

Η καταχώριση των ονοµάτων τοµέα ανωτάτου επιπέδου .eu άρχισε στις 7 ∆εκεµβρίου 2005. Γίνεται σύµφωνα µε την αρχή της απόλυτης χρονικής προτεραιότητας, δηλαδή ο πρώτος αιτών έχει προτεραιότητα. Ωστόσο, κατά τους τέσσερις πρώτους µήνες, περίοδο η οποία συµφωνήθηκε να αποκαλείται «Sunrise Period», µόνον οι κάτοχοι προηγούµενων δικαιωµάτων και οι δηµόσιοι φορείς είχαν το δικαίωµα να ζητήσουν την καταχώριση. Εξάλλου, γινόταν διάκριση µεταξύ των κατόχων προηγούµενων δικαιωµάτων. Συγκεκριµένα, κατά τους δύο πρώτους µήνες την καταχώριση µπορούσαν να ζητήσουν µόνον οι δικαιούχοι εθνικών και κοινοτικών σηµάτων καθώς και γεωγραφικών ενδείξεων. Πάντως, οι κάτοχοι αδειών εκµεταλλεύσεως αυτών των σηµάτων ή ενδείξεων µπορούσαν να επωφεληθούν από την προνοµιακή αυτή µεταχείριση. Κατά την ισχύουσα ρύθµιση, η EURid, αρµόδια για τις καταχωρίσεις αρχή, προβαίνει στην καταχώριση των ονοµάτων τοµέα τα οποία ζητούνται από επιχείρηση εγκατεστηµένη σε κράτος µέλος της Ένωσης.

Η αµερικανική εταιρία Walsh Optical πωλεί µέσω του ιστότοπού της στο ∆ιαδίκτυο φακούς επαφής και άλλα οπτικά είδη. Μερικές εβδοµάδες πριν από την έναρξη της «Sunrise Period» είχε καταχωρίσει το σήµα Μπενελούξ «Lensworld». Εξάλλου, συνήψε «σύµβαση παραχωρήσεως άδειας χρήσεως» µε την Bureau Gevers, βελγική εταιρία η οποία δραστηριοποιείται στην παροχή συµβουλών στον τοµέα της πνευµατικής ιδιοκτησίας. Σύµφωνα µε τη σύµβαση, η Bureau Gevers όφειλε να προβεί στην καταχώριση ονόµατος τοµέα .eu στο όνοµά της µεν, αλλά για λογαριασµό της Walsh Optical. Ως εκ τούτου, στις 7 ∆εκεµβρίου 2005, πρώτη ηµέρα της «Sunrise Period», η Bureau Gevers κατέθεσε το όνοµα τοµέα «lensworld.eu» στην EURid. Στις 10 Ιουλίου 2006, αυτό το όνοµα τοµέα καταχωρίστηκε για την Bureau Gevers.

Η βελγική εταιρία Pie Optiek, η οποία δραστηριοποιείται στην πώληση φακών επαφής, γυαλιών και άλλων οπτικών προϊόντων µέσω του ∆ιαδικτύου, επίσης κατέθεσε, στις 17 Ιανουαρίου 2006, το όνοµα τοµέα «lensworld.eu» στην EURid. Λίγο νωρίτερα, είχε επίσης ζητήσει την καταχώριση εικονιστικού σήµατος της Μπενελούξ που περιλαµβάνει το λεκτικό σηµείο «Lensworld». Ωστόσο, η EURid απέρριψε την αίτηση αυτή λόγω της χρονικής προτεραιότητας της αιτήσεως της Bureau Gevers. Η Pie Optiek υποστηρίζει τώρα ότι η Bureau Gevers ενήργησε για κερδοσκοπικούς λόγους και καταχρηστικώς.

Στο πλαίσιο αυτό, το Cour d’appel de Bruxelles (Βέλγιο), που επιλήφθηκε εφέσεως στη διαφορά αυτή, ζητεί από το ∆ικαστήριο να διευκρινίσει το περιεχόµενο της έννοιας του «κατόχου άδειας που αφορά προηγούµενα δικαιώµατα» δικαιουµένου να ζητήσει την καταχώριση κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσεως της «Sunrise Period».
Καταρχάς, το ∆ικαστήριο διαπιστώνει ότι ο όρος «κάτοχος άδειας» δεν ορίζεται από το δίκαιο της Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό, το ∆ικαστήριο υπενθυµίζει ότι ο τοµέας ανωτάτου επιπέδου .eu δηµιουργήθηκε προκειµένου να αποκτήσει η εσωτερική αγορά µεγαλύτερη προβολή στην εικονική αγορά η οποία βασίζεται στο ∆ιαδίκτυο, παρέχοντας µια σαφώς αναγνωρίσιµη σύνδεση µε την Ένωση, καθώς και επιτρέποντας στις επιχειρήσεις, στους οργανισµούς και στα φυσικά πρόσωπα εντός της Ένωσης να προβαίνουν σε καταχωρίσεις σε έναν ειδικό τοµέα ο οποίος θα καθιστά την εν λόγω σύνδεση εµφανή.

Βάσει αυτού του σκοπού, καταχωρίζονται στον τοµέα ανωτάτου επιπέδου .eu τα ονόµατα τοµέα που ζητούνται από οποιαδήποτε επιχείρηση η οποία έχει την καταστατική της έδρα, την κεντρική της διοίκηση ή την κύρια εγκατάστασή της εντός της Ένωσης, από οποιονδήποτε οργανισµό ο οποίος είναι εγκατεστηµένος εντός της Ένωσης, υπό την επιφύλαξη του εφαρµοστέου εθνικού δικαίου, καθώς και από οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο που είναι κάτοικος της Ένωσης. Οι εν λόγω επιχειρήσεις, οργανισµοί και φυσικά πρόσωπα αποτελούν επιλέξιµα µέρη δυνάµενα να καταχωρίσουν ένα ή πλείονα ονόµατα τοµέα στον τοµέα .eu. Όσον αφορά τους κατόχους προηγούµενων δικαιωµάτων, µόνον όσοι έχουν την καταστατική τους έδρα, την κεντρική τους διοίκηση, την κύρια εγκατάστασή τους ή την κατοικία τους εντός της Ένωσης είναι επιλέξιµοι να ζητήσουν την καταχώριση, κατά τη διάρκεια της «Sunrise Period», ενός ή πλειόνων ονοµάτων τοµέα στον τοµέα ανωτάτου επιπέδου .eu. Οµοίως, οι κάτοχοι αδειών που αφορούν προηγούµενα δικαιώµατα είναι επιλέξιµοι µόνον αν αναποκρίνονται στο κριτήριο της παρουσίας στο έδαφος της Ένωσης και να διαθέτουν, στη θέση του δικαιούχου, τουλάχιστον εν µέρει ή/και προσκαίρως, το επίµαχο προηγούµενο δικαίωµα.

Πράγµατι, θα αντέβαινε στους σκοπούς της οικείας ρυθµίσεως η παροχή, σε δικαιούχο προηγούµενου δικαιώµατος ο οποίος δεν ανταποκρίνεται στο κριτήριο της παρουσίας στο έδαφος της Ένωσης, της δυνατότητας να ζητήσει την καταχώριση τοµέα .eu µέσω προσώπου που ανταποκρίνεται µεν σε αυτό το κριτήριο παρουσίας αλλά δεν διαθέτει, έστω και εν µέρει ή προσκαίρως, το εν λόγω δικαίωµα.

Εξάλλου, το ∆ικαστήριο κρίνει ότι µια σύµβαση µε την οποία ο αντισυµβαλλόµενος, που καλείται «κάτοχος άδειας», υποχρεούται, έναντι αµοιβής, να καταβάλει εύλογες προσπάθειες ώστε να καταθέσει αίτηση και να επιτύχει την καταχώριση ενός ονόµατος τοµέα .eu, για τον δικαιούχο σήµατος προσοµοιάζει περισσότερο σε σύµβαση παροχής υπηρεσιών παρά σε σύµβαση παραχωρήσεως άδειας χρήσεως. Αυτό ισχύει κατά µείζονα λόγο όταν η σύµβαση δεν παρέχει στον εν λόγω κάτοχο άδειας κανένα δικαίωµα να χρησιµοποιεί εµπορικώς το σήµα αυτό.

Εποµένως, µια τέτοια σύµβαση δεν µπορεί να θεωρηθεί ως σύµβαση παραχωρήσεως άδειας εκµεταλλεύσεως κατά το δίκαιο των σηµάτων. Ως εκ τούτου, ο αντισυµβαλλόµενος που έχει ως αποστολή την καταχώριση ενός ονόµατος τοµέα .eu για τον δικαιούχο του επίµαχου σήµατος δεν µπορεί να χαρακτηριστεί ως «κάτοχος άδειας που αφορά προηγούµενα δικαιώµατα» κατά την έννοια της ισχύουσας ρυθµίσεως.