Η παραπάνω απόφαση αφορά το ζήτημα της ευθύνης ιδιοκτήτη διαδικτυακής σύνδεσης, o οποίος διατηρεί σε λειτουργία ασύρματο δίκτυο (Wi-Fi), ανοικτό στο κοινό και δωρεάν, για την παραβίαση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας από τρίτους - χρήστες του δικτύου, καθώς και κατά πόσο μπορεί να υποχρεωθεί να ασφαλίσει την πρόσβαση στο δίκτυό του με κωδικό πρόσβασης, ώστε να μην γίνεται παράνομη τηλεφόρτωση έργων κατά παράβαση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Στις 16-3-2016 δημοσιεύθηκαν οι προτάσεις του Γεν. Εισαγγελέα του ΔΕΕ (βλ. http://informaticslaw.blogspot.gr/2016/03/blog-post.html) και πλέον με την έκδοση της απόφασης του ΔΕΕ επιλύεται μια σημαντική πτυχή της ευθύνης των παρόχων υπηρεσιών Διαδικτύου.
Η αίτηση προδικαστικής απόφασης υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Tobias Mc Fadden και της Sony Music Entertainment Germany GmbH, όσον αφορά ενδεχόμενη ευθύνη του πρώτου για τη χρήση, από τρίτον, του ασύρματου τοπικού δικτύου [Wireless local area network (WLAN)] που διατηρεί σε λειτουργία ο T. Mc Fadden, προκειμένου να θέσει στη διάθεση του κοινού, χωρίς άδεια, ηχητική εγγραφή που παρήγαγε η Sony Music.
Συγκεκριμένα, ο Τ. Mc Fadden ήταν διευθυντής μιας επιχείρησης πωλήσεως και εκμισθώσεως τεχνικού εξοπλισμού εικόνας και ήχου, διατηρούσε δε σε λειτουργία ασύρματο τοπικό δίκτυο με το οποίο προσέφερε, πλησίον της επιχειρήσεώς του, δωρεάν και ανώνυμη πρόσβαση στο διαδίκτυο, κάνοντας για το σκοπό αυτό χρήση υπηρεσιών επιχειρήσεως τηλεπικοινωνιών. Η πρόσβαση στο ως άνω δίκτυο δεν προστατεύεται ηθελημένα, έτσι ώστε να ελκύεται η προσοχή στην επιχείρησή του των πελατών των παρακείμενων καταστημάτων, των περαστικών και των γειτόνων. Το Σεπτέμβριο του 2010, ένα μουσικό έργο προσφέρθηκε δωρεάν στο διαδίκτυο, χωρίς την άδεια των δικαιούχων του, μέσω του ασύρματου τοπικού δικτύου του Τ. Mc Fadden, ο οποίος ισχυρίσθηκε ότι δεν διέπραξε ο ίδιος την προσαπτόμενη προσβολή, αλλά δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να διαπράχθηκε από κάποιον από τους χρήστες του δικτύου του.
Εν προκειμένω, η Sony Music ήταν παραγωγός της ηχητικής εγγραφής του έργου αυτού και με την ιδιότητά της αυτή, όχλησε, με έγγραφο της 29ης Οκτωβρίου 2010, τον Τ. Mc Fadden ζητώντας τον σεβασμό των δικαιωμάτων της επί της εν λόγω ηχητικής εγγραφής. Στη συνέχεια, ο T. Mc Fadden άσκησε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου αρνητική αναγνωριστική αγωγή (negative Feststellungsklage) και προς απάντηση, η Sony Music άσκησε διάφορες ανταγωγές επί παραλείψει. Με απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2014, εκδοθείσα ερήμην του T. Mc Fadden, το αιτούν δικαστήριο απέρριψε την αγωγή του και δέχθηκε τις ανταγωγές επί παραλείψει της Sony Music. Ακολούθως, ο τελευταίος άσκησε ανακοπή κατά της αποφάσεως αυτής, ισχυριζόμενος ότι αποκλείεται η ευθύνη του δυνάμει των διατάξεων του γερμανικού δικαίου που μεταφέρουν στην εθνική έννομη τάξη το άρθρο 12 παρ. 1 της οδηγίας 2000/31.
Στο πλαίσιο της διαδικασίας ανακοπής, η Sony Music ζήτησε να επικυρωθεί η εκδοθείσα ερήμην απόφαση και, επικουρικώς, στην περίπτωση που δεν γίνει δεκτή από το δικαστήριο άμεση ευθύνη του T. Mc Fadden, να επιδικαστεί σε βάρος του αποζημίωση βάσει της γερμανικής νομολογίας για την έμμεση ευθύνη (Störerhaftung) των διατηρούντων σε λειτουργία ασύρματο τοπικό δίκτυο, τούτο δε διότι δεν έλαβε μέτρα προστασίας του ασύρματου τοπικού δικτύου του και παρείχε έτσι τη δυνατότητα σε τρίτους να προσβάλουν τα δικαιώματα της Sony Music.
Το γερμανικό δικαστήριο δέχθηκε ότι η προσβολή των δικαιωμάτων της Sony Music δεν διεπράχθη προσωπικά από τον T. Mc Fadden, αλλά από άγνωστο χρήστη του ασύρματου τοπικού δικτύου του, ωστόσο, εξέτασε το ενδεχόμενο να υφίσταται έμμεση ευθύνη (Störerhaftung) του, λόγω του ότι ο T. Mc Fadden δεν προστάτευσε το δίκτυό του επιτρέποντας έτσι την ανώνυμη διάπραξη της εν λόγω προσβολής. Το ερώτημα είναι - στο πλαίσιο αυτό - εάν η απαλλαγή από την ευθύνη που προβλέπεται στο άρθρο 12 παρ. 1 της οδηγίας 2000/31 αποκλείει κάθε είδους ευθύνη του T. Mc Fadden.
Κατ' ακολουθία, το Πρωτοδικείο του Μονάχου απηύθυνε μια σειρά προδικαστικά ερωτήματα προς τα ΔΕΕ. Τα πρώτα τρία αφορούν την έννοια "υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας" σύμφωνα με την οδηγία 2000/31 και αν η δραστηριότητα της παροχής πρόσβασης σε ένα ασύρματο δίκτυο εμπίπτει σε αυτήν. Τα υπόλοιπα ερωτήματα αφορούν το κατεξοχήν ζήτημα της ευθύνης του παρέχοντος πρόσβαση σε ένα ασύρματο δίκτυο, μεταξύ των οποίων και το ερώτημα αν μπορεί να εκδοθεί διαταγή κατά των παρόχων της προσβάσεως με την οποία υποχρεώνονται να μην επιτρέπουν στο μέλλον σε τρίτους, μέσω συγκεκριμένης διαδικτυακής συνδέσεως, να θέτουν στη διάθεση του κοινού, σε ομότιμο δίκτυο (peer-to-peer), ορισμένο έργο που προστατεύεται από δικαιώματα του δημιουργού, όπως και εάν μπορεί να εκδοθεί απόφαση εθνικού δικαστηρίου με την οποία ο παρέχων πρόσβαση να υποχρεώνεται, επ’ απειλή χρηματικής ποινής, να παραλείπει στο μέλλον να καθιστά δυνατό σε τρίτους, μέσω συγκεκριμένης διαδικτυακής συνδέσεως, να παρέχουν ηλεκτρονική πρόσβαση, μέσω ιστοσελίδων διαδικτυακών ανταλλαγών, σε ορισμένο έργο το οποίο προστατεύεται από δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας ή σε μέρη αυτού, και με την οποία επαφίεται στον παρέχοντα την πρόσβαση να επιλέξει ποια συγκεκριμένα τεχνικά μέτρα θα λάβει προκειμένου να ανταποκριθεί στη διαταγή αυτή. Και ακόμα, αν ο παρέχων την πρόσβαση δύναται εν τοις πράγμασι να ανταποκριθεί στην απαγόρευση του δικαστηρίου μόνον με τη διακοπή της διαδικτυακής συνδέσεως ή προστατεύοντάς τη με κωδικό προσβάσεως (password) ή ελέγχοντας κάθε επικοινωνία που διεξάγεται μέσω αυτής ως προς το αν το συγκεκριμένο έργο που προστατεύεται από δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας μεταδίδεται εκ νέου παρανόμως.
Το Δικαστήριο δέχθηκε, καταρχήν, ότι υπηρεσίες όπως η δωρεάν παροχή πρόσβασης στο Ίντερνετ μέσω ασύρματου δικτύου αποτελεί υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας, κατά το άρθρο 12 § 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 2 στοιχ. α' της οδηγίας 2000/31 και το άρθρο 1 σημείο 2 της οδηγίας 98/34, εφόσον πραγματοποιείται με σκοπό να διαφημιστούν προϊόντα ή υπηρεσίες που πωλεί ή παρέχει ο ίδιος (σκ. 43). Εξ αντιδιαστολής συνάγεται ότι δεν αποτελεί τέτοια υπηρεσία η παροχή ελεύθερης πρόσβασης στο Διαδίκτυο μέσω ασύρματου τοπικού δικτύου, σε τρίτους, από έναν ιδιώτη, όπως συμβαίνει στην περίπτωση που δεν κλειδώνει ένας χρήστης το ασύρματο δίκτυο που διαθέτει.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο καθιστά σαφές ότι δεν απαιτείται να υπάρχει συμβατική σχέση μεταξύ του αποδέκτη και του παρόχου της ως άνω υπηρεσίας (σκ. 54). Ακόμα, καθιστά σαφές ότι στην περίπτωση της απαλλαγής από την ευθύνη για την απλή μετάδοση (άρθρο 12 § 1 της οδηγίας 2000/31), δεν εφαρμόζεται η διάταξη άλλου άρθρου που προβλέπει ότι πρέπει ο πάροχος να αφαιρέσει ή να καταστήσει αδύνατη την πρόσβαση σε πληροφορίες όταν πληροφορηθεί ότι ορισμένες από τις πληροφορίες που αποθηκεύει ένας χρήστης της υπηρεσίας είναι παράνομες (σκ. 65).
Πιο πέρα, η απόφαση αναφέρεται στη διεκδίκηση αξιώσεων από τον δικαιούχο έναντι του παρόχου της υπηρεσίας πρόσβασης σε τοπικό ασύρματο δίκτυο και δέχεται ότι "το άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/31 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στο να ζητήσει ο θιγείς από την προσβολή των δικαιωμάτων του επί ενός έργου αποζημίωση από τον παρέχοντα πρόσβαση σε δίκτυο επικοινωνιών με το αιτιολογικό ότι μία από τις προσβάσεις αυτές χρησιμοποιήθηκε από τρίτους για την προσβολή των δικαιωμάτων του, καθώς και την επιστροφή των εξόδων οχλήσεων και των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκε για την άσκηση αγωγής αποζημιώσεως. Αντιθέτως, η διάταξη αυτή έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στο να ζητήσει το πρόσωπο αυτό την παράλειψη στο μέλλον της εν λόγω προσβολής, καθώς και την επιστροφή των εξόδων οχλήσεων και των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκε στρεφόμενος κατά του παρέχοντος πρόσβαση σε δίκτυο επικοινωνιών του οποίου οι υπηρεσίες χρησιμοποιήθηκαν για την διάπραξη της προσβολής, στην περίπτωση που τα αιτήματα αυτά αφορούν ή έπονται της εκδόσεως διαταγής από εθνική διοικητική αρχή ή εθνικό δικαστήριο που υποχρεώνει τον εν λόγω παρέχοντα την πρόσβαση να μην επιτρέπει στο μέλλον την ως άνω προσβολή".
Τέλος, το Δικαστήριο εξέτασε τα μέτρα που δύναται να λάβει ο πάροχος της άνω υπηρεσίας. Κατά πρώτον, δέχεται ότι δεν μπορεί να του επιβληθεί η υποχρέωση επιτήρησης του συνόλου των μεταδιδόμενων πληροφοριών ενόψει της απαγόρευσης επιβολής γενικής υποχρεώσεως ελέγχου των πληροφοριών που οι πάροχοι μεταδίδουν κατά το άρθρο 15 § 1 της οδηγίας 2000/31 (σκ. 87).
Η πλήρης διακοπής της σύνδεσης στο διαδίκτυο δεν δύναται, επίσης, να επιβληθεί, διότι η εφαρμογή ενός τέτοιου μέτρου θα έθιγε σημαντικά την επιχειρηματική του ελευθερία (σκ. 88) και διότι το μέτρο αυτό δεν συμβάλει στην εξασφάλιση μιας δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των θεμελιωδών δικαιωμάτων που πρέπει να έρθουν σε συγκερασμό (σκ. 88,89).
Ωστόσο, το μέτρο που συνίσταται στην προστασία με χρήση κωδικού της σύνδεσης στο διαδίκτυο μπορεί να επιβληθεί με δικαστική απόφαση, καθώς δεν θίγει το ουσιώδες περιεχόμενο του δικαιώματος της επιχειρηματικής ελευθερίας του παρόχου, ούτε και τη δυνατότητα των χρηστών να έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες, αφού δεν εμποδίζεται η πρόσβασή τους σε πληροφορίες (σκ. 90-94). Μάλιστα, το μέτρο αυτό κρίνεται πρόσφορο να αποτρέψει τους χρήστες της σύνδεσης αυτής να προσβάλλει δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, διότι αυτοί πρέπει να αποκαλύψουν την ταυτότητά τους προκειμένου να αποκτήσουν κωδικό (σκ. 96).
Βεβαίως, δεν υπάρχει υποχρέωση των παρόχων υπηρεσιών πρόσβασης ασυρμάτων δικτύων να θέτουν κωδικούς ασφαλείας εκ προοιμίου, προτού εκδοθεί σχετική απόφαση εθνικού Δικαστηρίου, καθώς τούτο δεν καθιερώνεται νομοθετικά, αλλά αποτελεί ένα πρόσφορο μέτρο για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των δικαιούχων, σε περίπτωση που μια διαφορά σχετική με παραβίαση δικαιωμάτων του δημιουργού ή συγγενικών δικαιωμάτων αχθεί προς κρίση ενώπιον δικαστηρίου.
Το Δικαστήριο δέχθηκε, καταρχήν, ότι υπηρεσίες όπως η δωρεάν παροχή πρόσβασης στο Ίντερνετ μέσω ασύρματου δικτύου αποτελεί υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας, κατά το άρθρο 12 § 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 2 στοιχ. α' της οδηγίας 2000/31 και το άρθρο 1 σημείο 2 της οδηγίας 98/34, εφόσον πραγματοποιείται με σκοπό να διαφημιστούν προϊόντα ή υπηρεσίες που πωλεί ή παρέχει ο ίδιος (σκ. 43). Εξ αντιδιαστολής συνάγεται ότι δεν αποτελεί τέτοια υπηρεσία η παροχή ελεύθερης πρόσβασης στο Διαδίκτυο μέσω ασύρματου τοπικού δικτύου, σε τρίτους, από έναν ιδιώτη, όπως συμβαίνει στην περίπτωση που δεν κλειδώνει ένας χρήστης το ασύρματο δίκτυο που διαθέτει.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο καθιστά σαφές ότι δεν απαιτείται να υπάρχει συμβατική σχέση μεταξύ του αποδέκτη και του παρόχου της ως άνω υπηρεσίας (σκ. 54). Ακόμα, καθιστά σαφές ότι στην περίπτωση της απαλλαγής από την ευθύνη για την απλή μετάδοση (άρθρο 12 § 1 της οδηγίας 2000/31), δεν εφαρμόζεται η διάταξη άλλου άρθρου που προβλέπει ότι πρέπει ο πάροχος να αφαιρέσει ή να καταστήσει αδύνατη την πρόσβαση σε πληροφορίες όταν πληροφορηθεί ότι ορισμένες από τις πληροφορίες που αποθηκεύει ένας χρήστης της υπηρεσίας είναι παράνομες (σκ. 65).
Πιο πέρα, η απόφαση αναφέρεται στη διεκδίκηση αξιώσεων από τον δικαιούχο έναντι του παρόχου της υπηρεσίας πρόσβασης σε τοπικό ασύρματο δίκτυο και δέχεται ότι "το άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/31 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στο να ζητήσει ο θιγείς από την προσβολή των δικαιωμάτων του επί ενός έργου αποζημίωση από τον παρέχοντα πρόσβαση σε δίκτυο επικοινωνιών με το αιτιολογικό ότι μία από τις προσβάσεις αυτές χρησιμοποιήθηκε από τρίτους για την προσβολή των δικαιωμάτων του, καθώς και την επιστροφή των εξόδων οχλήσεων και των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκε για την άσκηση αγωγής αποζημιώσεως. Αντιθέτως, η διάταξη αυτή έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στο να ζητήσει το πρόσωπο αυτό την παράλειψη στο μέλλον της εν λόγω προσβολής, καθώς και την επιστροφή των εξόδων οχλήσεων και των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκε στρεφόμενος κατά του παρέχοντος πρόσβαση σε δίκτυο επικοινωνιών του οποίου οι υπηρεσίες χρησιμοποιήθηκαν για την διάπραξη της προσβολής, στην περίπτωση που τα αιτήματα αυτά αφορούν ή έπονται της εκδόσεως διαταγής από εθνική διοικητική αρχή ή εθνικό δικαστήριο που υποχρεώνει τον εν λόγω παρέχοντα την πρόσβαση να μην επιτρέπει στο μέλλον την ως άνω προσβολή".
Τέλος, το Δικαστήριο εξέτασε τα μέτρα που δύναται να λάβει ο πάροχος της άνω υπηρεσίας. Κατά πρώτον, δέχεται ότι δεν μπορεί να του επιβληθεί η υποχρέωση επιτήρησης του συνόλου των μεταδιδόμενων πληροφοριών ενόψει της απαγόρευσης επιβολής γενικής υποχρεώσεως ελέγχου των πληροφοριών που οι πάροχοι μεταδίδουν κατά το άρθρο 15 § 1 της οδηγίας 2000/31 (σκ. 87).
Η πλήρης διακοπής της σύνδεσης στο διαδίκτυο δεν δύναται, επίσης, να επιβληθεί, διότι η εφαρμογή ενός τέτοιου μέτρου θα έθιγε σημαντικά την επιχειρηματική του ελευθερία (σκ. 88) και διότι το μέτρο αυτό δεν συμβάλει στην εξασφάλιση μιας δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των θεμελιωδών δικαιωμάτων που πρέπει να έρθουν σε συγκερασμό (σκ. 88,89).
Ωστόσο, το μέτρο που συνίσταται στην προστασία με χρήση κωδικού της σύνδεσης στο διαδίκτυο μπορεί να επιβληθεί με δικαστική απόφαση, καθώς δεν θίγει το ουσιώδες περιεχόμενο του δικαιώματος της επιχειρηματικής ελευθερίας του παρόχου, ούτε και τη δυνατότητα των χρηστών να έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες, αφού δεν εμποδίζεται η πρόσβασή τους σε πληροφορίες (σκ. 90-94). Μάλιστα, το μέτρο αυτό κρίνεται πρόσφορο να αποτρέψει τους χρήστες της σύνδεσης αυτής να προσβάλλει δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, διότι αυτοί πρέπει να αποκαλύψουν την ταυτότητά τους προκειμένου να αποκτήσουν κωδικό (σκ. 96).
Βεβαίως, δεν υπάρχει υποχρέωση των παρόχων υπηρεσιών πρόσβασης ασυρμάτων δικτύων να θέτουν κωδικούς ασφαλείας εκ προοιμίου, προτού εκδοθεί σχετική απόφαση εθνικού Δικαστηρίου, καθώς τούτο δεν καθιερώνεται νομοθετικά, αλλά αποτελεί ένα πρόσφορο μέτρο για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των δικαιούχων, σε περίπτωση που μια διαφορά σχετική με παραβίαση δικαιωμάτων του δημιουργού ή συγγενικών δικαιωμάτων αχθεί προς κρίση ενώπιον δικαστηρίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου