Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ο Ν. 4624/2019 για την εφαρμογή του Γενικού Κανονισμού για την Προστασία Δεδομένων και την ενσωμάτωση της οδηγίας 2016/680, με πλήρη τίτλο: «Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, μέτρα εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ενσωμάτωση στην εθνική νομοθεσία της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016»[1]
Έτσι, η Χώρα μας αποκτά τη
νομοθεσία που έλειπε στον τομέα της προστασίας δεδομένων, ήτοι τις διατάξεις
για την εφαρμογή του Γενικού Κανονισμού και την ενσωμάτωση της οδηγίας 2016/680
για την προστασία δεδομένων κατά την επεξεργασία τους από αρμόδιες αρχές στον
ποινικό τομέα. Ο Γενικός Κανονισμός τέθηκε σε εφαρμογή από την 25.05.2018 και
ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος, ωστόσο, παρέχει στα κράτη μέλη της Ένωσης
εξουσιοδότηση να ρυθμίσουν ειδικά ορισμένα ζητήματα και να θέσουν αυστηρότερες
ρυθμίσεις ή εξαιρέσεις από την εφαρμογή των διατάξεών του. Εκτός από τον
Κανονισμό, η ΕΕ θέσπισε και δύο ακόμα οδηγίες στον τομέα της προστασίας
δεδομένων, την οδηγία 2016/680 και την οδηγία 2016/681. Για την ενσωμάτωση της
δεύτερης, ψηφίσθηκε ο Ν. 4579/2018, ωστόσο, μέχρι πρότινος δεν είχε μεταφερθεί
στο εσωτερικό δίκαιο η πρώτη και για αυτό, η Ελλάδα παραπέμφθηκε στο ΔΕΕ, καθώς
η προθεσμία μεταφοράς της οδηγίας έληξε την 06.05.2018.
Θα πρέπει να αναφερθεί ότι ο εν
λόγω νόμος μεταφέρει αυτούσιες πολλές από τις διατάξεις του αντίστοιχου
γερμανικού νόμου (Bundesdatenschutzgesetz, BDSG), γεγονός που οδήγησε πολλούς
να κάνουν λόγο για άκριτη μεταφορά ξένων δικαιϊκών ρυθμίσεων.
Κατά τη δημόσια διαβούλευση είχαν
υποβληθεί πλήθος σχολίων, από τα οποία πολλά έγιναν δεκτά και βελτιώθηκε το
σχέδιο νόμου που κατατέθηκε στη Βουλή, ενώ λήφθηκαν υπόψη και οι παρατηρήσεις
της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής, με συνέπεια, μετά τη συζήτηση στη
Βουλή, το τελικώς ψηφισθέν κείμενο του νόμου να βελτιωθεί σημαντικά.
Σκοπός του νόμου, σύμφωνα με το άρθρο 1, είναι:
α) η αντικατάσταση του νομοθετικού πλαισίου που
ρυθμίζει τη συγκρότηση και λειτουργία της Αρχής
Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα,
β) η λήψη μέτρων εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΕ)
2016/679 (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία
Δεδομένων, εφεξής: ΓΚΠΔ),
γ) η ενσωμάτωση στην εθνική νομοθεσία της Οδηγίας (ΕΕ)
2016/680.
Ο νόμος διακρίνει ανάμεσα σε δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς και περιέχει ξεχωριστές ρυθμίσεις για κάθε μία από αυτές τις δύο κατηγορίες, όπως και ο αντίστοιχος γερμανικός νόμος.
Ο νόμος διακρίνει ανάμεσα σε δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς και περιέχει ξεχωριστές ρυθμίσεις για κάθε μία από αυτές τις δύο κατηγορίες, όπως και ο αντίστοιχος γερμανικός νόμος.
Ως εποπτική αρχή διατηρείται η
ανεξάρτητη Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, η οποία συγκροτείται
από τον Πρόεδρο και έξι μέλη, με αντίστοιχους αναπληρωτές, που έχουν εξαετή
θητεία. Η επιλογή του Προέδρου και των μελών της Αρχής γίνεται σύμφωνα με το
άρθρο 101Α του Συντάγματος, δηλ. μετά από επιλογή με απόφαση της διάσκεψης των
Προέδρων της Βουλής και με επιδίωξη ομοφωνίας ή πάντως με την αυξημένη
πλειοψηφία των τεσσάρων πέμπτων των μελών της. Ωστόσο, τα προσόντα τους
περιγράφονται με ασάφεια στο νόμο, ο οποίος κάνει λόγο για πρόσωπα εγνωσμένου
κύρους, ενώ, αντίθετα ο ν. 2472/1997 προέβλεπε ότι ο Πρόεδρος είναι δικαστικός
λειτουργός βαθμού Συμβούλου της Επικρατείας ή αντίστοιχου και άνω, και τα μέλη
είναι τρεις καθηγητές ΑΕΙ, και τρία πρόσωπα κύρους και εμπειρίας στον τομέα της
προστασίας δεδομένων. Οι αρμοδιότητες και εξουσίες της Αρχής είναι διευρυμένες
σε σχέση με τον Κανονισμό.
Το όριο για τη συγκατάθεση
ανηλίκου στην επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων κατά την προσφορά
υπηρεσιών της κοινωνίας των πληροφοριών είναι το 15ο έτος, ενώ για
νεότερα πρόσωπα προβλέπεται ότι απαιτείται η συγκατάθεση του νομίμου
αντιπροσώπου τους.
Ειδικές ρυθμίσεις προβλέπονται
για την επεξεργασία ειδικών κατηγοριών δεδομένων («ευαίσθητων δεδομένων»), ενώ
όσον αφορά την επεξεργασία γενετικών δεδομένων, ορίζεται ότι απαγορεύεται για
σκοπούς ασφάλισης υγείας και ζωής.
Κατ’ απόκλιση από την αρχή του
περιορισμού του σκοπού προβλέπεται η επεξεργασία δεδομένων για διαφορετικό
σκοπό από αυτόν για τον οποίο έχουν συλλεχθεί, όσον αφορά τους δημόσιους φορείς
και τους ιδιωτικούς φορείς, ενώ σημαντική είναι η πρόβλεψη για τη διαβίβαση
δεδομένων από δημόσιους φορείς σε δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς.
Όσον αφορά την επεξεργασία
δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο των σχέσεων απασχόλησης, προβλέπεται
ότι αυτή είναι νόμιμη όταν είναι απολύτως απαραίτητη για τη σύναψη και την
εκτέλεση της σύμβασης εργασίας, εξαιρετικά μόνο επιτρέπεται, δε, η λήψη της
συγκατάθεσης του εργαζομένου. Η εγκατάσταση συστημάτων βιντεοεπιτήρησης
επιτρέπεται μόνο εάν είναι απαραίτητη για την προστασία προσώπων και αγαθών,
ενώ τα δεδομένα που συλλέγονται μέσω κλειστού κυκλώματος οπτικής καταγραφής δεν
επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν ως κριτήριο για την αξιολόγηση της
αποδοτικότητας των εργαζομένων.
Ειδικές διατάξεις ισχύουν για τα
ΜΜΕ που καθιερώνουν εξαιρέσεις από τους κανόνες του Κανονισμού, που δεν είναι
όμως ιδιαίτερα σαφείς.
Περαιτέρω, προβλέπονται μια σειρά
εξαιρέσεις από τα δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων, οι οποίες εν μέρει
είναι εύλογες, ωστόσο, θα πρέπει να ερμηνεύονται στενά.
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η
ρύθμιση για τη διαπίστευση φορέων που χορηγούν πιστοποιήσεις, η οποία γίνεται
από το ΕΣΥΔ, με βάση ορισμένο πρότυπο και σύμφωνα με συμπληρωματικές απαιτήσεις
που έχουν ορισθεί από την Αρχή.
Ποινικές κυρώσεις προβλέπονται,
όπως και στο ν. 2472/1997, για την επέμβαση σε αρχείο προσωπικών δεδομένων. Δεν
έχει περιληφθεί διάταξη για την ποινική ευθύνη του Υπεύθυνου Προστασίας
Δεδομένων, όπως στο σχέδιο νόμου. Ειδικά για το δημόσιο τομέα, προβλέπονται
περιορισμοί στην επιβολή διοικητικών κυρώσεων.
Στο δεύτερο μέρος του νόμου
περιέχονται διατάξεις για την ενσωμάτωση της οδηγίας 2016/680, οι οποίες
ακολουθούν τη διάρθρωση του γερμανικού νόμου, αλλά αντιγράφουν τις διατάξεις
της οδηγίας.
Από τις διατάξεις του ν.
2472/1997 παραμένουν όσες ρυθμίζουν τη δυνατότητα δημοσιοποίησης των στοιχείων
κατηγορουμένων για σημαντικά αδικήματα και την εγκατάσταση και λειτουργία
συστημάτων επιτήρησης κοκ.