Με την παρακάτω απόφαση του Ειρηνοδικείου Πατρών κρίθηκε ως αντισυνταγματική η διάταξη του άρθρου 23 ν. 2472/1997, με την οποία καθορίζεται ως ελάχιστο όριο αποζημίωσης λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 2.000.000 δραχμών, ήτοι 5.869,40€. Σύμφωνα με το Δικαστήριο, η ρύθμιση αυτή αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 25 § 1 εδ. δ` του Συντάγματος που κατοχυρώνει την αρχή της αναλογικότητας, για το λόγο ότι η καθιέρωση με την ως άνω διάταξη μόνο του στοιχείου της παραβίασης των διατάξεων των προσωπικών δεδομένων για τον καθορισμό του ελάχιστου ορίου χρηματικής ικανοποιήσεως στο, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ιδιαίτερα σημαντικό ποσό, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το είδος και η βαρύτητα της προσβολής, δεν είναι εν στενή εννοία αναλογική, καθ' ότι η βλάβη που προκαλείται με την υποχρέωσή καταβολής αυτού του χρηματικού ποσού είναι, στις περιπτώσεις ελαφρών εξ απόψεως είδους και βαρύτητας προσβολών, και αντιστοιχεί το εν λόγω κατώτατο όριο χρηματικής ικανοποιήσεως, δυσανάλογα επαχθέστερη από την επιδιωκόμενη ωφέλεια του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, η τιμή και η υπόληψη του οποίου προσβλήθηκε.
Αντίστοιχη κρίση είχε διατυπώσει και η ΕφΘεσ 733/2009 (ΔΙΜΕΕ 2009/614), με παρατηρήσεις Μήτρου, σελ. 519). Η απόφαση αυτή είχε κρίνει ότι: "σε περίπτωση προσδιορισμού του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης το δικαστήριο της ουσίας δεν πρέπει μεν να υποβαθμίζει την απαξία της πράξης επιδικάζοντας χαμηλό ποσό, συγχρόνως δε δεν πρέπει με ακραίες εκτιμήσεις να καταλήγει σε εξουθένωση του ενός μέρους και αντίστοιχο υπέρμετρο πλουτισμό του άλλου". Βεβαίως, η απόφαση του Ειρηνοδικείου είναι καλύτερα τεκμηριωμένη και με πλήρη ανάλυση των λόγων αντισυνταγματικότητας της άνω διάταξης του ν. 2472/1997 και για το λόγο αυτό παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Βεβαίως, μετά τη θέση σε ισχύ του Κανονισμού 2016/679, η ως άνω διάταξη του άρθρου 23 ν. 2472/1997 δεν ισχύει πλέον και τούτο, διότι η αστική ευθύνη ρυθμίζεται πλέον στο άρθρο 82 του Κανονισμού, το οποίο δεν προβλέπει εξουσιοδότηση προς τον αστικό νομοθέτη να ρυθμίσει το ζήτημα της αποζημίωσης.
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
137/2017
Αριθμ. εκθ.καταθ.: 349/2015
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
(...)
Ι. Σε συμμόρφωση προς τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης του 1981 (που κυρώθηκε με το ν. 2068/1992) και την 95/46/ΕΚ Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως της 24.10.1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, εξεδόθη ο ν. 2472/1997 "Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα", ο οποίος ορίζει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: (...)
ΙΙ. Η διάταξη του άρθρου 23 του Ν. 2472/1997 με τίτλο “Αστική ευθύνη” ορίζει: «1. Φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που κατά παράβαση του παρόντος νόμου προκαλεί περιουσιακή βλάβη, υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση. Αν προκάλεσε ηθική βλάβη, υποχρεούται σε χρηματική ικανοποίηση. Η ευθύνη υπάρχει και όταν ο υπόχρεος όφειλε να γνωρίζει την πιθανότητα να επέλθει βλάβη σε άλλον. 2. Η κατά το άρθρο 932 Α.Κ. χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για παράβαση του παρόντος νόμου ορίζεται κατ`ελάχιστο στο ποσό των δύο εκατομμυρίων (2.000.000) δραχμών, εκτός αν ζητήθηκε από τον ενάγοντα μικρότερο ποσό ή η παράβαση οφείλεται σε αμέλεια. Η χρηματική αυτή ικανοποίηση επιδικάζεται ανεξαρτήτως από την αιτούμενη αποζημίωση για περιουσιακή βλάβη». Αρχικό συνταγματικό θεμέλιο του Ν. 2472/1997, αποτελούσαν οι διατάξεις των άρθρων 9§1, 5§1 και 2§1, εν τούτοις, μετά και την τελευταία αναθεώρηση του (2001), κατοχυρώθηκε ένα νέο ειδικό δικαίωμα προστασίας των προσωπικών δεδομένων, με την εισαγωγή της διάταξης του άρθρου 9Α, βάσει του οποίου «καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του δεδομένων, όπως νόμος ορίζει. Η διασφάλιση της προστασίας των προσωπικών δεδομένων ανατίθεται από τον αναθεωρητικό νομοθέτη σε ανεξάρτητη αρχή, που συγκροτείται και λειτουργεί, όπως νόμος ορίζει». Περαιτέρω, με την διάταξη του άρθρου 25§1 του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το από 6/17.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι «οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από τον νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας». Με την νέα αυτή διάταξη ο αναθεωρητικός νομοθέτης επέλεξε να κατοχυρώσει ρητά, από το όλο σύστημα των εγγυήσεων για τα επιτρεπτά όρια των επιβαλλόμενων στα ατομικά δικαιώματα νομοθετικών περιορισμών, την εγγύηση εκείνη που είναι γνωστή ως αρχή της αναλογικότητας. Απέκτησε έτσι ρητή συνταγματική υφή η αρχή αυτή, η οποία, ωστόσο, και προηγουμένως αναγνωριζόταν ως αρχή συνταγματικής ισχύος, που απορρέει από την ίδια την έννοια του κράτους δικαίου, αλλά και από την ουσία των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, τα οποία, ως έκφραση της γενικότερης ελευθερίας του ατόμου, δεν πρέπει να περιορίζονται από την κρατική εξουσία περισσότερο από όσο είναι αναγκαίο για την προστασία των δημόσιων συμφερόντων. Η αρχή αυτή, υπό την έννοια του τηρητέου μέτρου της εύλογης αντιστάθμισης προσφοράς και οφέλους που αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε κανόνα συνταγματικής βαθμίδας, επενεργεί σε κάθε είδους κρατική δραστηριότητα, καθώς και όταν πρόκειται για αντικρουόμενα συμφέροντα στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου, αφού η έκταση της αρχής αυτής δεν περιορίζεται μόνο σε ορισμένες περιοχές του δικαίου, αλλά, όπως προαναφέρθηκε, και πριν από την ρητή συνταγματική της κατοχύρωση, διέτρεχε το σύνολο της έννομης τάξης και συνεπώς πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία και εφαρμογή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου. Άλλωστε, με ρητή διατύπωση στο άρθρο 25§1 του Συντάγματος, η θεσπιζομένη από αυτήν προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου ως ατόμου ισχύει και "στις σχέσεις των ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζει", και οριοθετείται έτσι η υποχρέωση και των αρμοδίων δικαιοδοτικών οργάνων, όταν επιλαμβάνονται της επίλυσης ιδιωτικών διαφορών, να τις επιλύουν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να υπάρχει μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα πρέπει, τα λαμβανόμενα μέτρα και οι έννομες συνέπειες, να είναι πρόσφορα [κατάλληλα] για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, αναγκαία, υπό την έννοια να συνιστούν μέτρο, το οποίο σε σχέση με άλλα δυνάμενα να ληφθούν μέτρα να επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για τον διάδικο σε βάρος του οποίου απαγγέλλονται, και αναλογικά υπό στενή έννοια, δηλαδή να τελούν σε ανεκτή σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, προκειμένου η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που προκαλούν. Ενόψει τούτων, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι η ως άνω συνταγματική διάταξη, έστω και αν ρητά δεν αναφέρεται σ΄αυτήν, απευθύνεται και στον δικαστή, όσον αφορά τις σχέσεις των διαδίκων, καθιερώνοντας αυτήν ως δεσμευτική δικαιϊκή αρχή, όπως και άλλες τέτοιες αρχές που διατρέχουν το δίκαιο και είναι δεσμευτικές (αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, αρχή της δίκαιης δίκης κ.λπ.). Εξάλλου, η αρχή αυτή, ως διάχυτη στην έννομη τάξη, υπερβαίνει τα όρια της ρητής συνταγματικής κατοχύρωσής της, με την οποία πάντως αναδείχθηκε η σημασία της ως βασικής εγγύησης για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, οφείλει δε ο δικαστής κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων της κοινής νομοθεσίας, που άπτονται των δικαιωμάτων αυτών, να προστρέχει στο κρίσιμο για την όλη έννομη τάξη περιεχόμενο της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας, που όπως αναφέρθηκε απορρέει από την αρχή της ισότητας και την αρχή του κράτους δικαίου. Αποτελεί την αντίστροφη μορφή της απαγόρευσης της κατάχρησης δικαιώματος, όταν το ασκούμενο δικαίωμα υπερβαίνει τα ακραία όρια που θέτουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, καθώς και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος. Στην περίπτωση δε υπέρβασης της αρχής της αναλογικότητας πρόκειται για δυσαναλογία μέσου προς το σκοπό, δηλ. το ασκούμενο δικαίωμα έχει απολέσει την αναλογία του προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και συνακόλουθα η άσκηση του είναι απαγορευμένη. Επομένως, όπως και η κατάχρηση δικαιώματος, που αποτελεί απαγορευτικό κανόνα, και οριοθετεί αρνητικά την άσκηση των δικαιωμάτων, έτσι και η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί κανόνα δικαίου (γενική νομική αρχή), η οποία προσδιορίζει την τελολογική λειτουργία των πάσης φύσεως δικαιωμάτων και του ιδιωτικού δικαίου. Από τα ως άνω συνάγεται, ως γενική νομική αρχή, ότι η έννομη συνέπεια που είτε προβλέπεται από κανόνα δικαίου κατώτερης τυπικής ισχύος από εκείνες του Συντάγματος, είτε απαγγέλλεται από δικαστικό ή διοικητικό όργανο, πρέπει να τελεί, σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς το αντίστοιχο πραγματικό, δηλ. να μην υπερβαίνει τα όρια όπως διαγράφονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και της κοινής περί δικαίου συνείδησης σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως αποτυπώνονται με τη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Η κρίση δηλαδή του ουσιαστικού δικαστηρίου πρέπει να μην παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, ούτε να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, που αποτελεί γενική αρχή του δικαίου και μέσο ελέγχου της κρίσης του δικαστηρίου, χωρίς να υπάγεται στην έννοια της αναλογικότητας. Εν συνεχεία, από την διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ προκύπτει ότι σκοπός της διάταξης είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημιώσεως για ηθική βλάβη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση τον σκοπό αυτόν αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του «ευλόγου» εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια στοιχεία είναι κυρίως: το είδος και η βαρύτητα της ηθικής προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στον βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν τον δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 ΑΚ εύλογη κρίση του (όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις, αλλά) κατ΄εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 ΑΚ και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκειμένων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του ΑΚ. Η κρίση του δικαστηρίου ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται (κατ΄αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος [άρθρα 2§1 και 25 Σ] με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και στην δεύτερη (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας τους, αφού το δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του «ευλόγου» και συνακόλουθα το «εύλογο» εμπεριέχεται αναγκαίως στο «ανάλογο». Άλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του. Ενόψει όλων αυτών η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσης χρηματικής ικανοποίησης, είναι ελέγξιμη αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 ΚΠολΔ αναλόγως από τους αρ. 1 ή 19), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος) υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (ΑΠ 9/2015 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΧΡΙΔ 2015 σελ. 575, Ε7 2015 σελ.1575, ΑΠ 76/2016, ΑΠ 88/2016, ΑΠ 221/2016, ΑΠ 291/2016, ΑΠ 324/2016, ΑΠ 361/2016, ΑΠ 387/2016, ΑΠ 705/2016, ΑΠ 1383/2015, ΑΠ 1406/2015, ΑΠ 1422/2015 όλες δημοσιευμένες στην ΝΟΜΟΣ). Πριν από την υπ’αριθμ. 9/2015 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, η ΑΠ Ολ 6/2009 (πλήρης Ολομέλεια) είχε αποφανθεί μεταξύ άλλων τα εξής : «Στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, ήτοι στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, επίκληση της αρχής της αναλογικότητας μπορεί να γίνει αν ο κοινός νομοθέτης είτε έχει παραβιάσει την αρχή αυτή, θεσπίζοντας με νόμο υπέρμετρους περιορισμούς ατομικών δικαιωμάτων, οπότε ο δικαστής μπορεί, ελέγχοντας τη συνταγματικότητα του νόμου, να μην εφαρμόσει αυτόν (άρθρο 93§4 Σ), είτε έχει παραλείψει να ασκήσει τις συνταγματικές του υποχρεώσεις, καταλείποντας κενό, οπότε η αρχή της αναλογικότητας καλείται επικουρικώς σε εφαρμογή. Στο πεδίο των αδικοπρακτικών σχέσεων (άρθρο 914 επ ΑΚ) και ειδικότερα στο ζήτημα του μέτρου της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποιήσεως ο νόμος προβλέπει στο άρθρο 932 ΑΚ ότι το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση, δηλαδή χρηματική ικανοποίηση ανάλογη με τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Με τη διάταξη αυτή ο κοινός νομοθέτης έλαβε υπόψη του την αρχή της αναλογικότητας, εξειδικεύοντάς την στο ζήτημα του προσδιορισμού του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως. Επομένως, σύμφωνα με τα ανωτέρω, δεν υπάρχει έδαφος άμεσης εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 25 παρ. 1 εδάφιο τέταρτο του Συντάγματος, η ευθεία δε επίκλησή της κατά τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως στερείται σημασίας, αφού δεν θα οδηγούσε σε διαφορετικά, σε σχέση με τον κατ` εφαρμογή του άρθρου 932 ΑΚ προσδιορισμό αυτής, αποτελέσματα». Εντούτοις, η μεταγενέστερη νομολογία της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου αναπαρήγαγε εσφαλμένα τη θέση της ΑΠ Ολ 6/2009 (Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΑΡΜ 2009 σελ. 1162 , ΝΟΒ 2009 σελ. 568 , ΑΡΧΝ 2009 σελ. 420) υπολαμβάνοντας ότι η ΑΠ Ολ 6/2009 είχε δήθεν κρίνει πως μοναδικός αποδέκτης της συνταγματικής επιταγής για σεβασμό της αρχής της αναλογικότητας είναι ο νομοθέτης και όχι και ο δικαστής (βλ. ΑΠ 2207/2009, Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΕΦΑΔ 2010 σελ. 997, ΕΠΟΛΔ 2010 σελ. 818, ΝΟΒ 2010 σελ. 1690, ΑΠ 1116/2009, Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΧΡΙΔ 2010 σελ. 443, ΑΠ 1178/2009 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΔΙΚΗ 2009 σελ. 811 , ΧΡΙΔ 2010 σελ.199, ΑΠ 543/2009 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ , ΧΡΙΔ 2010 σελ. 253, ΑΠ 123/2010 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ , ΧΡΙΔ 2010 σελ. 26 , ΕΦΑΔ 2011 σελ.743, ΑΠ 904/2010 , Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΕΠΙΔΙΚΙΑ 2011 σελ.12, ΝΟΒ 2011 σελ.305, ΑΠ 1230/2010 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΔΕΕ 2011 σελ. 316, ΧΡΙΔ 2011 σελ. 424 , Δ/ΝΗ 2011 σελ. 1063, ΑΠ 1846/2011 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 668/2011 Δ/ΝΗ 2011 σελ.1337, ΑΠ 906/2012 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 368/2011, ΑΧΑΝΟΜ 201 σελ. 38, ΕφΠατρ 909/2009, ΑΧΑΝΟΜ 2010 σελ. 503, ΣτΕ 4133/2011 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ). Σε αντίθεση με τη νομολογία η θεωρία, ελληνική και διεθνής, δέχεται παγίως ότι αποδέκτης της επιταγής σεβασμού της αρχής της αναλογικότητας είναι κάθε κρατικό όργανο, επομένως και ο δικαστής γι’ αυτό και η άποψη την οποία τελικά υιοθέτησε η ΑΠ Ολ 9/2015, είναι ορθή (βλ. και σχόλιο Βάνια Παναγιωτόπουλου, Λέκτορας Αστικού Δικαίου Νομικής Σχολής Αθηνών, ΕΦΑΔ 2/2016 σελ. 139). Ως ανεφέρθη, η διάταξη του άρθρου 23 του Ν. 2472/1997 προβλέπει ως ελάχιστο όριο αποζημίωσης λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 2.000.000 δρχ, ήτοι το ποσό των 5.869,40€. Ο καθορισμός με τη διάταξη αυτή ελάχιστου ποσού χρηματικής ικανοποιήσεως σκοπό έχει να διασφαλίσει την προστασία των πολιτών, από προσβολές της προσωπικότητας τους, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του ν. 2472/1997 και εντάσσεται στα μέτρα που λαμβάνει η Πολιτεία υλοποιώντας την επιβαλλόμενη από το άρθρο 2§1 του Συντάγματος υποχρέωση της για σεβασμό και προστασία της αξίας του ανθρώπου. Επιπλέον, ο Ν. 2472/1997 εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης του 1981 (που κυρώθηκε με το ν. 2068/1992) και την 95/46/ΕΚ Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως της 24.10.1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών. Ο στόχος της Οδηγίας με βάση το άρθρο 1 είναι : «1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας, την προστασία των θεμελιωδών ελευθεριών και δικαιωμάτων των φυσικών προσώπων, και ιδίως της ιδιωτικής ζωής, έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. 2. Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να περιορίζουν ή να απαγορεύουν την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μεταξύ των κρατών μελών για λόγους συναφείς με την προστασία που εξασφαλίζεται δυνάμει της παραγράφου 1». Στην διάταξη του άρθρου 23 της Οδηγίας ορίζεται : «Ευθύνη. 1. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι κάθε πρόσωπο θιγόμενο από αθέμιτη επεξεργασία ή κάθε άλλη ενέργεια που δεν συμβιβάζεται με τις εθνικές διατάξεις εφαρμογής της παρούσας οδηγίας έχει δικαίωμα αποκατάστασης της επελθούσας ζημίας από τον υπεύθυνο της επεξεργασίας. 2. Ο υπεύθυνος της επεξεργασίας μπορεί να απαλλαγεί της ευθύνης αυτής, εν μέρει ή εν όλω, εάν αποδείξει ότι δεν ευθύνεται για το ζημιογόνο γεγονός» και επομένως καθιερώνεται μη γνήσια αντικειμενική ευθύνη, δηλ. για την ύπαρξη της ευθύνης απαιτείται υπαιτιότητα, αλλά ο ζημιωθείς δεν χρειάζεται να αποδείξει την ύπαρξη της, η οποία τεκμαίρεται. Το τεκμήριο όμως αυτό είναι μαχητό και ο ζημιώσας μπορεί να απαλλαγεί αν αποδείξει ότι δεν τον βαρύνει υπαιτιότητα. Πρόκειται δηλαδή για αντιστροφή του βάρους απόδειξης σε σχέση με την (καθαρή) υποκειμενική ευθύνη. (Μ.Σταθόπουλου, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 1998, σελ. 311- 312). Ωστόσο η προαναφερόμενη Οδηγία δεν προβλέπει ελάχιστο όριο ποσού αποζημίωσης σε περίπτωση ύπαρξης αστικής ευθύνης, ρητώς (άρθρο 24 της Οδηγίας), επαφίεται δε στα κράτη μέλη η λήψη καταλλήλων μέτρων για την εξασφάλιση της πλήρους εφαρμογής των διατάξεων της οδηγίας και στην πρόβλεψη κυρώσεων για την παράβαση των διατάξεων. Από τον συνδυασμό των παραπάνω εκτιθέμενων, το παρόν Δικαστήριο καταλήγει ότι η διάταξη του άρθρου 23 του Ν. 2472/1997 είναι αντισυνταγματική για τους κάτωθι λόγους : Με βάση τα εν λόγω κριτήρια της αρχής της αναλογικότητας αξιολογείται και η παρεχόμενη από την διάταξη του άρθρου 26§1 του Συντάγματος εξουσία του νομοθέτη να θέτει, κατά τη ρύθμιση των βιοτικών σχέσεων και τον καθορισμό των κυρώσεων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τη συμπεριφορά των πολιτών, ελάχιστα ή ανώτατα όρια, κατ` αφηρημένη αξιολόγηση, εντός των οποίων ο δικαστής προβαίνει στην εξειδίκευση του κανόνα δικαίου, βάσει των συγκεκριμένων περιστάσεων. Στα πλαίσια της εξουσίας του αυτής ο νομοθέτης μπορεί να προσδιορίζει τόσο τις προϋποθέσεις αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως όσο και το ελάχιστο ποσό στο οποίο αποτιμάται η προσβολή της τιμής και της υπολήψεως του αδικηθέντος. Όμως, η ρύθμιση αυτή αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 25§1 εδ. δ` του Συντάγματος και την θεσμοθετούμενη με αυτήν αρχή της αναλογικότητας, καθόσον η καθιέρωση με την ως άνω διάταξη μόνο του στοιχείου της παραβίασης των διατάξεων των προσωπικών δεδομένων για τον καθορισμό του ελάχιστου ορίου χρηματικής ικανοποιήσεως στο, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ιδιαίτερα σημαντικό ποσό των 2.000.000 δραχμών, ήτοι 5.869,40€, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το είδος και η βαρύτητα της προσβολής, δεν είναι εν στενή εννοία αναλογική, διότι η βλάβη που προκαλείται με την υποχρέωσή καταβολής αυτού του χρηματικού ποσού είναι, στις περιπτώσεις ελαφρών εξ απόψεως είδους και βαρύτητας προσβολών, και αντιστοιχεί το εν λόγω κατώτατο όριο χρηματικής ικανοποιήσεως, δυσανάλογα επαχθέστερη από την επιδιωκόμενη ωφέλεια του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, η τιμή και η υπόληψη του οποίου προσβλήθηκε. Επομένως το δικαστήριο, κατά την άσκηση της δικαιοδοτικής του λειτουργίας, πρέπει να ερευνά αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, με την επιδίκαση του προβλεπόμενου από το νόμο ελάχιστου ορίου χρηματικής ικανοποιήσεως, παραβιάζεται η συνταγματική αρχή της αναλογικότητας (μεταξύ του χρησιμοποιούμενου μέτρου και του επιδιωκόμενου σκοπού) και σε περίπτωση παραβιάσεώς της, εν όψει των ιδιαίτερων συνθηκών (είδους και βαρύτητας της προσβολής, εκτάσεως της δημοσιότητας, βαθμού υπαιτιότητας και κοινωνικής θέσεως και οικονομικής καταστάσεως των μερών) να μην εφαρμόσει τη διάταξη για το ελάχιστο όριο και να επιδικάσει μικρότερο ποσό χρηματικής ικανοποίησης. Συνεπώς, η εν λόγω διάταξη ως αντισυνταγματική είναι ανίσχυρη και δεν θα εφαρμοστεί από το παρόν Δικαστήριο (βλ. ΑΠ 6/2011 ΟΛΟΜ, Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΔΙΜΕΕ 201 σελ. 353, ΝΟΒ 2011 σελ. 1819, Δ/ΝΗ 2011 σελ. 695, ΧΡΙΔ 2011 σελ. 731, ΕΦΑΔ 2011 σελ. 1170 που έκρινε αντισυνταγματικές τις διατάξεις περί των ελαχίστων ορίων χρηματικής ικανοποίησης του αδικηθέντος για δυσφημιστικές και εξυβριστικές πράξεις που τελέστηκαν από ραδιοφωνικούς σταθμούς, ΑΠ 1852/2013, ΕΦΑΔ, 2014, σελ. 722). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, ο δικαστής που καλείται να καθορίσει την έκταση της καταβλητέας εύλογης χρηματικής ικανοποιήσεως απαιτείται πιο συγκεκριμένα να προβαίνει στον προσδιορισμό του επιδικαστέου ποσού κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να επιτυγχάνονται οι βασικοί στόχοι των ρυθμίσεων των διατάξεων άρθρων 2§1, 5§1, 20§1 και 25§1 Σ. Το αναντίρρητο αίτημα προστασίας του υποστάντος ηθική βλάβη (2§1, 5§1 και 20§1 Σ) δεν μπορεί να ικανοποιείται χωρίς τη συνεκτίμηση συμφερόντων του ζημιώσαντος, όπως είναι επί παραδείγματι η πηγάζουσα εκ του δικαιώματος ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του ανάγκη διασφαλίσεως της οικονομικής του υποστάσεως (5§1 Σ) και η προστασία της περιουσίας του (17§1 Σ και 1§1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ σε συνδυασμό με 28§1 Σ). Η προάσπιση των προειρημένων αντίρροπων δικαιωμάτων ζημιωθέντος και ζημιώσαντος προϋποθέτει την εκ μέρους του δικαστή πρακτική μεταξύ τους εναρμόνιση, η οποία πραγματοποιείται δια της εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας. Όσο λιγότερο έντονη παρίσταται συνεπώς η ανάγκη προστασίας των συμφερόντων του υποστάντος ηθική βλάβη [ή ψυχική οδύνη], τόσο επιτακτικότερο αποβαίνει το αίτημα προστασίας εκείνων του ζημιώσαντος και άρα όσο πιο περιορισμένη είναι λ.χ. η ένταση της προσβολής, τόσο μικρότερη πρέπει να είναι η επέμβαση στην περιουσία του ζημιώσαντος. Το μέτρο της εν λόγω επεμβάσεως μέσω του δικαστικού προσδιορισμού του καταβλητέου από το ζημιώσαντα ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποιήσεως είναι ανάλογο προς την ένταση των παραγόντων της δικής του συμβολής στην ηθική βλάβη [ή την ψυχική οδύνη] και αντιστρόφως ανάλογο προς την ένταση των παραγόντων, οι οποίοι καθιστούν άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο επιτακτική την ανάγκη προστασίας των συνταγματικά προστατευόμενων δικαιωμάτων του ζημιώσαντος (βλ. και Κ. Ρήγας, Η αρχή της αναλογικότητας, η εύλογη χρηματική ικανοποίηση του άρθρου 932 ΑΚ και ο αναιρετικός τους έλεγχος, με αφορμή τις ΑΠ Ολ 5/2013, ΑΠ Ολ 6/2009, ΑΠ 81/2013, ΑΠ 114/2012, ΑΠ 1318/2011 και ΑΠ 601/2009, ΕΦΑΔ 10/2013 σελ. 875, Για την αρχή της πρακτικής εναρμόνισης βλ. Κ. Χρυσόγονου, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 2002, σελ 102 επ.). Εν κατακλείδι, εξάλλου, και η υπ’αριθμ. 25/2010 απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (Α’ Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), έκρινε ότι σε περίπτωση προσδιορισμού του ποσού της χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης το δικαστήριο της ουσίας δεν πρέπει να υποβαθμίζει την απαξία της πράξης επιδικάζοντας ασήμαντα ποσά, ούτε να καταλήγει με ακραίες εκτιμήσεις στον υπέρμετρο πλουτισμό του ενός μέρους, διότι τούτο υπερακοντίζει το σκοπό του νομοθέτη που απέβλεψε στην αποκατάσταση της τρωθείσης με τη αδικοπραξία κοινωνικής ειρήνης, ενώ, διά των υπ’αριθμ. 918/07, 196/07 και 195/07 αποφάσεών του, ο Άρειος Πάγος έκρινε το ζήτημα ως γενικοτέρου ενδιαφέροντος και το παρέπεμψε στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου, αφού παρατήρησε ότι «κατά τον προσδιορισμό του ποσού της χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης, το δικαστήριο της ουσίας δεν πρέπει, με ακραίες εκτιμήσεις, να καταλήγει σε εξουθένωση του ενός μέρους, περιορίζον υπερμέτρως το ατομικό δικαίωμα της συμμετοχής του στην οικονομική ζωή της χώρας (άρθρο 5§1 Σ), ούτε να υποβαθμίζει την απαξία της πράξεως, επιδικάζον ιδιαιτέρως χαμηλό ποσό, ώστε να καθίσταται κενή περιεχομένου η παρεχομένη δικαστική προστασία» (βλ. Β. Ρήγας, Χρηµατική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης επί προσβολής της προσωπικότητας διά των ΜΜΕ και αρχή αναλογικότητας, ΕΦΑΔ 4/2009, σελ. 339).
(....)
Από όσα αναπτύχθηκαν προφορικά κατά τη συζήτηση από τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, τις καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που δόθηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, εκτιμώμενες χωριστά και σε συνδυασμό προς τις λοιπές αποδείξεις, από τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν για να χρησιμεύσουν, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρ. 336 παρ. 3 και 395 ΚΠολΔικ), μεταξύ των οποίων και τις φωτογραφίες των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (444 αριθμ.3, 448§2 και 457§4 ΚΠολΔ), από την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από τους ενάγοντες υπ’ αριθμ. ......../23-1-2017 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πατρών ....., η οποία ελήφθη νομότυπα και εμπρόθεσμα, (άρθρο 270 παρ.2 όπως ισχύει για αγωγές έως 31.12.2015), ύστερα από κλήτευση του εναγομένου προ δύο τουλάχιστον εργασίμων ημερών από την βεβαίωση, (υπ’αριθμ. ..../17-1-2017 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πατρών .......) και απ’ όλη γενικά την διαδικασία, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης:
(...)Στις 18-5-2015 ο εναγόμενος τοποθέτησε ανακοίνωση στην οποία αναγράφονταν τα εξής : ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ:ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ. Ο Κος ....ΟΦΕΙΛΕΙ 357,94€ + ΠΟΙΝΙΚΗ ΡΗΤΡΑ ΒΑΣΗ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟΥ 10% ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΠΛΗΡΩΣΕΙ ΑΚΟΜΑ ΚΟΙΝΟΧΡΗΣΤΑ. 35,79. 393,73 ΣΥΝΟΛΟΝ. ΕΑΝ ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΣΕΙ ΕΝΤΟΣ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ [ΔΥΣΑΝΑΓΝΩΣΤΟ] ΚΑΝΩ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ Κ’ ΠΑΡΑΔΙΔΩ». Την ανακοίνωση αυτή την τοποθέτησε εντός μιας ασφαλισμένης, με κλειδαριά, γυάλινης προθήκης, ευρισκόμενης στο ισόγειο της πολυκατοικίας, αριστερά της κεντρικής μπροστινής εισόδου σε κολώνα και σε ύψος περίπου 1,70 μέτρων (βλ. προσαγόμενη και επικαλούμενη από τον ενάγοντα φωτογραφία). Στις 23-5-2015 ο εναγόμενος διαχειριστής τοποθέτησε εντός της γυάλινης προθήκης νέο σημείωμα το οποίο ανέγραφε τα κάτωθι : «ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ 23/5/2015 ΚΟΙ ΚΑΠΟΙΟΣ Ή ΚΑΠΟΙΑ ΠΗΡΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΙΝΑΚΑ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΩΝ ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΕΓΓΡΑΦΟ. ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΑΝΕΦΕΡΕ, ΤΟ ΧΡΕΟΣ ΤΟΥ Κου ............, ΑΥΤΟ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ή ΚΑΠΟΙΑ ΕΧΕΙ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ. Ο ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ. (Υπογραφή) .........». Από τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά, προκύπτει με σαφήνεια και βεβαιότητα ότι ο εναγόμενος παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 2 και 5 του Ν. 2472/1997, καθόσον, οι οφειλές κοινοχρήστων δαπανών αποτελούν απλά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και ο εναγόμενος ως διαχειριστής - υπεύθυνος επεξεργασίας των δεδομένων αυτών, χωρίς την συγκατάθεση του ενάγοντος ανήρτησε σε χώρο, προσβάσιμο, όχι μόνο στους συνιδιοκτήτες αλλά και σε τρίτους, επισκέπτες, στην πολυκατοικία, ανακοίνωση στην οποία αναφερόταν η οφειλή κοινοχρήστων του ενάγοντος (βλ. και ΑΠΔΠΧ 35/19-6-2006, ΑΠΔΠΧ 75/21-6-2002). Η πράξη αυτή του εναγομένου προσέβαλε την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος, μάλιστα, έμεινε ανηρτημένη για 5 ημέρες, ήτοι από την 18-5-2015 έως την 22-5-2015 και την ημέρα της ονομαστικής του εορτής (21.5.2015), κατά την οποία αρκετοί τρίτοι επισκέπτες βρέθηκαν στην πολυκατοικία, τόσο συγγενείς και φίλοι του ενάγοντος, όσο και άλλων συνιδιοκτητών διαμενόντων στην πολυκατοικία που γιόρταζαν. Ο εναγόμενος δεν επέδειξε αμέλεια ως προς την παραβίαση του νόμου περί προσωπικών δεδομένων, καθόσον, αφενός, όλοι οι συνιδιοκτήτες της πολυκατοικίας γνώριζαν για το χρέος του ενάγοντος (βλ. ένορκη κατάθεση μάρτυρα ανταπόδειξης και την υπ’αριθμ. ....../23- 1-2017 ένορκη βεβαίωση), ως εκ τούτου καμία νέα πληροφορία δεν εισέφερε προς αυτούς, αφετέρου, αποσκοπούσε με την ανάρτηση αυτή να τον πιέσει να καταβάλλει το χρέος του, εκθέτοντάς τον δημόσια. Σε καμία περίπτωση δεν έπρεπε να αποκαλύψει το προσωπικό δεδομένο του ποσού οφειλής των κοινοχρήστων του ενάγοντος σε χώρο που ήταν προσβάσιμο και σε τρίτα, εκτός της πολυκατοικίας, άτομα, ακόμα και μετά την άρνηση των συνιδιοκτητών να κινήσουν δικαστικές διαδικασίες, αντίθετα, θα έπρεπε είτε να επιμείνει στην είσπραξη της οφειλής, είτε να καλέσει σε εύλογο χρονικό διάστημα νέα έκτακτη γενική συνέλευση τους συνιδιοκτήτες προκειμένου να αποφασίσουν για το αν θα κινήσουν δικαστικές ενέργειες εναντίον του ενάγοντος (άρθρο 19 του Κανονισμού), είτε σε κάθε περίπτωση, να αναρτήσει την ανακοίνωση περί οφειλής του τελευταίου σε χώρο της πολυκατοικίας μη προσβάσιμο σε τρίτους πλην των ενδιαφερομένων συνιδιοκτητών.
Με βάση τα διαλαμβανόμενα στην, υπό στοιχεία ΙΙ, μείζονα σκέψη περί αντισυνταγματικότητας της διάταξης του άρθρου 23 του Ν. 2472/1997, το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να επιδικαστεί υπέρ του ενάγοντος χρηματική ικανοποίηση, από την ανάρτηση σε χώρο προσβάσιμο σε τρίτους, χωρίς την συγκατάθεσή του, του προσωπικού δεδομένου οφειλής των κοινοχρήστων δαπανών και της προσβολής στην τιμή και την υπόληψή του, αφού ληφθεί υπόψη η θεμελιώδης αρχή της αναλογικότητας (25 Σ), με γνώμονα την αποφυγή της οικονομικής εξουθένωσης του εναγομένου και του αντίστοιχου του υπέρμετρου πλουτισμού του ενάγοντος. Το δικαστήριο, εκτιμώντας το είδος της προσβολής, δεδομένου ότι επρόκειτο για ανάρτηση που αφορούσε «απλό» προσωπικό δεδομένο και όχι «ευαίσθητο» (άρθρο 2 του Ν. 2472/1997), την ένταση της προσβολής, αφού το ποσό κοινοχρήστων που όφειλε ο ενάγων δεν ήταν αξιόλογο, την έκταση της βλάβης, δοθέντος ότι, ναι μεν έλαβαν γνώση του προσωπικού δεδομένου του ενάγοντος, τρίτοι, μη συνιδιοκτήτες, αλλά σε κάθε περίπτωση περιορισμένος αριθμός προσώπων, και εν γένει τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η προσβολή, όπως επίσης, τον βαθμό του πταίσματος του εναγομένου, ο οποίος έπρεπε να επιμείνει στην είσπραξη του ποσού των κοινοχρήστων με άλλους τρόπους και όχι να παραβιάσει τις διατάξεις του Ν. 2472/1997, τον βαθμό πταίσματος του ενάγοντος, καθόσον, όπως αποδείχθηκε αδικαιολογήτως και μη νομίμως δεν κατέβαλλε τα οφειλόμενα ποσά κοινοχρήστων για δαπάνες που είχαν εγκριθεί από όλους τους παρευρισκόμενους στην συνέλευση συνιδιοκτήτες (βλ. τα πρακτικά της από 17-11-2014 γενικής συνέλευσης), τα οποία μάλιστα εξόφλησε αρκετά αργότερα, την 18-9-2015 (βλ. ιδιόχειρο σημείωμα εναγομένου και εξοφλητικές αποδείξεις κοινοχρήστων), που αφορούσαν μάλιστα δαπάνες που και ο ίδιος ως διαχειριστής πριν από τον ενάγοντα ζητούσε να γίνουν (βλ. ταυτάριθμα πρακτικά και ένορκη κατάθεση μάρτυρος ανταπόδειξης), ως εκ τούτου επέδειξε καταχρηστική και κακόπιστη απέναντι στον εναγόμενο και στους λοιπούς συνιδιοκτήτες συμπεριφορά και τέλος την περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών κρίνει ότι πρέπει να επιδικαστεί χρηματική ικανοποίηση του λόγω ηθικής βλάβης, το ποσό των πεντακοσίων ευρώ (500€).
Κατ’ ακολουθίαν των προαναφερθέντων, πρέπει η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ’
ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλλει στον ενάγοντα το ποσό πεντακοσίων ευρώ (500€) με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της κρινόμενης αγωγής μέχρι και την πλήρη εξόφληση (346 ΑΚ). Τέλος, η δικαστική δαπάνη πρέπει να συμψηφιστεί μεταξύ των διαδίκων λόγω της ιδιαίτερα δυσχερούς ερμηνείας του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε (άρθρο 179 ΚΠολΔ).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου