Το Bundesgerichtshof (Γερμανία) υπέβαλε αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στις 14 Μαρτίου 2013 - Technische Universität Darmstadt κατά Eugen Ulmer KG (Υπόθεση C-117/13).
Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 3, στοιχείο ιδ΄, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και [των] συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας.
Η διαφορά της κύριας δίκης έχει ανακύψει μεταξύ του Technische Universität Darmstadt (στο εξής: TU Darmstadt) και ενός εκδοτικού οίκου, της εταιρίας Eugen Ulmer KG, με αντικείμενο τη διάθεση εκ μέρους του πρώτου στο κοινό, μέσω τερματικών εγκατεστημένων στους χώρους του αναγνωστηρίου βιβλιοθήκης, επιστημονικού συγγράμματος το οποίο ανήκει στη συλλογή της εν λόγω βιβλιοθήκης και του οποίου τα δικαιώματα εκμεταλλεύσεως κατέχει η Eugen Ulmer KG.
Τα προδικαστικά ερωτήματα που έχει υποβάλει το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Γερμανίας) έχουν σχέση με βιβλιοθήκη ανοικτή στο κοινό και αφορούν, πρώτον, την ερμηνεία της έννοιας του «έργου που υπόκειται σε όρους αγοράς ή άδειας», δεύτερον, την ψηφιοποίηση έργων που ανήκουν σε βιβλιοθήκες και, τρίτον, το ζήτημα αν οι χρήστες μπορούν όχι μόνο να συμβουλεύονται (διαβάζουν) τα ψηφιοποιημένα έργα, αλλά επίσης να τα εκτυπώνουν σε χαρτί και να τα αποθηκεύουν σε φορητή μνήμη USB.
Ειδικότερα, πρόκειται για τα εξής ερωτήματα:
1) Ισχύουν όροι αγοράς ή άδειας, κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 3, στοιχείο ιδ΄, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ , στην περίπτωση στην οποία ο δικαιούχος έχει προτείνει στα ιδρύματα που μνημονεύονται στη διάταξη αυτή τη σύναψη υπό εύλογους όρους συμβάσεων παραχωρήσεως άδειας για τη χρήση ορισμένου έργου;
2) Απονέμει το άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο ιδ΄, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ στα κράτη μέλη την εξουσία να παρέχουν στα προαναφερθέντα ιδρύματα το δικαίωμα να ψηφιοποιούν τα έργα που περιλαμβάνονται στις συλλογές τους, εφόσον η ψηφιοποίηση είναι αναγκαία προκειμένου να καταστεί δυνατή η διάθεση των έργων αυτών στο κοινό μέσω τερματικών;
3) Επιτρέπεται τα δικαιώματα τα οποία έχουν προβλέψει τα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 3, στοιχείο ιδ΄, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ να έχουν τόσο ευρύ περιεχόμενο, ώστε να παρέχουν στους χρήστες των τερματικών τη δυνατότητα να εκτυπώνουν σε χαρτί ή να αποθηκεύουν σε φορητή μνήμη USB τα έργα που τίθενται στη διάθεση των εν λόγω χρηστών μέσω των τερματικών αυτών;
Η κύρια δίκη έχει τον χαρακτήρα δίκης-«πιλότου» και αυτό είναι ενδεικτικό της σημασίας που έχει η υπό κρίση υπόθεση για τις βιβλιοθήκες, τους δημιουργούς και τους εκδοτικούς οίκους, ιδίως τους εκδοτικούς οίκους στον χώρο των επιστημονικών συγγραμμάτων.
Ο Γεν. Εισαγγελέας NIILO JÄÄSKINEN με τις προτάσεις της της 5ης Ιουνίου 2014 προτείνει στο Δικαστήριο την εξής απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα:
1) Το άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο ιδ΄, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και [των] συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας, έχει την έννοια ότι ένα έργο δεν υπόκειται σε όρους αγοράς ή άδειας, όταν ο δικαιούχος προτείνει στα διαλαμβανόμενα στη διάταξη αυτή ιδρύματα τη σύναψη υπό εύλογους όρους συμβάσεων παραχωρήσεως άδειας για τη χρήση του έργου αυτού.
2) Το άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο ιδ΄, της οδηγίας 2001/29, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, της εν λόγω οδηγίας, δεν απαγορεύει στα κράτη μέλη να παρέχουν στα ιδρύματα που διαλαμβάνονται στην εν λόγω διάταξη το δικαίωμα να ψηφιοποιούν τα έργα που περιλαμβάνονται στις συλλογές τους, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο για τη διάθεση των ως άνω έργων στο κοινό μέσω εξειδικευμένων τερματικών.
3) Τα δικαιώματα που μπορούν να προβλέπουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο ιδ΄, της οδηγίας 2001/29 δεν παρέχουν στους χρήστες των εξειδικευμένων τερματικών τη δυνατότητα να εκτυπώνουν σε χαρτί ή να αποθηκεύουν σε φορητή μνήμη USB τα έργα που τίθενται στη διάθεσή τους μέσω των εν λόγω τερματικών.
Ακολούθως, την 11.9.2014 εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου, η οποία ουσιαστικά έκανε δεκτές τις προτάσεις του Γεν. Εισαγγελέα και ανοίγει το δρόμο για την ψηφιοποίηση βιβλίων από τις βιβλιοθήκες.
Το ΔΕΕ δέχθηκε, καταρχήν ότι η έννοια «όροι αγοράς ή άδειας», η οποία χρησιμοποιείται στο άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο ιδ΄, της οδηγίας 2001/29, πρέπει να ερμηνευθεί ως σημαίνουσα ότι ο δικαιούχος δικαιωμάτων του δημιουργού και ένα ίδρυμα αναφερόμενο στη διάταξη αυτή, όπως είναι μια βιβλιοθήκη ανοικτή στο κοινό, πρέπει να έχουν συνάψει σύμβαση παραχώρησης άδειας για την εκμετάλλευση ή τη χρήση του οικείου έργου, η οποία να προβλέπει τους όρους υπό τους οποίους το εν λόγω ίδρυμα μπορεί να χρησιμοποιεί το έργο αυτό.
Η απάντηση που έδωσε, στη συνέχεια, το Δικαστήριο στο δεύτερο ερώτημα αφορά το δικαίωμα των βιβλιοθηκών να ψηφιοποιούν τα έργα περιλαμβάνονται στις συλλογές τους. Το Δικαστήριο επισήμανε ότι δεν αμφισβητείται ότι η ψηφιοποίηση ενός έργου αποτελεί πράξη αναπαραγωγής του έργου, αφού συνίσταται κυρίως στη μετατροπή του αναλογικού μορφοτύπου του έργου σε ψηφιακό μορφότυπο. Το ερώτημα που τέθηκε συναφώς ήταν αν το δικαίωμα αναπαραγωγής στις ανοικτές στο κοινό βιβλιοθήκες, μολονότι, κατά το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής, οι δημιουργοί έχουν το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν την αναπαραγωγή των έργων τους.
Το ΔΕΕ δέχθηκε ότι η παροχή πρόσβασης σε έργα που ανήκουν στη συλλογή μιας βιβλιοθήκης, στο κοινό, δηλαδή στο σύνολο των ιδιωτών που χρησιμοποιούν εξειδικευμένα τερματικά, τα οποία είναι εγκατεστημένα στους χώρους του, με σκοπό την έρευνα ή την ιδιωτική μελέτη, πρέπει να χαρακτηριστεί «διάθεση» και, κατά συνέπεια, «πράξη παρουσίασης» υπό την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29. Τα εν λόγω ιδρύματα δεν έχουν, κατά κανόνα, το δικαίωμα να ψηφιοποιούν όλα τα έργα που ανήκουν στις συλλογές τους. Αντίθετα, η προϋπόθεση αυτή πληρούται καταρχήν όταν η ψηφιοποίηση ορισμένων από τα έργα που ανήκουν σε μια συλλογή είναι αναγκαία για τη «χρήση, με παρουσίαση ή διάθεση, με σκοπό την έρευνα ή την ιδιωτική μελέτη, σε μέλη του κοινού μέσω εξειδικευμένων τερματικών».
Ακολούθως, η απάντηση που έδωσε το Δικαστήριο στο δεύτερο ερώτημα ήταν ότι δεν απαγορεύεται στα
κράτη μέλη να παρέχουν στις ανοικτές στο κοινό βιβλιοθήκες, τις οποίες αφορούν
οι εν λόγω διατάξεις, το δικαίωμα να ψηφιοποιούν τα έργα που περιλαμβάνονται
στις συλλογές τους, εφόσον αυτή η πράξη αναπαραγωγής είναι αναγκαία προκειμένου
να καταστεί δυνατή η διάθεση των έργων αυτών στους χρήστες μέσω εξειδικευμένων
τερματικών, τα οποία βρίσκονται στους χώρους των ιδρυμάτων αυτών.
Όσον αφορά τη δυνατότητα των βιβλιοθηκών να θέτουν έργα που περιλαμβάνονται στις συλλογές τους στη διάθεση των χρηστών μέσω εξειδικευμένων τερματικών που καθιστούν δυνατή την εκτύπωσή τους σε χαρτί ή την αποθήκευσή τους σε φορητή μνήμη USB, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι αυτές οι πράξεις αναπαραγωγής, αντίθετα από ό,τι ισχύει για ορισμένες πράξεις ψηφιοποίησης ενός έργου, δεν είναι δυνατόν να επιτρέπονται, αφού δεν είναι αναγκαίες για να μπορεί το έργο αυτό να τίθεται στη διάθεση των χρηστών, μέσω εξειδικευμένων τερματικών, ενώ δεν πραγματοποιούνται από τα ιδρύματα, αλλά από τους χρήστες των τερματικών.
Ως εκ τούτου, το ΔΕΕ έδωσε την απάντηση στο τρίτο ερώτημα ότι το άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο ιδ΄, της οδηγίας 2001/29 έχει την έννοια ότι δεν καλύπτει πράξεις όπως είναι η εκτύπωση έργων σε χαρτί ή η αποθήκευσή τους σε φορητή μνήμη USB, τις οποίες πραγματοποιούν οι χρήστες μέσω εξειδικευμένων τερματικών, τα οποία είναι εγκατεστημένα εντός βιβλιοθηκών που είναι ανοικτές στο κοινό και τις οποίες αφορά η εν λόγω διάταξη. Αντίθετα, οι πράξεις αυτές είναι δυνατόν να επιτρέπονται βάσει της εθνικής νομοθεσίας που μεταφέρει στην εθνική έννομη τάξη τις εξαιρέσεις ή τους περιορισμούς που προβλέπονται στο άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο α΄ ή β΄, της οδηγίας αυτής, εφόσον πληρούνται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση οι προϋποθέσεις που θέτουν οι διατάξεις αυτές.
Το ΔΕΕ δέχθηκε, καταρχήν ότι η έννοια «όροι αγοράς ή άδειας», η οποία χρησιμοποιείται στο άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο ιδ΄, της οδηγίας 2001/29, πρέπει να ερμηνευθεί ως σημαίνουσα ότι ο δικαιούχος δικαιωμάτων του δημιουργού και ένα ίδρυμα αναφερόμενο στη διάταξη αυτή, όπως είναι μια βιβλιοθήκη ανοικτή στο κοινό, πρέπει να έχουν συνάψει σύμβαση παραχώρησης άδειας για την εκμετάλλευση ή τη χρήση του οικείου έργου, η οποία να προβλέπει τους όρους υπό τους οποίους το εν λόγω ίδρυμα μπορεί να χρησιμοποιεί το έργο αυτό.
Η απάντηση που έδωσε, στη συνέχεια, το Δικαστήριο στο δεύτερο ερώτημα αφορά το δικαίωμα των βιβλιοθηκών να ψηφιοποιούν τα έργα περιλαμβάνονται στις συλλογές τους. Το Δικαστήριο επισήμανε ότι δεν αμφισβητείται ότι η ψηφιοποίηση ενός έργου αποτελεί πράξη αναπαραγωγής του έργου, αφού συνίσταται κυρίως στη μετατροπή του αναλογικού μορφοτύπου του έργου σε ψηφιακό μορφότυπο. Το ερώτημα που τέθηκε συναφώς ήταν αν το δικαίωμα αναπαραγωγής στις ανοικτές στο κοινό βιβλιοθήκες, μολονότι, κατά το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής, οι δημιουργοί έχουν το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν την αναπαραγωγή των έργων τους.
Το ΔΕΕ δέχθηκε ότι η παροχή πρόσβασης σε έργα που ανήκουν στη συλλογή μιας βιβλιοθήκης, στο κοινό, δηλαδή στο σύνολο των ιδιωτών που χρησιμοποιούν εξειδικευμένα τερματικά, τα οποία είναι εγκατεστημένα στους χώρους του, με σκοπό την έρευνα ή την ιδιωτική μελέτη, πρέπει να χαρακτηριστεί «διάθεση» και, κατά συνέπεια, «πράξη παρουσίασης» υπό την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29. Τα εν λόγω ιδρύματα δεν έχουν, κατά κανόνα, το δικαίωμα να ψηφιοποιούν όλα τα έργα που ανήκουν στις συλλογές τους. Αντίθετα, η προϋπόθεση αυτή πληρούται καταρχήν όταν η ψηφιοποίηση ορισμένων από τα έργα που ανήκουν σε μια συλλογή είναι αναγκαία για τη «χρήση, με παρουσίαση ή διάθεση, με σκοπό την έρευνα ή την ιδιωτική μελέτη, σε μέλη του κοινού μέσω εξειδικευμένων τερματικών».
Όσον αφορά τη δυνατότητα των βιβλιοθηκών να θέτουν έργα που περιλαμβάνονται στις συλλογές τους στη διάθεση των χρηστών μέσω εξειδικευμένων τερματικών που καθιστούν δυνατή την εκτύπωσή τους σε χαρτί ή την αποθήκευσή τους σε φορητή μνήμη USB, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι αυτές οι πράξεις αναπαραγωγής, αντίθετα από ό,τι ισχύει για ορισμένες πράξεις ψηφιοποίησης ενός έργου, δεν είναι δυνατόν να επιτρέπονται, αφού δεν είναι αναγκαίες για να μπορεί το έργο αυτό να τίθεται στη διάθεση των χρηστών, μέσω εξειδικευμένων τερματικών, ενώ δεν πραγματοποιούνται από τα ιδρύματα, αλλά από τους χρήστες των τερματικών.
Ως εκ τούτου, το ΔΕΕ έδωσε την απάντηση στο τρίτο ερώτημα ότι το άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο ιδ΄, της οδηγίας 2001/29 έχει την έννοια ότι δεν καλύπτει πράξεις όπως είναι η εκτύπωση έργων σε χαρτί ή η αποθήκευσή τους σε φορητή μνήμη USB, τις οποίες πραγματοποιούν οι χρήστες μέσω εξειδικευμένων τερματικών, τα οποία είναι εγκατεστημένα εντός βιβλιοθηκών που είναι ανοικτές στο κοινό και τις οποίες αφορά η εν λόγω διάταξη. Αντίθετα, οι πράξεις αυτές είναι δυνατόν να επιτρέπονται βάσει της εθνικής νομοθεσίας που μεταφέρει στην εθνική έννομη τάξη τις εξαιρέσεις ή τους περιορισμούς που προβλέπονται στο άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο α΄ ή β΄, της οδηγίας αυτής, εφόσον πληρούνται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση οι προϋποθέσεις που θέτουν οι διατάξεις αυτές.
Το συμπέρασμα είναι ότι οι βιβλιοθήκες έχουν τη δυνατότητα να ψηφιοποιούν τα έργα τους και να τα θέτουν στη διάθεση του κοινού - εντός της βιβλιοθήκης - μέσω τερματικών, αλλά όχι και να καθιστούν δυνατή την εκτύπωσή τους ή την αποθήκευσή τους σε μνήμη USB, εκτός εάν το επιτρέψει αυτό η εθνική νομοθεσία. Ωστόσο, η απόφαση αυτή δεν καλύπτει καταρχήν την επιγραμμική διάθεση των έργων από online - ψηφιακές βιβλιοθήκες, αλλά κατά την άποψή μας, λόγω του ότι η απόφαση αναφέρεται στην παρουσίαση των έργων, θα μπορούσαν και οι επιγραμμικές ψηφιακές βιβλιοθήκες να επωφεληθούν από τη νομολογία αυτή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου