Σάββατο 19 Ιουλίου 2014

Απόφαση ΔΕΕ στην υπόθεση C-360/13: Το δικτυακό ξεφύλλισμα (browsing) δεν εμπίπτει στο δικαίωμα του δημιουργού



Το Δικαστήριο έκρινε  αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που αφορά την ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ. Η εν λόγω αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Public Relations Consultants Association Ltd (στο εξής: PRCA) και της Newspaper Licensing Agency Ltd κ.λπ. (στο εξής: NLA) με αντικείμενο την υποχρέωση λήψεως άδειας από τους δικαιούχους των δικαιωμάτων του δημιουργού πριν την επίσκεψη σε ιστοσελίδες, η οποία συνεπάγεται τη δημιουργία αντιγράφων των συγκεκριμένων ιστοσελίδων στην οθόνη του υπολογιστή του χρήστη καθώς και στην κρυφή μνήμη του σκληρού δίσκου του εν λόγω υπολογιστή.

Το Δικαστήριο ερμήνευσε την ως άνω διάταξη σύμφωνα με την οποία, μια πράξη αναπαραγωγής εξαιρείται του δικαιώματος αναπαραγωγής του άρθρου 2 της οδηγίας αυτής, αν:


–        είναι προσωρινή·
–        είναι μεταβατική ή παρεπόμενη·
–        αποτελεί αναπόσπαστο και ουσιώδες τμήμα μιας τεχνολογικής μεθόδου·
–      έχει ως αποκλειστικό σκοπό να επιτρέψει την εντός δικτύου μετάδοση μεταξύ τρίτων μέσω διαμεσολαβητή ή τη νόμιμη χρήση ενός έργου ή άλλου προστατευομένου αντικειμένου και
–        η πράξη αυτή δεν έχει καμία αυτοτελή οικονομική σημασία.

Σχετικά δέχθηκε ότι:
α) Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, κατά την οποία η πράξη αναπαραγωγής πρέπει να είναι προσωρινή, από τη δικογραφία προκύπτει ότι τα αντίγραφα στην οθόνη καταργούνται μόλις ο χρήστης του Διαδικτύου απομακρυνθεί από την ιστοσελίδα την οποία επισκέφθηκε. Αφετέρου, τα αντίγραφα στην κρυφή μνήμη αντικαθίστανται κατά κανόνα αυτομάτως από άλλο υλικό μετά από κάποιο διάστημα, το οποίο εξαρτάται από τη χωρητικότητα της κρυφής μνήμης και από τον βαθμό και τη συχνότητα της χρήσεως του Διαδικτύου από τον συγκεκριμένο χρήστη. Ως εκ τούτου, τα εν λόγω αντίγραφα έχουν προσωρινό χαρακτήρα.


β) τα αντίγραφα στην οθόνη και τα αντίγραφα στην κρυφή μνήμη πρέπει να θεωρηθεί ότι αποτελούν αναπόσπαστο και ουσιώδες τμήμα της επίμαχης τεχνολογικής μεθόδου.

γ) Η πράξη αναπαραγωγής πρέπει να είναι είτε μεταβατική είτε παρεπόμενη. Σύμφωνα με το ΔΕΕ, τα αντίγραφα στην κρυφή μνήμη δεν έχουν ούτε αυτοτελή ύπαρξη ούτε αυτοτελή σκοπό σε σχέση με την επίμαχη τεχνολογική μέθοδο και πρέπει, για τον λόγο αυτό, να χαρακτηρισθούν ως «παρεπόμενα». Επομένως,  τα αντίγραφα στην οθόνη και τα αντίγραφα στην κρυφή μνήμη πληρούν τη δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29.

δ) τα επίμαχα έννομα συμφέροντα των δικαιούχων των δικαιωμάτων του δημιουργού προστατεύονται προσηκόντως, καθ' ότι τα εν λόγω αντίγραφα δεν θίγουν αδικαιολογήτως τα έννομα συμφέροντα των δικαιούχων των δικαιωμάτων δημιουργού, μολονότι παρέχουν καταρχήν στους χρήστες του Διαδικτύου τη δυνατότητα προσβάσεως, χωρίς την άδεια των δικαιούχων αυτών, σε έργα που έχουν αναρτηθεί σε ιστοσελίδες.

ε) Τέλος, διαπιστώνεται ότι η δημιουργία αντιγράφων στην οθόνη και αντιγράφων στην κρυφή μνήμη δεν αντίκειται στην κανονική εκμετάλλευση των έργων.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 5 της οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας, έχει την έννοια ότι τα αντίγραφα στην οθόνη και τα αντίγραφα στην κρυφή μνήμη που δημιουργούνται από τον τελικό χρήστη κατά την προβολή ιστοσελίδας πληρούν τις προϋποθέσεις κατά τις οποίες τα εν λόγω αντίγραφα πρέπει να είναι προσωρινά, να έχουν μεταβατικό ή παρεπόμενο χαρακτήρα και να αποτελούν αναπόσπαστο και ουσιώδες τμήμα μιας τεχνολογικής μεθόδου, καθώς και τις προϋποθέσεις του άρθρου 5, παράγραφος 5, της εν λόγω οδηγίας, και μπορούν, ως εκ τούτου, να δημιουργούνται χωρίς την άδεια των δικαιούχων των δικαιωμάτων του δημιουργού.


Ψηφιακές βιβλιοθήκες: υπόθεση C-117/13 ΔΕΚ


Το Bundesgerichtshof (Γερμανία) υπέβαλε αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στις 14 Μαρτίου 2013 - Technische Universität Darmstadt κατά Eugen Ulmer KG (Υπόθεση C-117/13).

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 3, στοιχείο ιδ΄, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και [των] συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας.

Η διαφορά της κύριας δίκης έχει ανακύψει μεταξύ του Technische Universität Darmstadt (στο εξής: TU Darmstadt) και ενός εκδοτικού οίκου, της εταιρίας Eugen Ulmer KG, με αντικείμενο τη διάθεση εκ μέρους του πρώτου στο κοινό, μέσω τερματικών εγκατεστημένων στους χώρους του αναγνωστηρίου βιβλιοθήκης, επιστημονικού συγγράμματος το οποίο ανήκει στη συλλογή της εν λόγω βιβλιοθήκης και του οποίου τα δικαιώματα εκμεταλλεύσεως κατέχει η Eugen Ulmer KG.

Τα προδικαστικά ερωτήματα που έχει υποβάλει το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Γερμανίας) έχουν σχέση με βιβλιοθήκη ανοικτή στο κοινό και αφορούν, πρώτον, την ερμηνεία της έννοιας του «έργου που υπόκειται σε όρους αγοράς ή άδειας», δεύτερον, την ψηφιοποίηση έργων που ανήκουν σε βιβλιοθήκες και, τρίτον, το ζήτημα αν οι χρήστες μπορούν όχι μόνο να συμβουλεύονται (διαβάζουν) τα ψηφιοποιημένα έργα, αλλά επίσης να τα εκτυπώνουν σε χαρτί και να τα αποθηκεύουν σε φορητή μνήμη USB.

Ειδικότερα, πρόκειται για τα εξής ερωτήματα:

1) Ισχύουν όροι αγοράς ή άδειας, κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 3, στοιχείο ιδ΄, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ , στην περίπτωση στην οποία ο δικαιούχος έχει προτείνει στα ιδρύματα που μνημονεύονται στη διάταξη αυτή τη σύναψη υπό εύλογους όρους συμβάσεων παραχωρήσεως άδειας για τη χρήση ορισμένου έργου;

2) Απονέμει το άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο ιδ΄, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ στα κράτη μέλη την εξουσία να παρέχουν στα προαναφερθέντα ιδρύματα το δικαίωμα να ψηφιοποιούν τα έργα που περιλαμβάνονται στις συλλογές τους, εφόσον η ψηφιοποίηση είναι αναγκαία προκειμένου να καταστεί δυνατή η διάθεση των έργων αυτών στο κοινό μέσω τερματικών;

3) Επιτρέπεται τα δικαιώματα τα οποία έχουν προβλέψει τα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 3, στοιχείο ιδ΄, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ να έχουν τόσο ευρύ περιεχόμενο, ώστε να παρέχουν στους χρήστες των τερματικών τη δυνατότητα να εκτυπώνουν σε χαρτί ή να αποθηκεύουν σε φορητή μνήμη USB τα έργα που τίθενται στη διάθεση των εν λόγω χρηστών μέσω των τερματικών αυτών;


Η κύρια δίκη έχει τον χαρακτήρα δίκης-«πιλότου» και αυτό είναι ενδεικτικό της σημασίας που έχει η υπό κρίση υπόθεση για τις βιβλιοθήκες, τους δημιουργούς και τους εκδοτικούς οίκους, ιδίως τους εκδοτικούς οίκους στον χώρο των επιστημονικών συγγραμμάτων.

Ο Γεν.  Εισαγγελέας NIILO JÄÄSKINEN με τις προτάσεις της της 5ης Ιουνίου 2014 προτείνει στο Δικαστήριο την εξής απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα:

1)      Το άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο ιδ΄, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και [των] συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας, έχει την έννοια ότι ένα έργο δεν υπόκειται σε όρους αγοράς ή άδειας, όταν ο δικαιούχος προτείνει στα διαλαμβανόμενα στη διάταξη αυτή ιδρύματα τη σύναψη υπό εύλογους όρους συμβάσεων παραχωρήσεως άδειας για τη χρήση του έργου αυτού.
2)      Το άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο ιδ΄, της οδηγίας 2001/29, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, της εν λόγω οδηγίας, δεν απαγορεύει στα κράτη μέλη να παρέχουν στα ιδρύματα που διαλαμβάνονται στην εν λόγω διάταξη το δικαίωμα να ψηφιοποιούν τα έργα που περιλαμβάνονται στις συλλογές τους, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο για τη διάθεση των ως άνω έργων στο κοινό μέσω εξειδικευμένων τερματικών.
3)      Τα δικαιώματα που μπορούν να προβλέπουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο ιδ΄, της οδηγίας 2001/29 δεν παρέχουν στους χρήστες των εξειδικευμένων τερματικών τη δυνατότητα να εκτυπώνουν σε χαρτί ή να αποθηκεύουν σε φορητή μνήμη USB τα έργα που τίθενται στη διάθεσή τους μέσω των εν λόγω τερματικών.

Ακολούθως, την 11.9.2014 εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου, η οποία ουσιαστικά έκανε δεκτές τις προτάσεις του Γεν. Εισαγγελέα και ανοίγει το δρόμο για την ψηφιοποίηση βιβλίων από τις βιβλιοθήκες.


Το ΔΕΕ δέχθηκε, καταρχήν ότι η έννοια «όροι αγοράς ή άδειας», η οποία χρησιμοποιείται στο άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο ιδ΄, της οδηγίας 2001/29, πρέπει να ερμηνευθεί ως σημαίνουσα ότι ο δικαιούχος δικαιωμάτων του δημιουργού και ένα ίδρυμα αναφερόμενο στη διάταξη αυτή, όπως είναι μια βιβλιοθήκη ανοικτή στο κοινό, πρέπει να έχουν συνάψει σύμβαση παραχώρησης άδειας για την εκμετάλλευση ή τη χρήση του οικείου έργου, η οποία να προβλέπει τους όρους υπό τους οποίους το εν λόγω ίδρυμα μπορεί να χρησιμοποιεί το έργο αυτό.

Η απάντηση που έδωσε, στη συνέχεια, το Δικαστήριο στο δεύτερο ερώτημα αφορά το δικαίωμα των βιβλιοθηκών να ψηφιοποιούν τα έργα περιλαμβάνονται στις συλλογές τους. Το Δικαστήριο επισήμανε ότι δεν αμφισβητείται ότι η ψηφιοποίηση ενός έργου αποτελεί πράξη αναπαραγωγής του έργου, αφού συνίσταται κυρίως στη μετατροπή του αναλογικού μορφοτύπου του έργου σε ψηφιακό μορφότυπο. Το ερώτημα που τέθηκε συναφώς ήταν αν το δικαίωμα αναπαραγωγής στις ανοικτές στο κοινό βιβλιοθήκες, μολονότι, κατά το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής, οι δημιουργοί έχουν το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν την αναπαραγωγή των έργων τους.

Το ΔΕΕ δέχθηκε ότι η παροχή πρόσβασης σε έργα που ανήκουν στη συλλογή μιας βιβλιοθήκης, στο κοινό, δηλαδή στο σύνολο των ιδιωτών που χρησιμοποιούν εξειδικευμένα τερματικά, τα οποία είναι εγκατεστημένα στους χώρους του, με σκοπό την έρευνα ή την ιδιωτική μελέτη, πρέπει να χαρακτηριστεί «διάθεση» και, κατά συνέπεια, «πράξη παρουσίασης» υπό την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29. Τα εν λόγω ιδρύματα δεν έχουν, κατά κανόνα, το δικαίωμα να ψηφιοποιούν όλα τα έργα που ανήκουν στις συλλογές τους. Αντίθετα, η προϋπόθεση αυτή πληρούται καταρχήν όταν η ψηφιοποίηση ορισμένων από τα έργα που ανήκουν σε μια συλλογή είναι αναγκαία για τη «χρήση, με παρουσίαση ή διάθεση, με σκοπό την έρευνα ή την ιδιωτική μελέτη, σε μέλη του κοινού μέσω εξειδικευμένων τερματικών».
 Ακολούθως, η απάντηση που έδωσε το Δικαστήριο στο δεύτερο ερώτημα ήταν ότι δεν απαγορεύεται στα κράτη μέλη να παρέχουν στις ανοικτές στο κοινό βιβλιοθήκες, τις οποίες αφορούν οι εν λόγω διατάξεις, το δικαίωμα να ψηφιοποιούν τα έργα που περιλαμβάνονται στις συλλογές τους, εφόσον αυτή η πράξη αναπαραγωγής είναι αναγκαία προκειμένου να καταστεί δυνατή η διάθεση των έργων αυτών στους χρήστες μέσω εξειδικευμένων τερματικών, τα οποία βρίσκονται στους χώρους των ιδρυμάτων αυτών.

Όσον αφορά τη δυνατότητα των βιβλιοθηκών να θέτουν έργα που περιλαμβάνονται στις συλλογές τους στη διάθεση των χρηστών μέσω εξειδικευμένων τερματικών που καθιστούν δυνατή την εκτύπωσή τους σε χαρτί ή την αποθήκευσή τους σε φορητή μνήμη USB, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι αυτές οι πράξεις αναπαραγωγής, αντίθετα από ό,τι ισχύει για ορισμένες πράξεις ψηφιοποίησης ενός έργου, δεν είναι δυνατόν να επιτρέπονται, αφού δεν είναι αναγκαίες για να μπορεί το έργο αυτό να τίθεται στη διάθεση των χρηστών, μέσω εξειδικευμένων τερματικών, ενώ δεν πραγματοποιούνται από τα ιδρύματα, αλλά από τους χρήστες των τερματικών.

Ως εκ τούτου, το ΔΕΕ έδωσε την απάντηση στο τρίτο ερώτημα ότι το άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο ιδ΄, της οδηγίας 2001/29 έχει την έννοια ότι δεν καλύπτει πράξεις όπως είναι η εκτύπωση έργων σε χαρτί ή η αποθήκευσή τους σε φορητή μνήμη USB, τις οποίες πραγματοποιούν οι χρήστες μέσω εξειδικευμένων τερματικών, τα οποία είναι εγκατεστημένα εντός βιβλιοθηκών που είναι ανοικτές στο κοινό και τις οποίες αφορά η εν λόγω διάταξη. Αντίθετα, οι πράξεις αυτές είναι δυνατόν να επιτρέπονται βάσει της εθνικής νομοθεσίας που μεταφέρει στην εθνική έννομη τάξη τις εξαιρέσεις ή τους περιορισμούς που προβλέπονται στο άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο α΄ ή β΄, της οδηγίας αυτής, εφόσον πληρούνται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση οι προϋποθέσεις που θέτουν οι διατάξεις αυτές.

Το συμπέρασμα είναι ότι οι βιβλιοθήκες έχουν τη δυνατότητα να ψηφιοποιούν τα έργα τους και να τα θέτουν στη διάθεση του κοινού - εντός της βιβλιοθήκης - μέσω τερματικών, αλλά όχι και να καθιστούν δυνατή την εκτύπωσή τους ή την αποθήκευσή τους σε μνήμη USB, εκτός εάν το επιτρέψει αυτό η εθνική νομοθεσία. Ωστόσο, η απόφαση αυτή δεν καλύπτει καταρχήν την επιγραμμική διάθεση των έργων από online - ψηφιακές βιβλιοθήκες, αλλά κατά την άποψή μας, λόγω του ότι η απόφαση αναφέρεται στην παρουσίαση των έργων, θα μπορούσαν και οι επιγραμμικές ψηφιακές βιβλιοθήκες να επωφεληθούν από τη νομολογία αυτή.










Τετάρτη 16 Ιουλίου 2014

Βιντεοεπιτήρηση από ιδιώτες - η υπόθεση František Ryneš κατά Úřad pro ochranu osobních údajů στο ΔΕΕ



ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
NIILO JÄÄSKINEN
της 10ης Ιουλίου 2014 (Υπόθεση C‑212/13)
František Ryneš
κατά
Úřad pro ochranu osobních údajů
[αίτηση του Nejvyšší správní soud (Τσεχική Δημοκρατία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
Προτάσεις 
1. Γενικά 
Το Nejvyšší správní soud (Ανώτατο διοικητικό δικαστήριο, Τσεχική Δημοκρατία) υπέβαλε προδικαστικό ερώτημα προς το Δικαστήριο σε σχέση με την ερμηνεία της εξαιρέσεως στο άρθρο 3 παρ. 2 περ. β΄της οδηγίας 95/46, σύμφωνα με την οποία, η εν λόγω οδηγία δεν εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα «η οποία πραγματοποιείται από φυσικό πρόσωπο στο πλαίσιο αποκλειστικά προσωπικών ή οικιακών δραστηριοτήτων». Το ζήτημα προέκυψε  στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του František Ryneš και του Úřad pro ochranu osobních údajů (Γραφείου για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, στο εξής: Γραφείο), που έχει ως αντικείμενο απόφαση με την οποία το εν λόγω Γραφείο διαπίστωσε ότι ο F. Ryneš, τοποθετώντας κάτω από το γείσο της στέγης της οικίας του κάμερα ασφαλείας η οποία κατέγραφε όχι μόνον την οικία του, αλλά και τη δημόσια οδό και την απέναντι οικία, παρέβη πλειστάκις τη νομοθεσία περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
2. Ιστορικό της υπόθεσης
Κατά την περίοδο από 5 Οκτωβρίου 2007 έως 11 Απριλίου 2008, ο F. Ryneš χρησιμοποιούσε κάμερα τοποθετηθείσα κάτω από το γείσο της στέγης της οικίας του. Η κάμερα αυτή ήταν στερεωμένη, χωρίς δυνατότητα περιστροφής, και μαγνητοσκοπούσε την είσοδο της οικίας του, τη δημόσια οδό καθώς και την είσοδο της απέναντι οικίας. Το σύστημα παρείχε μόνο τη δυνατότητα καταγραφής, η οποία αποθηκευόταν σε μηχανισμό μαγνητοσκοπήσεως συνεχούς ροής, ήτοι σε σκληρό δίσκο. Άπαξ η μέγιστη χωρητικότητά του εξαντλείτο, διέγραφε την υπάρχουσα καταγραφή προκειμένου να υπάρξει χώρος για νέες καταγραφές. Ο μηχανισμός καταγραφής δεν διέθετε οθόνη, οπότε δεν υπήρχε δυνατότητα άμεσης επισκοπήσεως σε πραγματικό χρόνο. Μόνον ο F. Ryneš είχε άμεση πρόσβαση στο σύστημα και στα καταγεγραμμένα δεδομένα.Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι ο μόνος λόγος για τη χρήση της κάμερας αυτής από τον F. Ryneš ήταν η προστασία των αγαθών, της υγείας και της ζωής του, καθώς και της οικογενείας του. Συγκεκριμένα, τόσο ο ίδιος όσο και η οικογένεια του υπήρξαν θύματα επιθέσεων επί σειρά ετών από άγνωστο πρόσωπο το οποίο δεν κατέστη δυνατό να ταυτοποιηθεί. Περαιτέρω, μεταξύ 2005 και 2007 σημειώθηκαν επανειλημμένως επιθέσεις με θραύση των υαλοπινάκων των παραθύρων της ανήκουσας στη σύζυγό του οικίας.
Τη νύχτα της 6ης προς 7η Οκτωβρίου 2007, βλήμα ριφθέν από σφενδόνη έθραυσε υαλοπίνακα της οικίας του F. Ryneš. Χάρις στο επίμαχο σύστημα παρακολουθήσεως με κάμερα ασφαλείας, κατέστη δυνατό να εντοπιστούν δύο ύποπτοι. Οι καταγραφές παρεδόθησαν στην αστυνομία και, εν συνεχεία, απετέλεσαν αποδεικτικό στοιχείο του οποίου έγινε επίκληση στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας.
Κατόπιν αιτήματος ενός εκ των υπόπτων να εξεταστεί το σύστημα παρακολουθήσεως του F. Ryneš, το Γραφείο διαπίστωσε, με απόφαση της 4ης Αυγούστου 2008, ότι ο F. Ryneš είχε παραβεί πλειστάκις τον νόμο 101/2000 εκ του λόγου ότι:
–        ως υπεύθυνος της επεξεργασίας, είχε συλλέξει, μέσω κάμερας, δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα χωρίς τη συγκατάθεση των προσώπων που διέρχονταν κατά μήκος της οδού ή εισέρχονταν στην κείμενη από την άλλη πλευρά της οδού οικία,
–        οι ενδιαφερόμενοι δεν είχαν ενημερωθεί για την επεξεργασία αυτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, για την έκταση και τους σκοπούς της επεξεργασίας αυτής, για το πρόσωπο που πραγματοποιεί την επεξεργασία και για τον τρόπο με τον οποίον γινόταν η εν λόγω επεξεργασία ούτε για τα πρόσωπα που θα μπορούσαν να έχουν πρόσβαση στα εν λόγω δεδομένα,
–        ως υπεύθυνος της επεξεργασίας, ο F. Ryneš δεν είχε τηρήσει την απαίτηση περί κοινοποιήσεως της εν λόγω επεξεργασίας στο Γραφείο.
Την ασκηθείσα κατά της αποφάσεως αυτής προσφυγή του F. Ryneš απέρριψε το Městský soud της Πράγας με απόφαση της 25ης Απριλίου 2012. Ο F. Ryneš άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Nejvyšší správní soud αποφάσισε, με απόφαση της 20ής Μαρτίου 2013, να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα: «Μπορεί η λειτουργία συστήματος παρακολούθησης με κάμερα σε κατοικία με σκοπό την προστασία της ιδιοκτησίας, της υγείας και της ζωής των ιδιοκτητών της κατοικίας να χαρακτηριστεί ως επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα “η οποία πραγματοποιείται από φυσικό πρόσωπο στο πλαίσιο αποκλειστικά προσωπικών ή οικιακών δραστηριοτήτων” κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 95/46 [...], παρά το γεγονός ότι η κάμερα βιντεοσκοπεί και δημόσιο χώρο;»

3. Σκεπτικό
Η παρακολούθηση με κάμερα ασφαλείας χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι λειτουργεί σε μόνιμη και συστηματική βάση, ανεξαρτήτως της διαρκείας της ενδεχόμενης διατηρήσεως των καταγραφών η οποία μπορεί να ποικίλλει (20). Τονίζω ότι το παρόν προδικαστικό ερώτημα αφορά ένα είδος σταθερού συστήματος παρακολουθήσεως του δημόσιου χώρου, καθώς και της θύρας εισόδου της απέναντι οικίας και, με τον τρόπο αυτόν, παρέχει τη δυνατότητα ταυτοποιήσεως ενός απροσδιόριστου αριθμού προσώπων που βρίσκονται στα σημεία αυτά χωρίς προηγουμένως να έχουν ενημερωθεί σχετικά με την εν λόγω παρακολούθηση. Αντιθέτως, τα νομικά ζητήματα που συνδέονται με τις πραγματοποιούμενες μέσω κινητών τηλεφώνων, καμερών ή ψηφιακών φωτογραφικών μηχανών καταγραφές είναι διαφορετικής φύσεως, οπότε δεν προτίθεμαι να τα εξετάσω στο πλαίσιο των παρουσών προτάσεων. 
Πράγματι, το γεγονός ότι η παρακολούθηση με κάμερα ασφαλείας με καταγραφή εικόνων εμπίπτει στο πεδίο της οδηγίας 95/46, στον βαθμό που αυτή συνιστά καθ’ εαυτήν αυτόματη επεξεργασία (πράγμα το οποίο συμβαίνει στην περίπτωση των ψηφιακών καταγραφών) ή παρέχει τη δυνατότητα μιας τέτοιας επεξεργασίας, απορρέει ευθύς εξαρχής από την αιτιολογική σκέψη της 

  Η συνεκτίμηση του σκοπού της επεξεργασίας ως κριτηρίου για την εφαρμογή της οδηγίας 95/46
Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το ζήτημα εάν η εφαρμογή της εξαιρέσεως μπορεί να εξαρτάται από την πρόθεση του οικείου προσώπου εξετάστηκε σε μεγάλη έκταση. Πιο συγκεκριμένα, το ζήτημα που τίθεται είναι εάν μπορεί να διαπιστώνεται ο «αποκλειστικά προσωπικός ή οικιακός χαρακτήρας» της επεξεργασίας των δεδομένων υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου από τον υπεύθυνο της επεξεργασίας των δεδομένων σκοπού.Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να προσδιοριστεί εάν η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην οποία προέβη ο F. Ryneš εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, λαμβανομένης υπόψη της προθέσεώς του, στον βαθμό που η πρόθεση αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι προσδίδει στην εν λόγω επεξεργασία δεδομένων αποκλειστικά προσωπικό ή οικιακό χαρακτήρα.
Φρονώ ότι το πεδίο εφαρμογής ενός νομοθετήματος της Ένωσης δεν μπορεί να εξαρτάται από την πρόθεση του ενδιαφερομένου, εν προκειμένω του υπευθύνου της επεξεργασίας, στον βαθμό που μια τέτοια πρόθεση δεν είναι ούτε αντικειμενικώς επαληθεύσιμη επί τη βάσει εξωτερικών παραγόντων ούτε είναι κρίσιμη σε σχέση με τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα των οποίων τα δικαιώματα και τα συμφέροντα πλήττονται από την εν λόγω δραστηριότητα.

Δραστηριότητα αποκλειστικώς οικιακή ή αποκλειστικώς προσωπική
Στο πλαίσιο της οδηγίας 95/46, προκειμένου η εν λόγω εξαίρεση να μπορεί να τύχει εφαρμογής, δεν αρκεί όπως οι περιγραφείσες δραστηριότητες συνδέονται με προσωπικές ή οικιακές δραστηριότητες, αλλά πρέπει, πέραν τούτου, ο σύνδεσμος αυτός να είναι αποκλειστικός. Προσθέτω συναφώς ότι, κατά την άποψή μου, ουδεμία αμφιβολία υφίσταται ως προς το γεγονός ότι η προϋπόθεση περί αποκλειστικότητας εφαρμόζεται τόσο στις προσωπικές όσο και στις οικιακές δραστηριότητες. Διαπιστώνω ότι η παρακολούθηση κάποιου τρίτου με κάμερα ασφαλείας, ήτοι η συστηματική παρακολούθηση χώρων μέσω συσκευής που παράγει σήμα βίντεο καταγραφόμενο για τους σκοπούς της ταυτοποιήσεως προσώπων, έστω και εντός μιας οικίας, δεν μπορεί να θεωρείται ως αποκλειστικώς προσωπική, πλην όμως τούτο δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να εμπίπτει στην έννοια της οικιακής δραστηριότητας. Αντιθέτως, είναι αληθές, όπως υποστηρίζει η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, ότι η προστασία του απαραβίαστου μιας ιδιωτικής κατοικίας και η προστασία της από κλοπές και από κάθε παράνομη είσοδο συνιστούν δραστηριότητες που είναι βασικές για κάθε νοικοκυριό και, για τον λόγο αυτόν, μπορούν να θεωρηθούν ως οικιακές δραστηριότητες.
Εντούτοις, φρονώ ότι η παρακολούθηση με κάμερα ασφαλείας η οποία εκτείνεται στον δημόσιο χώρο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αποκλειστικώς οικιακήδραστηριότητα, διότι εκτείνεται σε πρόσωπα τα οποία δεν έχουν καμία σχέση με την εν λόγω οικογένεια και τα οποία επιθυμούν να διατηρήσουν την ανωνυμία τους. Όπως επισήμανε το Δικαστήριο, «το γεγονός ότι η διατήρηση δεδομένων και η εν συνεχεία χρήση τους πραγματοποιούνται χωρίς ο συνδρομητής ή ο εγγεγραμμένος χρήστης να ενημερώνονται σχετικώς μπορεί να προκαλέσει στα οικεία πρόσωπα […] την αίσθηση ότι η ιδιωτική τους ζωή αποτελεί το αντικείμενο διαρκούς παρακολουθήσεως».
Έτσι, η συστηματική παρακολούθηση με κάμερα ασφαλείας ενός δημόσιου χώρου από φυσικό πρόσωπο δεν εξαιρείται από την τήρηση των απαιτήσεων οι οποίες απορρέουν από την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που εφαρμόζονται επί της παρακολουθήσεως με κάμερα ασφαλείας από τα νομικά πρόσωπα και τις δημόσιες αρχές. Κατά τα λοιπά, η ερμηνεία αυτή παρέχει τη δυνατότητα να μην τυγχάνουν προνομιακής μεταχειρίσεως τα πρόσωπα που παρακολουθούν με κάμερα ασφαλείας τον έμπροσθεν μιας μονοκατοικίας δημόσιο χώρο σε σχέση με την παρακολούθηση που πραγματοποιείται πέριξ άλλων κτιρίων με καθεστώς συνιδιοκτησίας, διότι όλοι οι υπεύθυνοι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, είτε φυσικά είτε νομικά πρόσωπα, υπόκεινται στην περίπτωση αυτή στις αυτές απαιτήσεις.
Ως εκ τούτου, καταλήγω ότι η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως είναι αυτή στην οποία προέβη ο F. Ryneš δεν εμπίπτει στην έννοια των «αποκλειστικά προσωπικών ή οικιακών δραστηριοτήτων» και, ως εκ τούτου, η εν λόγω επεξεργασία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 95/46 και όχι στο ευνοϊκό καθεστώς της εν λόγω εξαιρέσεως. 
Εάν το Δικαστήριο αποφανθεί, όπως προτείνω, ότι η οδηγία 95/46 είναι εφαρμοστέα, η δραστηριότητα του F. Ryneš θα πρέπει να αναλυθεί στο πλαίσιο της εν λόγω οδηγίας η οποία σκοπεί να δημιουργήσει και να διασφαλίσει την ισορροπία μεταξύ των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των συμφερόντων των προσώπων. Πράγματι, το άρθρο 7, στοιχείο στ΄, της οδηγίας 95/46 προβλέπει δύο σωρευτικές προϋποθέσεις προκειμένου η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα να είναι σύννομη, ήτοι, αφενός, να είναι απαραίτητη για την ικανοποίηση εννόμου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος της επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα, και, αφετέρου, να μην προέχουν τα δικαιώματα και οι θεμελιώδεις ελευθερίες του ενδιαφερομένου προσώπου. Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η δεύτερη από τις προϋποθέσεις αυτές επιβάλλει στάθμιση των εμπλεκομένων δικαιωμάτων και συμφερόντων η οποία εξαρτάται, κατ’ αρχήν, από τις συγκεκριμένες περιστάσεις κάθε περιπτώσεως, στο πλαίσιο δε της σταθμίσεως αυτής το πρόσωπο ή το όργανο που προβαίνει στη στάθμιση πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη σημασία των δικαιωμάτων του ενδιαφερομένου τα οποία απορρέουν από τα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη.  Εν προκειμένω, φρονώ ότι η δραστηριότητα του F. Ryneš σκοπεί στην προστασία της ασκήσεως άλλων θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως είναι το δικαίωμα της ιδιοκτησίας και το δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή.