Σάββατο 29 Μαρτίου 2014

Υποχρέωση του φορέα παροχής υπηρεσιών Διαδικτύου να επιβάλει φραγή στην πρόσβαση σε ιστοχώρους που παραβιάζουν δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας



Η Constantin Film Verleih, γερμανική επιχείρηση η οποία έχει, μεταξύ άλλων, τα δικαιώματα των ταινιών «Vic le Viking» και «Pandorum», καθώς και η Wega Filmproduktionsgesellschaft, αυστριακή επιχείρηση η οποία έχει τα δικαιώματα της ταινίας «Η λευκή κορδέλα», αντελήφθησαν ότι οι ταινίες τους μπορούσαν, χωρίς τη συγκατάθεσή τους, να προβάλλονται και μάλιστα να τηλεφορτώνονται από τον ιστότοπο «kino.to».

Κατόπιν αίτησης των δύο αυτών επιχειρήσεων, τα αυστριακά δικαστήρια απαγόρευσαν στην UPC Telekabel Wien, φορέα παροχής προσβάσεως στο Διαδίκτυο, εγκατεστημένο στην Αυστρία, να παράσχει στους πελάτες του πρόσβαση στον ιστότοπο αυτό. Η UPC Telekabel φρονεί ότι δεν μπορεί να της επιβληθεί τέτοια απαγόρευση. Συγκεκριμένα, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, δεν διατηρούσε καμία εμπορική σχέση με τους διαχειριστές του kino.to και ουδέποτε αποδείχθηκε ότι οι πελάτες της ενήργησαν παρανόμως. Εξάλλου, η UPC Telekabel υποστηρίζει ότι τα διάφορα μέτρα αποκλεισμού, που μπορούν να τεθούν σε εφαρμογή, δύνανται, εν πάση περιπτώσει, να καταστρατηγηθούν τεχνικώς. Τέλος, ορισμένα από τα μέτρα αυτά είναι εξαιρετικώς δαπανηρά.

Επιληφθέν της διαφοράς κατ’ αναίρεση, το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο, Αυστρία) ζητεί από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει την οδηγία της Ένωσης για τα δικαιώματα του δημιουργού καθώς και τα αναγνωριζόμενα από το δίκαιο της Ένωσης θεμελιώδη δικαιώματα. Η οδηγία προβλέπει τη δυνατότητα των δικαιούχων να ζητούν τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων κατά των διαμεσολαβητών, οι υπηρεσίες των οποίων χρησιμοποιούνται για την προσβολή των δικαιωμάτων τους. Η UPC Telekabel θεωρεί ότι δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως διαμεσολαβητής συναφώς.

Με τη σημερινή απόφασή του, το Δικαστήριο απαντά στο Oberster Gerichtshof ότι πρόσωπο το οποίο θέτει στη διάθεση του κοινού σε ιστότοπο προστατευόμενα αντικείμενα, χωρίς τη συγκατάθεση των δικαιούχων, χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες της επιχειρήσεως η οποία παρέχει την πρόσβαση στο Διαδίκτυο σε πρόσωπα τα οποία αποκτούν πρόσβαση στα αντικείμενα αυτά.

Επομένως, φορέας παροχής προσβάσεως ο οποίος, όπως η UPC Telekabel, επιτρέπει στους πελάτες του την πρόσβαση σε προστατευόμενα αντικείμενα, τεθέντα στη διάθεση του κοινού στο Διαδίκτυο από τρίτον, είναι διαμεσολαβητής οι υπηρεσίες του οποίου χρησιμοποιούνται για την προσβολή του δικαιώματος του δημιουργού.

Το Δικαστήριο τονίζει συναφώς ότι η οδηγία η οποία αποσκοπεί στη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των δικαιούχων δεν απαιτεί ιδιαίτερη σχέση μεταξύ του προσώπου το οποίο προσβάλλει το δικαίωμα του δημιουργού και του διαμεσολαβητή εις βάρος του οποίου μπορεί να εκδοθεί διάταξη. Περαιτέρω, δεν απαιτείται να αποδειχθεί ότι οι πελάτες του φορέα παροχής προσβάσεως έχουν πράγματι πρόσβαση στα προστατευόμενα αντικείμενα που είναι προσβάσιμα στον ιστότοπο του τρίτου, διότι η οδηγία απαιτεί τα μέτρα τα οποία υποχρεούνται να λάβουν τα κράτη μέλη για να συμμορφωθούν με αυτήν να μην αποσκοπούν μόνον στο να τεθεί τέρμα στις προσβολές του δικαιώματος του δημιουργού ή των συγγενικών δικαιωμάτων, αλλά και στην πρόληψη των προσβολών αυτών.

Περαιτέρω, το Oberster Gerichtshof ζητεί να διευκρινιστεί αν τα αναγνωριζόμενα στο επίπεδο της Ένωσης θεμελιώδη δικαιώματα αντιτίθενται σε επιβαλλόμενη με δικαστική διάταξη σε φορέα παροχής προσβάσεως απαγόρευση να παρέχει στους πελάτες του πρόσβαση σε ιστότοπο ο οποίος θέτει στο Διαδίκτυο προστατευόμενα αντικείμενα χωρίς τη συγκατάθεση των δικαιούχων, όταν η διάταξη αυτή δεν διευκρινίζει τα μέτρα που πρέπει να λάβει ο φορέας αυτός, οι δε χρηματικές ποινές που προβλέπονται σε περίπτωση παραβιάσεως της εν λόγω απαγορεύσεως δεν επιβάλλονται στον εν λόγω φορέα εφόσον αυτός αποδείξει ότι έλαβε κάθε εύλογο μέτρο με σκοπό την εφαρμογή της απαγορεύσεως.

Συναφώς, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι, στο πλαίσιο της διατάξεως αυτής, τα δικαιώματα του δημιουργού και τα συγγενικά δικαιώματα (τα οποία αποτελούν μέρος του δικαίου της διανοητικής ιδιοκτησίας) εμπλέκονται κυρίως με την επιχειρηματική ελευθερία των οικονομικών φορέων (όπως οι φορείς παροχής προσβάσεως στο Διαδίκτυο), καθώς και με την ελευθερία πληροφορήσεως των χρηστών του Διαδικτύου. Ωστόσο, όταν εμπλέκονται πλείονα θεμελιώδη δικαιώματα, τα κράτη μέλη οφείλουν να βασίζονται σε ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης και του εθνικού τους δικαίου η οποία καθιστά δυνατή τη διασφάλιση της ορθής ισορροπίας μεταξύ των εν λόγω θεμελιωδών δικαιωμάτων.

Ειδικότερα, όσον αφορά την επιχειρηματική ελευθερία του φορέα παροχής προσβάσεως στο Διαδίκτυο, το Δικαστήριο κρίνει ότι η εν λόγω διάταξη δεν προσβάλλει προφανώς την ουσία του δικαιώματος αυτού, δεδομένου ότι, αφενός, αναθέτει στον αποδέκτη της την επιλογή των συγκεκριμένων μέτρων που πρέπει να λάβει προς επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος, οπότε ο εν λόγω αποδέκτης μπορεί να επιλέξει την εφαρμογή μέτρων που προσαρμόζονται καλύτερα στους διαθέσιμους πόρους και δυνατότητές του και συνάδουν με τις λοιπές υποχρεώσεις και προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπίσει κατά την άσκηση της δραστηριότητάς του και, αφετέρου, παρέχει στον αποδέκτη της τη δυνατότητα να απαλλαγεί της ευθύνης του εφόσον αποδείξει ότι έλαβε όλα τα εύλογα μέτρα.

Συνεπώς, το Δικαστήριο κρίνει ότι τα εμπλεκόμενα θεμελιώδη δικαιώματα δεν αντιτίθενται στη διάταξη αυτή, υπό τη διπλή προϋπόθεση ότι τα μέτρα που λαμβάνει ο φορέας παροχής προσβάσεως δεν στερούν ασκόπως από τους χρήστες τη δυνατότητα σύννομης προσβάσεως σε διαθέσιμες πληροφορίες και έχουν ως αποτέλεσμα να παρακωλύουν ή, τουλάχιστον, να δυσχεραίνουν τη μη εγκεκριμένη πρόσβαση σε προστατευόμενα αντικείμενα ή αποθαρρύνουν σοβαρώς την πρόσβαση των χρηστών σε αντικείμενα τα οποία τέθηκαν στη διάθεσή τους κατά παράβαση του δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας. Το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι οι χρήστες του Διαδικτύου, καθώς εξάλλου και ο φορέα παροχής προσβάσεως στο Διαδίκτυο μπορούν να προβάλλουν ενώπιον δικαστή τα δικαιώματά τους. Στις εθνικές αρχές και στα εθνικά δικαστήρια απόκειται να εξακριβώσουν αν πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές.

Η νομιμότητα υπερσυνδέσμων - Η απόφαση του ΔΕΕ στην απόφαση C 466/12 Nils Svensson κ.λπ. κατά Retriever Sveringe AB



Με την απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2014 (C-466/12) το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης πήρε θέση σε ένα πολύ σημαντικό νομικό ζήτημα που αφορά τη νομιμότητα της παραπομπής με υπερσυνδέσμους (links). Το ζήτημα αυτό είναι καίριο για τη λειτουργία ιστοτόπων που περιέχουν συνδέσμους, ιδίως deep links, με τους οποίους γίνεται παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων ιστοχώρων.

Το ζήτημα που τίθεται είναι κατά πόσο θίγεται η εξουσία παρουσίασης στο κοινό, σύμφωνα με το άρθρο 3 της οδηγίας 2001/29 που ορίζει ότι: «1.      Τα κράτη μέλη παρέχουν στους δημιουργούς το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν κάθε παρουσίαση στο κοινό των έργων τους, ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, καθώς και να καθιστούν προσιτά τα έργα τους στο κοινό κατά τρόπο ώστε οποιοσδήποτε να έχει πρόσβαση σε αυτά όπου και όταν επιλέγει ο ίδιος.
[...]
3.      Τα δικαιώματα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 δεν αναλώνονται με οιαδήποτε πράξη παρουσίασης ή διάθεσης στο κοινό, με την έννοια του παρόντος άρθρου.»  

Το δικαστήριο δέχθηκε ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 έχει την έννοια ότι δεν συνιστά πράξη παρουσίασης στο κοινό, κατά τη διάταξη αυτή, η παροχή σε ιστότοπο δυνάμενων να ενεργοποιηθούν με επιλογή συνδέσμων προς έργα που διατίθενται ελεύθερα σε άλλον ιστότοπο.


Συγκεκριμένα, δέχθηκε ότι για να εμπίπτει στην έννοια της παρουσίασης στο κοινό μια παρουσίαση, όπως είναι η πράξη της δημιουργίας συνδέσμου, η οποία αφορά τα ίδια έργα με την αρχική παρουσίαση και η οποία πραγματοποιήθηκε στο Διαδίκτυο, όπως και η αρχική παρουσίαση, δηλ. με τον ίδιο από τεχνική άποψη τρόπο, πρέπει να απευθύνεται σε νέο κοινό, δηλ. σε ένα κοινό που δεν λήφθηκε υπόψη από τους δικαιούχους, όταν αυτοί επέτρεψαν την αρχική παρουσίαση στο κοινό. Στην προκειμένη περίπτωση η διάθεση των οικείων έργων δεν συνεπάγεται την παρουσίαση τους σε ένα νέο κοινό, διότι στην αρχική παρουσίαση είχαν ελεύθερη πρόσβαση όλοι οι χρήστες του Διαδικτύου, ενώ οι χρήστες του ιστοτόπου που περιέχει σύνδεσμο, με τον οποίο γίνεται παραπομπή στον ιστοτόπο όπου είχε γίνει η αρχική παρουσίαση είναι θεωρητικά δυνητικοί αποδέκτες αυτής και, συνεπώς, περιλαμβάνονται στο κοινό που είχαν υπόψη τους οι δικαιούχοι όταν επέτρεψαν την αρχική παρουσίαση.

Επίσης, έκρινε ότι η παραπάνω διάταξη έχει την έννοια ότι είναι αντίθετο προς τη δυνατότητα κράτους μέλους να θεσπίζει ευρύτερη προστασία των κατόχων του δικαιώματος του δημιουργού, προβλέποντας ότι η έννοια της παρουσίασης στο κοινό περιλαμβάνει περισσότερες ενέργειες από αυτές που διαλαμβάνονται στη διάταξη αυτή.

 Το καίριο συμπέρασμα από την παραπάνω νομολογία είναι ότι δεν προσβάλλεται η εξουσία παρουσίασης στο κοινό με τη δημιουργία ενός συνδέσμου σε άλλο ιστοχώρο.

Βεβαίως, δεν πήρε θέση αν παραβιάζεται η εξουσία αναπαραγωγής, ωστόσο, το ζήτημα αυτό έλυσε  η απόφαση του γερμανικού Ακυρωτικού δικαστηρίου στην υπόθεση Paperboy[1], με την οποία έγινε δεκτό ότι η εισαγωγή ενός απώτερου συνδέσμου δεν παραβιάζει το δικαίωμα της αναπαραγωγής και το δικαίωμα της ψηφιακής διάδοσης του έργου, όπως ούτε και το δικαίωμα του κατασκευαστή στη βάση δεδομένων[2].

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
  Ιγγλεζάκης, Σύνδεσμοι (links) και πλαίσια (frames). Ζητήματα δικαίου πνευματικής και βιομηχανικής ιδιοκτησίας στο Διαδίκτυο, ΕΕΕυρΔ 2003, σελ. 697 επ.
Ιγγλεζάκης, Ζητήματα ευθύνης των φορέων παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας από τη χρήση συνδέσμων (links) στο διαδίκτυο. Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Επισκόπηση Εμπορικού Δικαίου 2011, σελ. 45 επ.


[1] Βλ. BGH, απόφαση της 17.7.2003.
[2] Ομοίως, δικαστήριο της Καλιφόρνια των ΗΠΑ έκρινε ότι η παραπομπή με απώτερους συνδέσμους δεν παραβιάζει δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας· βλ. Ticketmaster Corp. v. Tickets.com, Inc. Βλ. σχετικά K. Bodard/B. de Vuyst/G. Meyer, Deep Linking, Framing, Inlining and Extension of Copyrights: Recent Cases in Common Law Jurisdictions, eLaw March 2004, παρ. 13.