Ιωάννης Ιγγλεζάκης
Επικ. Καθηγητής Τμ. Νομικής ΑΠΘ
Δικηγόρος Θεσσαλονίκης
Η σύγχρονη ψηφιακή τεχνολογία έχει επιφέρει σημαντικές αλλαγές στη δημιουργία και εκμετάλλευση μουσικών, οπτικοακουστικών και άλλων έργων, καθώς κατέστησε δυνατή την αναπαραγωγή τους χωρίς απώλεια πιστότητας, όπως και τη διάδοσή τους στη συνέχεια, μέσα από το Διαδίκτυο που ως ένα οικουμενικό δίκτυο επικοινωνίας, επιτρέπει την πρόσβαση χρηστών σε αυτά, χωρίς περιορισμούς. Ωστόσο, για τους δημιουργούς και τους δικαιούχους δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων η ανεξέλεγκτη διάδοση έργων μέσω του Διαδικτύου αποτελεί σημαντικό πρόβλημα, καθώς είναι ιδιαίτερα δυσχερής η προσπάθεια ανάσχεσης της παράνομης κυκλοφορίας τους.
Το σημαντικότερο πρόβλημα δημιουργείται από την ανταλλαγή αρχείων μέσω δικτύων ομότιμων κόμβων (peer-to-peer networks), διαδικασία με την οποία καθίστανται διαθέσιμα σε κάθε χρήστη του Διαδικτύου, ανά τον κόσμο, ψηφιακά αρχεία μουσικής, ταινιών, προγραμμάτων η/υ κ.ά. Γενικότερα, η ανταλλαγή αρχείων είναι πολύ διαδεδομένη στο συμμετοχικό Διαδίκτυο ή Web 2.0 και το πιο σημαντικό είναι ότι οι χρήστες του Διαδικτύου δεν θεωρούν επιλήψιμη τη μεταφόρτωση αρχείων με προστατευόμενα έργα, αλλά την αντιμετωπίζουν ως αποδεκτή, προσδίδοντας και ιδεολογικά χαρακτηριστικά σε αυτήν, όπως φανερώνει η ανάδειξη πολιτικών κινήσεων σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, με αντικείμενο την ελεύθερη πρόσβαση στην πληροφορία και την αλλαγή των ρυθμίσεων που ισχύουν σε σχέση με την εκμετάλλευση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.
Ασφαλώς, η τεχνολογία ανταλλαγής αρχείων είναι εξαιρετικά καινοτόμος και χρήσιμη τεχνολογία, καθώς επιτρέπει την επικοινωνία ανεξάρτητων υπολογιστών χωρίς την ύπαρξη ενός κεντρικού κόμβου, καθιστώντας έτσι, τον απλό χρήστη του Διαδικτύου και διανομέα της πληροφορίας. Τα σύγχρονα δίκτυα ομότιμων κόμβων χρησιμοποιούν το πρωτόκολλο BitTorrent, μέσω του οποίου γίνεται δυνατός ο διαμοιρασμός μεγάλου όγκου δεδομένων. Συγκεκριμένα, το εν λόγω πρωτόκολλο επιτρέπει στους χρήστες να ανακτούν αρχεία από πλήθος πηγών και να τα μεταφορτώνουν ταυτόχρονα σε άλλους χρήστες, με τη βοήθεια ενός αρχείου torrent, το οποίο περιέχει μεταδεδομένα, δηλ. πληροφορίες για το περιεχόμενο του διαμοιραζόμενου αρχείου και την τοποθεσία των τμημάτων του αρχείου. Τα δίκτυα ομότιμων κόμβων που λειτουργούν χρησιμοποιώντας τη συγκεκριμένη τεχνολογία, όπως προκύπτει εμπειρικά, χρησιμοποιούνται σε μεγάλο βαθμό, αν και όχι αποκλειστικά, για τη διάδοση παράνομου περιεχομένου, δηλ. προστατευόμενων έργων χωρίς την άδεια του δημιουργού.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ανταλλαγή αρχείων μουσικών ή οπτικοακουστικών έργων δεν εμπίπτει στην εξαίρεση της αναπαραγωγής για ιδιωτική χρήση κατά το άρθρο 18 ν. 2121/1993, πρώτον, διότι στη διαδικασία αυτή εμπλέκονται μεγάλος αριθμός πρόσωπων/χρηστών του Διαδικτύου που δεν συνδέονται μεταξύ τους με στενούς οικογενειακούς ή φιλικούς δεσμούς και κατά δεύτερον, διότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του τεστ των τριών σταδίων (άρθρο 28 Γ ν. 2121/1993), καθ’ όσον η ελευθερία αναπαραγωγής εμποδίζει την κανονική εκμετάλλευση του έργου και θίγει αδικαιολόγητα τα έννομα συμφέροντα του δικαιούχου .
Πέρα από τα δίκτυα ομότιμων κόμβων χρησιμοποιούνται και άλλες τεχνολογίες για τον διαμοιρασμό αρχείων, που λειτουργούν παραβιάζοντας δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας. Εδώ συμπεριλαμβάνονται οι ιστότοποι αποθήκευσης αρχείων, όπως είναι το Megaupload, Hotfile, Mediafire κλπ., στους οποίους αποθηκεύουν οι χρήστες παράνομο περιεχόμενο και το καθιστούν προσιτό δημοσιεύοντας συνδέσμους που παραπέμπουν στη σχετική διαδικτυακή διεύθυνση, καθώς και οι υπηρεσίες διαδικτυακών συζητήσεων (forum) κοκ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η έκταση της δραστηριότητας αυτής είναι τέτοια, ώστε σύμφωνα με μια μελέτη, η απώλεια προσόδων της ευρωπαϊκής πολιτιστικής βιομηχανίας για τα έτη 2008-2015 υπολογίζεται στο ποσό των 240 δισ. Ευρώ και η απώλεια θέσεων εργασίας σε 1,2 εκ. Είναι σαφές λοιπόν ότι το φαινόμενο της διαδικτυακής πειρατείας έργων έχει ολέθριες συνέπειες για τους δημιουργούς και την πολιτιστική βιομηχανία.
Για την αντιμετώπιση του φαινομένου αυτού, οι εκπρόσωποι των δημιουργών και της πολιτιστικής βιομηχανίας ήγειραν αστικές αξιώσεις αποζημίωσης και άσκησαν ποινικές διώξεις κατά των διαχειριστών ιστοσελίδων ανταλλαγής αρχείων, αλλά και κατά των χρηστών, ατομικά. Τα μέτρα αυτά δεν είχαν, ωστόσο, θεαματικά αποτελέσματα και για το λόγο αυτό θεσμοθετήθηκαν μηχανισμοί επιβολής δικαιωμάτων, όπως είναι ο μηχανισμός των τριών σταδίων στη Γαλλία κ.ά. Στα ζητήματα που αφορούν τους μηχανισμούς επιβολής δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας θα αναφερθούμε στη συνέχεια.
Θα πρέπει, προηγουμένως, να σημειώσουμε ότι το νομικό πλαίσιο που διέπει την εκμετάλλευση έργων στο ψηφιακό περιβάλλον αποτελείται, κυρίως, από την οδηγία 2001/29 (για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας), ενώ για την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας εφαρμόζεται η οδηγία 2004/48. Και οι δύο αυτές οδηγίες έχουν ενσωματωθεί στο ελληνικό δίκαιο και συγκεκριμένα, στο ν. 2121/1993. Επίσης, η Επιτροπή της ΕΕ κατέθεσε πρόταση οδηγίας για την επιβολή ποινικών κυρώσεων με στόχο την επιβολή δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, η οποία όμως κατέστη αντικείμενο κριτικής, διότι οι ρυθμίσεις της διέπονταν από ασάφεια και ήταν μη αναλογικές. Σχετικά με την επιβολή δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας θα πρέπει να αναφέρουμε και τη διεθνή συνθήκη ACTA, η οποία προβλέπει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη πρέπει να υιοθετήσουν σχετικά μέτρα για την αντιμετώπιση της προσβολής δικαιωμάτων στο ψηφιακό περιβάλλον.
Για την αντιμετώπιση των προσβολών της πνευματικής ιδιοκτησίας από την παράνομη διάθεση έργων μέσω του Διαδικτύου οι δικαιούχοι στράφηκαν κατά των παρεχόντων υπηρεσιών ανταλλαγής αρχείων και πέτυχαν μια πρώτη νίκη κατά της υπηρεσίας Napster, στις ΗΠΑ. Αρνητική υπήρξε ωστόσο η κρίση του Εφετείου του Άμστερνταμ (και του Ανώτατου Δικαστηρίου της Ολλανδίας) όσον αφορά την ευθύνη των παροχέων στην περίπτωση του λογισμικού ανταλλαγής αρχείων KaZaA, καθώς έγινε δεκτό ότι οι διαχειριστές του ιστοτόπου μέσω του οποίου γίνονταν η διανομή του προγράμματος ανταλλαγής αρχείων δεν έφεραν ευθύνη για τις πράξεις των χρηστών και ήταν αδύνατος ο εντοπισμός των αρχείων που προσβάλλουν πνευματικά δικαιώματα. Τα συγκεκριμένα συστήματα λειτουργούσαν αποκεντρωμένα, χωρίς δηλ. να υπάρχει ένας κεντρικός κόμβος για την ανταλλαγή αρχείων και, συνεπώς, οι δημιουργού του λογισμικού δεν είχαν τη δυνατότητα επέμβασης κατά τη διαδικασία αυτή.
Παρόμοια ήταν και η κρίση αμερικανικού δικαστηρίου στην υπόθεση Metro Goldwyn Mayer v. Grokster, ωστόσο, η απόφαση αυτή ανατράπηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, το οποίο δέχθηκε ότι οι διανομείς λογισμικού ανταλλαγής αρχείων, όπως τα Morpheus και Gnutella συνέπραξαν στην προσβολή πνευματικών δικαιωμάτων, καθώς γνώριζαν ότι το λογισμικό αυτό χρησιμοποιούνταν για παράνομη ανταλλαγή μουσικών και οπτικοακουστικών έργων και επιδίωκαν την εγκατάσταση του σε όσο το δυνατόν περισσότερους υπολογιστές, εισπράττοντας μεγάλα ποσά από διαφημίσεις στις ιστοσελίδες τους.
Αξιομνημόνευτη είναι και η απόφαση ποινικού Δικαστηρίου της Στοκχόλμης που έκρινε τους διαχειριστές της ιστοσελίδας Pirate Bay ως ενόχους για το αδίκημα της προσβολής δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και τους καταδίκασε σε ποινές φυλάκισης, καθώς και στην καταβολή αστικών αποζημιώσεων. Το Δικαστήριο δεν δέχθηκε τον ισχυρισμό των κατηγορούμενων ότι δεν γνώριζαν τις δραστηριότητες των χρηστών, αλλά έκρινε αντίθετα ότι είναι συνεργοί στο αδίκημα της προσβολής του δικαιώματος του δημιουργού να καθιστά προσιτό το έργο του στο κοινό. Ιδίως έλαβε υπόψη του το δικαστήριο ότι η εν λόγω ιστοσελίδα φιλοξενούσε αρχεία torrent, μέσω των οποίων γινόταν δυνατή η ανταλλαγή αρχείων από τους χρήστες.
Μια άλλη τακτική των δικαιούχων είναι η άσκηση ποινικής δίωξης και η έγερση αστικών αξιώσεων αποζημίωσης κατά των χρηστών του Διαδικτύου, οι οποίοι είτε προβαίνουν σε ανάκτηση προστατευόμενων έργων είτε ταυτόχρονα μεταφορτώνουν τέτοια έργα, τα οποία καθιστούν προσιτά σε άλλους χρήστες. Η νομική θέση των χρηστών σε αυτή την περίπτωση είναι διαφορετική από αυτή των διαχειριστών ιστοσελίδων, οι οποίοι μπορεί να ισχυρισθούν ότι είναι διαμεσολαβητές υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, υπό την έννοια των άρθρων 12-14 της οδηγίας 2000/31/ΕΚ και ότι, ενδεχομένως, δεν φέρουν ευθύνη διότι δεν αποτελούν οι ίδιοι την αφετηρία μετάδοσης πληροφοριών ή δεν γνωρίζουν ότι οι χρήστες των υπηρεσιών τους προβαίνουν σε παράνομες δραστηριότητες. Τα δικαιώματα που θίγονται από την διακίνηση έργων χωρίς την άδεια του δημιουργού είναι δύο, το δικαίωμα αναπαραγωγής και το δικαίωμα του δημιουργού να καθιστά προσιτό το έργο του στο κοινό με άμεση επικοινωνία.
Ωστόσο, για να γίνει δυνατό να στραφούν οι δικαιούχοι κατά των πρόσωπων που διακινούν παρανόμως έργα προστατευόμενα από το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας μέσω του Διαδικτύου απαιτείται να αποκαλυφθεί η ταυτότητα του συνδρομητή που χρησιμοποιεί τα δίκτυα Ρ2Ρ για την παράνομη διακίνηση έργων. Ειδικότερα, πρέπει να γίνει ταυτοποίηση της διαδικτυακής διεύθυνσης ΙΡ που χρησιμοποιείται για το σκοπό αυτό με κάποιο πρόσωπο και τούτο, γίνεται δυνατό μόνο με τη συνεργασία με τους παροχείς πρόσβασης στο Διαδίκτυο, οι οποίοι διαθέτουν τα σχετικά στοιχεία. Τούτο, ωστόσο, θέτει ζήτημα παραβίασης των προσωπικών δεδομένων των χρηστών του Διαδικτύου, καθώς οι διευθύνσεις ΙΡ και τα στοιχεία ταυτότητας των συνδρομητών υπηρεσιών Διαδικτύου είναι προσωπικά δεδομένα, σύμφωνα με την πλέον κρατούσα άποψη.
Στην κοινοτική νομοθεσία και συγκεκριμένα, στο άρθρο 8 της οδηγίας 2004/48 προβλέπεται το δικαίωμα ενημέρωσης των δικαιούχων δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας. Συγκεκριμένα, ορίζεται ότι οι δικαστικές αρχές δύνανται να διατάσσουν την παροχή πληροφοριών, μετά από αίτημα του προσφεύγοντος, για τα δίκτυα διανομής εμπορευμάτων ή παροχής υπηρεσιών που προσβάλλουν δικαίωμα από τον παραβάτη ή/και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, το οποίο βρέθηκε να χρησιμοποιεί τις παράνομες υπηρεσίες σε εμπορική κλίμακα ή παρείχε, σε εμπορική κλίμακα, υπηρεσίες χρησιμοποιούμενες για την προσβολή δικαιώματος.
Το ζήτημα που ανακύπτει είναι αν από τη διάταξη αυτή και τις λοιπές διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας, ιδίως από την οδηγία 2001/29 και την οδηγία 2000/31, προκύπτει η υποχρέωση των κρατών μελών της ΕΕ να θεσπίσουν διατάξεις που να υποχρεώνουν τους παροχείς πρόσβασης στο Διαδίκτυο να κοινοποιούν τα στοιχεία των συνδρομητών τους στους δικαιούχους δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, στο πλαίσιο εκκρεμούς δίκης. Το ζήτημα αυτό απασχόλησε το ΔΕΕ στην υπόθεση Promusicae κατά Telefonica, όπου ζητήθηκαν από τη δεύτερη τα στοιχεία των συνδρομητών της που χρησιμοποιούσαν το πρόγραμμα ανταλλαγής αρχείων KaZaA.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η κοινοτική νομοθεσία δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη να προβλέπουν, την υποχρέωση γνωστοποιήσεως των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, προκειμένου να διασφαλίσουν την αποτελεσματική προστασία του δικαιώματος του δημιουργού στο πλαίσιο αστικής δίκης. Ωστόσο, δεν απαγορεύεται να το κάνουν, αλλά στην περίπτωση αυτή πρέπει να διασφαλίζεται η ισορροπία μεταξύ των διαφόρων θεμελιωδών δικαιωμάτων που προστατεύει η κοινοτική έννομη τάξη και ιδίως με το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής και να μην παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας. Παρόμοια ήταν η κρίση του ΔΕΕ και στην υπόθεση LSG-Gesellschaft zur Wahrnehmung von Leistungsschutzrechten GmbH κατά Tele2 Telecommunication GmbH LSG.
Ένα άλλο ζήτημα αφορά την ερμηνεία της προϋπόθεσης για παροχή πληροφοριών που είναι η προσβολή να λαμβάνει χώρα σε εμπορική κλίμακα. Ο Έλληνας νομοθέτης προέβλεψε ότι η ύπαρξη περισσότερων αντιτύπων θεωρείται επαρκής ένδειξη προσβολής σε εμπορική κλίμακα (άρθρο 63Α § 1 εδαφ. γ. Ν. 2121/1993). Στην περίπτωση της ανταλλαγής αρχείων μέσω του Διαδικτύου δεν είναι ωστόσο σαφές αν πληρούται η προϋπόθεση αυτή. Το κρίσιμο κατά την άποψη μας, στοιχείο είναι κατά πόσο γίνεται διάθεση μεγάλου αριθμού αντιγράφων έργων, η οποία εκτείνεται πέραν των ορίων της ιδιωτικής αναπαραγωγής. Η προϋπόθεση αυτή φαίνεται ότι πληρούται όταν οι χρήστες του Διαδικτύου προβαίνουν σε μεταφόρτωση αρχείων σε αόριστο αριθμό άλλων χρηστών ή ανακτούν οι ίδιοι μεγάλο αριθμό αρχείων, ενώ θα πρέπει να εξαιρούνται οι πράξεις των τελικών καταναλωτών που ενεργούν καλόπιστα, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη αρ. 14 της οδηγίας 2004/48/ΕΚ.
Σημαντικός είναι ο ρόλος των παροχέων υπηρεσιών Διαδικτύου στην προσπάθεια για την καταπολέμηση της πειρατείας. Ορισμένες αποφάσεις δικαστηρίων επέβαλλαν στους παροχείς υπηρεσιών την υποχρέωση να αποκλείσουν την πρόσβαση σε ιστοσελίδες που δημοσίευαν παράνομο περιεχόμενο , ακόμα και να φιλτράρουν το περιεχόμενο που διακινείται μέσω του Διαδικτύου , ενώ με τη συμφωνία Les accord Onliveness στη Γαλλία υποχρεώνονταν να περιορίσουν την πρόσβαση των χρηστών στο Διαδίκτυο, όταν αυτοί προέβαιναν σε παράνομη ανταλλαγή αρχείων.
Ωστόσο, η νομολογία του ΔΕΕ θέτει ορισμένους σαφείς περιορισμούς ως προς τις υποχρεώσεις που μπορούν να επιβληθούν. Συγκεκριμένα, στην απόφαση Scarlet κατά Sabam κρίθηκε η δυνατότητα επιβολής μέτρων αποκλεισμού ή παρεμπόδισης κάθε μορφής αποστολής ή παραλαβής αρχείων από συνδρομητές υπηρεσιών Διαδικτύου μέσω μηχανισμού χρήσεως φίλτρου από τους παροχείς υπηρεσιών πρόσβασης Διαδικτύου. Το ΔΕΕ έκρινε ότι δεν συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης η επιβολή υποχρέωσης προς φορέα παροχής της κοινωνίας της πληροφορίας να εγκαταστήσει τέτοιο μηχανισμό, ο οποίος θα εντοπίζει επί του συνόλου των επικοινωνιών μέσω διαδικτύου, τα διακινούμενα αρχεία με προγράμματα ανταλλαγής αρχείων, στη συνέχεια, θα εντοπίζει τα αρχεία επί των οποίων οι δικαιούχοι δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας διατείνονται ότι κατέχουν δικαιώματα, θα καθορίζει όσα αρχεία αποτελούν αντικείμενο παράνομης ανταλλαγής και τέλος, θα αποκλείει την ανταλλαγή αυτή.
Και τούτο, διότι σύμφωνα με το ΔΕΕ, η διαταγή αυτή επιβάλλει στον παροχέα υποχρέωση γενικής επιτήρησης, την οποία όμως απαγορεύει η διάταξη του άρθρου 15 § 1 της οδηγίας 2000/31/ΕΚ. Επιπλέον, μια τέτοια υποχρέωση έχει ως συνέπεια την προσβολή της επιχειρηματικής του ελευθερίας, διότι τον υποχρεώνει να θέσει σε λειτουργία ένα σύστημα πληροφορικής που είναι περίπλοκο, δαπανηρό και τον επιβαρύνει με έξοδα, κατά τούτο δε έρχεται σε αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 3 § 1 της οδηγίας 2004/48. Περαιτέρω, οδηγεί σε συστηματική επεξεργασία προσωπικών δεδομένων των χρηστών του διαδικτύου των οποίων τα δικαιώματα θίγονται κατ’ αυτόν τον τρόπο και, τέλος, θίγει την ελευθερία πληροφορήσεως, καθ’ ότι ενδέχεται κατά τη λειτουργία του μηχανισμού φιλτραρίσματος να αποκλείεται η επικοινωνία και νόμιμου περιεχομένου.
Οι επιπτώσεις από τη νομολογία αυτή είναι σημαντικές, καθώς καθιστά μη επιτρεπτά τα μέτρα κατά των παροχέων υπηρεσιών Διαδικτύου που συνεπάγονται το γενικό φιλτράρισμα και έλεγχο της διαδικτυακής επικοινωνίας. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι εν γένει ανεπίτρεπτη η επιβολή μέτρων αποκλεισμού συγκεκριμένων ιστοχώρων που αποδεδειγμένα παραβιάζουν δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας. Αντιθέτως, άλλα συστήματα όπως είναι τα φίλτρα ανίχνευσης ονομάτων χώρου (DNS filter) και ηλεκτρονικών διευθύνσεων (IP address filter) που αποκλείουν την πρόσβαση σε συγκεκριμένο όνομα χώρου, από την ιστοσελίδα του οποίου διακινείται παράνομο περιεχόμενο, δεν είναι αθέμιτα, όπως το παραπάνω σύστημα γενικού ελέγχου της διαδικτυακής επικοινωνίας.
Ένα άλλο σύστημα επιβολής δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, το οποίο στηρίζεται στη συνεργασία των δικαιούχων με τους μεσολαβητές υπηρεσιών Διαδικτύου και τις κρατικές αρχές είναι η διαδικασία τριών σταδίων ή riposte graduée), η οποία θεσπίσθηκε στη Γαλλία και ακολουθείται και από άλλες χώρες. Το σύστημα αυτό, όπως είναι σε ισχύ σήμερα, προβλέπει ότι η ανεξάρτητη Αρχή Hadopi λαμβάνει πληροφορίες σχετικά με χρήστες που με τις πράξεις τους παραβιάζουν δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, από ορκωτούς εμπειρογνώμονες που ορίζονται από ομάδες δικαιούχων και οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης. Ακολούθως, η Αρχή ταυτοποιεί τους χρήστες ζητώντας πληροφορίες από τους παροχείς πρόσβασης στο Διαδίκτυο και αποστέλλει ειδοποιήσεις σε αυτούς, καλώντας τους να μην χρησιμοποιούν τη διαδικτυακή τους σύνδεση για παράνομη ανταλλαγή αρχείων. Εάν η Αρχή διαπιστώσει ότι μετά από διάστημα έξι μηνών, ο ίδιος χρήστης επαναλάβει τη δραστηριότητα του αυτή, του αποστέλλει νέα ειδοποίηση, ενώ σε περίπτωση νέας παράβασης αποστέλλει σχετικό φάκελο στον αρμόδιο Εισαγγελέα που κρίνει αν θα ασκηθεί ποινική δίωξη στο πρόσωπο του χρήστη και να διατάξει τη διακοπή της σύνδεσης στο Διαδίκτυο. Εφόσον η υπόθεση οδηγηθεί σε ποινικό δικαστήριο, το δικαστήριο είναι αρμόδιο να επιδικάσει και αποζημίωση στους δικαιούχους.
Η διαδικασία των τριών σταδίων, κατά την άποψή μας, είναι λιγότερο επαχθής για τους χρήστες, διότι τους απευθύνονται δύο προειδοποιήσεις προτού τους ασκηθεί δίωξη και τους επιβληθεί η διακοπή της σύνδεσης τους με το Διαδίκτυο. Για τον σεβασμό των προσωπικών δεδομένων προβλέπεται, άλλωστε, ότι τα στοιχεία που αφορούν την παράνομη ανταλλαγή αρχείων συλλέγονται από ορκωτούς εμπειρογνώμονες και αποστέλλονται για επεξεργασία στην ανεξάρτητη Αρχή, ενώ τηρείται και η αρχή της αναλογικότητας. Βεβαίως, η διακοπή της σύνδεσης του χρήστη στο Διαδίκτυο συνιστά περιορισμό του δικαιώματος στην ελεύθερη έκφραση, ωστόσο είναι αναγκαίο μέτρο και ηπιότερο, όπως προαναφέρθηκε, από την άμεση άσκηση κατασταλτικών μέτρων.
Ολοκληρώνοντας θέλω να σημειώσω ότι τόσο η οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο όσο και η οδηγία για την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας πρόκειται να αναθεωρηθούν και πιστεύουμε ότι η εισαγωγή διατάξεων που θα καταστήσουν ευχερέστερη την επιβολή δικαιωμάτων των δικαιούχων στο ψηφιακό περιβάλλον θα λειτουργήσει θετικά και θα ανατρέψει τη σημερινή κατάσταση της ανομίας.