Μια σημαντική απόφαση για την ερμηνεία των κανόνων του δικαίου προστασίας προσωπικών δεδομένων εξέδωσε στις 4.5.2017 το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) στην υπόθεση C-13/16 «Rīgas satiksme». Συγκεκριμένα, το προδικαστικό ερώτημα αφορούσε την ερμηνεία της έννοιας του εννόμου συμφέροντος του υπεύθυνου επεξεργασίας ως λόγο που νομιμοποιεί τη νομιμότητα της επεξεργασίας δεδομένων (άρθρο 7 στοιχ. 7 της οδηγίας 95/46 και άρθρο 5 παρ. 2 στοιχ. ε΄ ν. 2472/1997, αντίστοιχα).
Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του αρμόδιου γραφείου για τη βεβαίωση τροχαίων παραβάσεων του διοικητικού δικαίου και υπαγόμενου στην εθνική αστυνομική διεύθυνση ασφάλειας της περιφέρειας της Ρίγας, στη Λετονία και της εταιρίας τρόλεϊ της πόλεως της Ρίγας (Rīgas satiksme), με αντικείμενο αίτημα γνωστοποιήσεως των δεδομένων ταυτοποιήσεως του υπαιτίου του ατυχήματος. Στη συγκεκριμένη περίπτωση έλαβε χώρα τροχαίο ατύχημα και η Rīgas satiksme υπέβαλε αίτηση στην αστυνομία, με την οποία ζητούσε πληροφορίες για το πρόσωπο στο οποίο είχε επιβληθεί διοικητική κύρωση μετά το ατύχημα, καθώς και αντίγραφα των δηλώσεων του οδηγού του ταξί και του επιβάτη σχετικά με τις συνθήκες του ατυχήματος, καθώς και το ονοματεπώνυμο, τον αριθμό δελτίου ταυτότητας και τη διεύθυνση κατοικίας του επιβάτη του ταξί. Η αστυνομία δέχθηκε εν μέρει την αίτηση της Rīgas satiksme και της κοινοποίησε το ονοματεπώνυμο του επιβάτη, αλλά αρνήθηκε να κοινοποιήσει τον αριθμό δελτίου ταυτότητας και τη διεύθυνση κατοικίας του. Η Rīgas satiksme άσκησε προσφυγή ενώπιον του πρωτοβάθμιου διοικητικού δικαστηρίου κατά της αποφάσεως της αστυνομίας, στο μέτρο που αρνήθηκε να της αποκαλύψει τον αριθμό δελτίου ταυτότητας και τη διεύθυνση του εμπλεκομένου στο ατύχημα επιβάτη. Συνακόλουθα, το δικαστήριο δέχθηκε την προσφυγή της Rīgas satiksme και η αστυνομία άσκησε αναίρεση. Το Δικαστήριο όμως είχε αμφιβολίες σχετικά με την αποτελεσματικότητα των τρόπων αποκτήσεως δεδομένων και διευκρίνισε ότι εάν η υποβαλλόμενη στο ληξιαρχείο αίτηση αναφέρει μόνον το όνομα του επιβάτη του ταξί, ενδέχεται να μην είναι δυνατή η ταυτοποίησή του χωρίς τον αριθμό δελτίου ταυτότητας, διότι είναι δυνατό να έχουν το ίδιο ονοματεπώνυμο πλέον του ενός πρόσωπα, καθώς και ότι ο αιτών πρέπει να γνωρίζει τουλάχιστον τη διεύθυνση του τόπου κατοικίας του καθού προκειμένου να ασκήσει αίτηση ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων. Συνακόλουθα, υπέβαλε προδικαστικό ερώτημα διότι εκτίμησε ότι υπάρχουν αμφιβολίες σχετικά με την ερμηνεία του όρου «απαραίτητη» στο άρθρο 7, στοιχείο στʹ, της οδηγίας αυτής.
Συνακόλουθα, τα ενδιαφέροντα στοιχεία της απόφασης, με την οποία γίνεται ερμηνεία της κρίσιμης διάταξης, είναι τα εξής:
Σύμφωνα με το ΔΕΕ, το άρθρο 7, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 95/46 δεν επιβάλλει, καθ’ εαυτό, υποχρέωση, αλλά εκφράζει απλώς τη δυνατότητα επεξεργασίας δεδομένων, όπως η ανακοίνωση σε τρίτο των δεδομένων που είναι απαραίτητα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου εκ μέρους του εννόμου συμφέροντος. Βεβαίως, η διάταξη αυτή δεν αντιτίθεται σε μια τέτοια γνωστοποίηση, σε περίπτωση που αυτή πραγματοποιείται βάσει του εθνικού δικαίου, τηρουμένων των προϋποθέσεων που προβλέπει η διάταξη αυτή.
Ειδικότερα, το άρθρο 7, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 95/46 προβλέπει τρεις σωρευτικές προϋποθέσεις για τη σύννομη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και δη, πρώτον, την επιδίωξη εννόμου συμφέροντος εκ μέρους του υπευθύνου της επεξεργασίας ή του τρίτου ή των τρίτων στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα, δεύτερον, την αναγκαιότητα της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου εννόμου συμφέροντος και, τρίτον, την προϋπόθεση ότι δεν προέχουν τα θεμελιώδη δικαιώματα και οι ελευθερίες του προσώπου το οποίο αφορά η προστασία των δεδομένων.
Όσον αφορά την προϋπόθεση σχετικά με την επιδίωξη εννόμου συμφέροντος, το ΔΕΕ έκρινε ότι είναι έννομο το συμφέρον που έχει τρίτος να αποκτήσει τις προσωπικές πληροφορίες προσώπου το οποίο επέφερε ζημία στην περιουσία του, ώστε να εναγάγει το πρόσωπο αυτό για αποζημίωση.
Περαιτέρω, όσον αφορά την προϋπόθεση περί αναγκαιότητας της επεξεργασίας των δεδομένων πρέπει να υπομνησθεί ότι οι παρεκκλίσεις και οι περιορισμοί της αρχής της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν πρέπει να υπερβαίνουν το αυστηρώς αναγκαίο μέτρο. Συνεπώς, η γνωστοποίηση μόνον του ονοματεπωνύμου του υπαιτίου της ζημίας δεν αρκεί για να εξακριβωθεί επαρκώς η ταυτότητά του ώστε να καταστεί δυνατό να εναχθεί αυτός ενώπιον δικαστηρίου. Είναι, συνεπώς, αναγκαίο για τον σκοπό αυτό να παρασχεθεί και η διεύθυνση και/ή ο αριθμός δελτίου ταυτότητας του προσώπου αυτού.
Τέλος, όσον αφορά την προϋπόθεση της σταθμίσεως των επίμαχων αντιτιθεμένων δικαιωμάτων και συμφερόντων, αυτή εξαρτάται, κατ’ αρχήν, από τις συγκεκριμένες περιστάσεις κάθε περιπτώσεως. Σχετικά, δε το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι είναι δυνατό να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η σοβαρότητα της προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων του προσώπου το οποίο αφορά η εν λόγω επεξεργασία μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με το εάν τα επίδικα δεδομένα περιλαμβάνονται ήδη σε προσβάσιμες στο κοινό πηγές.
Με βάση όλα τα παραπάνω, το Δικαστήριο έδωσε την απάντηση ότι: το άρθρο 7, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, έχει την έννοια ότι δεν επιβάλλει την υποχρέωση γνωστοποιήσεως δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτο, προκειμένου αυτός να μπορέσει να ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων για τη ζημία που του προκάλεσε το πρόσωπο το οποίο αφορά η προστασία των δεδομένων αυτών. Εντούτοις, το άρθρο 7, στοιχείο στʹ, της οδηγίας αυτής δεν αντιτίθεται σε μια τέτοιου είδους γνωστοποίηση βάσει του εθνικού δικαίου.
Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του αρμόδιου γραφείου για τη βεβαίωση τροχαίων παραβάσεων του διοικητικού δικαίου και υπαγόμενου στην εθνική αστυνομική διεύθυνση ασφάλειας της περιφέρειας της Ρίγας, στη Λετονία και της εταιρίας τρόλεϊ της πόλεως της Ρίγας (Rīgas satiksme), με αντικείμενο αίτημα γνωστοποιήσεως των δεδομένων ταυτοποιήσεως του υπαιτίου του ατυχήματος. Στη συγκεκριμένη περίπτωση έλαβε χώρα τροχαίο ατύχημα και η Rīgas satiksme υπέβαλε αίτηση στην αστυνομία, με την οποία ζητούσε πληροφορίες για το πρόσωπο στο οποίο είχε επιβληθεί διοικητική κύρωση μετά το ατύχημα, καθώς και αντίγραφα των δηλώσεων του οδηγού του ταξί και του επιβάτη σχετικά με τις συνθήκες του ατυχήματος, καθώς και το ονοματεπώνυμο, τον αριθμό δελτίου ταυτότητας και τη διεύθυνση κατοικίας του επιβάτη του ταξί. Η αστυνομία δέχθηκε εν μέρει την αίτηση της Rīgas satiksme και της κοινοποίησε το ονοματεπώνυμο του επιβάτη, αλλά αρνήθηκε να κοινοποιήσει τον αριθμό δελτίου ταυτότητας και τη διεύθυνση κατοικίας του. Η Rīgas satiksme άσκησε προσφυγή ενώπιον του πρωτοβάθμιου διοικητικού δικαστηρίου κατά της αποφάσεως της αστυνομίας, στο μέτρο που αρνήθηκε να της αποκαλύψει τον αριθμό δελτίου ταυτότητας και τη διεύθυνση του εμπλεκομένου στο ατύχημα επιβάτη. Συνακόλουθα, το δικαστήριο δέχθηκε την προσφυγή της Rīgas satiksme και η αστυνομία άσκησε αναίρεση. Το Δικαστήριο όμως είχε αμφιβολίες σχετικά με την αποτελεσματικότητα των τρόπων αποκτήσεως δεδομένων και διευκρίνισε ότι εάν η υποβαλλόμενη στο ληξιαρχείο αίτηση αναφέρει μόνον το όνομα του επιβάτη του ταξί, ενδέχεται να μην είναι δυνατή η ταυτοποίησή του χωρίς τον αριθμό δελτίου ταυτότητας, διότι είναι δυνατό να έχουν το ίδιο ονοματεπώνυμο πλέον του ενός πρόσωπα, καθώς και ότι ο αιτών πρέπει να γνωρίζει τουλάχιστον τη διεύθυνση του τόπου κατοικίας του καθού προκειμένου να ασκήσει αίτηση ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων. Συνακόλουθα, υπέβαλε προδικαστικό ερώτημα διότι εκτίμησε ότι υπάρχουν αμφιβολίες σχετικά με την ερμηνεία του όρου «απαραίτητη» στο άρθρο 7, στοιχείο στʹ, της οδηγίας αυτής.
Συνακόλουθα, τα ενδιαφέροντα στοιχεία της απόφασης, με την οποία γίνεται ερμηνεία της κρίσιμης διάταξης, είναι τα εξής:
Σύμφωνα με το ΔΕΕ, το άρθρο 7, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 95/46 δεν επιβάλλει, καθ’ εαυτό, υποχρέωση, αλλά εκφράζει απλώς τη δυνατότητα επεξεργασίας δεδομένων, όπως η ανακοίνωση σε τρίτο των δεδομένων που είναι απαραίτητα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου εκ μέρους του εννόμου συμφέροντος. Βεβαίως, η διάταξη αυτή δεν αντιτίθεται σε μια τέτοια γνωστοποίηση, σε περίπτωση που αυτή πραγματοποιείται βάσει του εθνικού δικαίου, τηρουμένων των προϋποθέσεων που προβλέπει η διάταξη αυτή.
Ειδικότερα, το άρθρο 7, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 95/46 προβλέπει τρεις σωρευτικές προϋποθέσεις για τη σύννομη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και δη, πρώτον, την επιδίωξη εννόμου συμφέροντος εκ μέρους του υπευθύνου της επεξεργασίας ή του τρίτου ή των τρίτων στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα, δεύτερον, την αναγκαιότητα της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου εννόμου συμφέροντος και, τρίτον, την προϋπόθεση ότι δεν προέχουν τα θεμελιώδη δικαιώματα και οι ελευθερίες του προσώπου το οποίο αφορά η προστασία των δεδομένων.
Όσον αφορά την προϋπόθεση σχετικά με την επιδίωξη εννόμου συμφέροντος, το ΔΕΕ έκρινε ότι είναι έννομο το συμφέρον που έχει τρίτος να αποκτήσει τις προσωπικές πληροφορίες προσώπου το οποίο επέφερε ζημία στην περιουσία του, ώστε να εναγάγει το πρόσωπο αυτό για αποζημίωση.
Περαιτέρω, όσον αφορά την προϋπόθεση περί αναγκαιότητας της επεξεργασίας των δεδομένων πρέπει να υπομνησθεί ότι οι παρεκκλίσεις και οι περιορισμοί της αρχής της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν πρέπει να υπερβαίνουν το αυστηρώς αναγκαίο μέτρο. Συνεπώς, η γνωστοποίηση μόνον του ονοματεπωνύμου του υπαιτίου της ζημίας δεν αρκεί για να εξακριβωθεί επαρκώς η ταυτότητά του ώστε να καταστεί δυνατό να εναχθεί αυτός ενώπιον δικαστηρίου. Είναι, συνεπώς, αναγκαίο για τον σκοπό αυτό να παρασχεθεί και η διεύθυνση και/ή ο αριθμός δελτίου ταυτότητας του προσώπου αυτού.
Τέλος, όσον αφορά την προϋπόθεση της σταθμίσεως των επίμαχων αντιτιθεμένων δικαιωμάτων και συμφερόντων, αυτή εξαρτάται, κατ’ αρχήν, από τις συγκεκριμένες περιστάσεις κάθε περιπτώσεως. Σχετικά, δε το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι είναι δυνατό να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η σοβαρότητα της προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων του προσώπου το οποίο αφορά η εν λόγω επεξεργασία μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με το εάν τα επίδικα δεδομένα περιλαμβάνονται ήδη σε προσβάσιμες στο κοινό πηγές.
Με βάση όλα τα παραπάνω, το Δικαστήριο έδωσε την απάντηση ότι: το άρθρο 7, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, έχει την έννοια ότι δεν επιβάλλει την υποχρέωση γνωστοποιήσεως δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτο, προκειμένου αυτός να μπορέσει να ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων για τη ζημία που του προκάλεσε το πρόσωπο το οποίο αφορά η προστασία των δεδομένων αυτών. Εντούτοις, το άρθρο 7, στοιχείο στʹ, της οδηγίας αυτής δεν αντιτίθεται σε μια τέτοιου είδους γνωστοποίηση βάσει του εθνικού δικαίου.