Κυριακή 14 Μαΐου 2017

ΔΕΕ: ερμηνεία του όρου "έννομο συμφέρον" στο άρθρο 7 στοιχ. στ΄ της οδηγίας 95/46/ΕΚ

Μια σημαντική απόφαση για την ερμηνεία των κανόνων του δικαίου προστασίας προσωπικών δεδομένων εξέδωσε στις 4.5.2017 το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) στην υπόθεση C-13/16 «Rīgas satiksme». Συγκεκριμένα, το προδικαστικό ερώτημα αφορούσε την ερμηνεία της έννοιας του εννόμου συμφέροντος του υπεύθυνου επεξεργασίας ως λόγο που νομιμοποιεί τη νομιμότητα της επεξεργασίας δεδομένων (άρθρο 7 στοιχ. 7 της οδηγίας 95/46 και άρθρο 5 παρ. 2 στοιχ. ε΄ ν. 2472/1997, αντίστοιχα).

Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του αρμόδιου γραφείου  για τη βεβαίωση τροχαίων παραβάσεων του διοικητικού δικαίου και υπαγόμενου στην εθνική αστυνομική διεύθυνση ασφάλειας της περιφέρειας της Ρίγας, στη Λετονία και της εταιρίας τρόλεϊ της πόλεως της Ρίγας (Rīgas satiksme), με αντικείμενο αίτημα γνωστοποιήσεως των δεδομένων ταυτοποιήσεως του υπαιτίου του ατυχήματος. Στη συγκεκριμένη περίπτωση έλαβε χώρα τροχαίο ατύχημα και η Rīgas satiksme υπέβαλε αίτηση στην αστυνομία, με την οποία ζητούσε πληροφορίες για το πρόσωπο στο οποίο είχε επιβληθεί διοικητική κύρωση μετά το ατύχημα, καθώς και αντίγραφα των δηλώσεων του οδηγού του ταξί και του επιβάτη σχετικά με τις συνθήκες του ατυχήματος, καθώς και το ονοματεπώνυμο, τον αριθμό δελτίου ταυτότητας και τη διεύθυνση κατοικίας του επιβάτη του ταξί. Η αστυνομία δέχθηκε εν μέρει την αίτηση της Rīgas satiksme και της κοινοποίησε το ονοματεπώνυμο του επιβάτη, αλλά αρνήθηκε να κοινοποιήσει τον αριθμό δελτίου ταυτότητας και τη διεύθυνση κατοικίας του. Η Rīgas satiksme άσκησε προσφυγή ενώπιον του πρωτοβάθμιου διοικητικού δικαστηρίου κατά της αποφάσεως της αστυνομίας, στο μέτρο που αρνήθηκε να της αποκαλύψει τον αριθμό δελτίου ταυτότητας και τη διεύθυνση του εμπλεκομένου στο ατύχημα επιβάτη. Συνακόλουθα, το δικαστήριο δέχθηκε την προσφυγή της Rīgas satiksme και η αστυνομία άσκησε αναίρεση. Το Δικαστήριο όμως είχε αμφιβολίες σχετικά με την αποτελεσματικότητα των τρόπων αποκτήσεως δεδομένων και διευκρίνισε ότι εάν η υποβαλλόμενη στο ληξιαρχείο αίτηση αναφέρει μόνον το όνομα του επιβάτη του ταξί, ενδέχεται να μην είναι δυνατή η ταυτοποίησή του χωρίς τον αριθμό δελτίου ταυτότητας, διότι είναι δυνατό να έχουν το ίδιο ονοματεπώνυμο πλέον του ενός πρόσωπα, καθώς και ότι ο αιτών πρέπει να γνωρίζει τουλάχιστον τη διεύθυνση του τόπου κατοικίας του καθού προκειμένου να ασκήσει αίτηση ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων. Συνακόλουθα, υπέβαλε προδικαστικό ερώτημα διότι εκτίμησε ότι υπάρχουν αμφιβολίες σχετικά με την ερμηνεία του όρου «απαραίτητη» στο άρθρο 7, στοιχείο στʹ, της οδηγίας αυτής.

Συνακόλουθα, τα ενδιαφέροντα στοιχεία της απόφασης, με την οποία γίνεται ερμηνεία της κρίσιμης διάταξης, είναι τα εξής:

Σύμφωνα με το ΔΕΕ, το άρθρο 7, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 95/46 δεν επιβάλλει, καθ’ εαυτό, υποχρέωση, αλλά εκφράζει απλώς τη δυνατότητα επεξεργασίας δεδομένων, όπως η ανακοίνωση σε τρίτο των δεδομένων που είναι απαραίτητα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου εκ μέρους του εννόμου συμφέροντος. Βεβαίως, η διάταξη αυτή δεν αντιτίθεται σε μια τέτοια γνωστοποίηση, σε περίπτωση που αυτή πραγματοποιείται βάσει του εθνικού δικαίου, τηρουμένων των προϋποθέσεων που προβλέπει η διάταξη αυτή.

Ειδικότερα, το άρθρο 7, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 95/46 προβλέπει τρεις σωρευτικές προϋποθέσεις για τη σύννομη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και δη, πρώτον, την επιδίωξη εννόμου συμφέροντος εκ μέρους του υπευθύνου της επεξεργασίας ή του τρίτου ή των τρίτων στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα, δεύτερον, την αναγκαιότητα της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου εννόμου συμφέροντος και, τρίτον, την προϋπόθεση ότι δεν προέχουν τα θεμελιώδη δικαιώματα και οι ελευθερίες του προσώπου το οποίο αφορά η προστασία των δεδομένων.

Όσον αφορά την προϋπόθεση σχετικά με την επιδίωξη εννόμου συμφέροντος, το ΔΕΕ έκρινε ότι είναι έννομο το συμφέρον που έχει τρίτος να αποκτήσει τις προσωπικές πληροφορίες προσώπου το οποίο επέφερε ζημία στην περιουσία του, ώστε να εναγάγει το πρόσωπο αυτό για αποζημίωση.

Περαιτέρω, όσον αφορά την προϋπόθεση περί αναγκαιότητας της επεξεργασίας των δεδομένων πρέπει να υπομνησθεί ότι οι παρεκκλίσεις και οι περιορισμοί της αρχής της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν πρέπει να υπερβαίνουν το αυστηρώς αναγκαίο μέτρο. Συνεπώς, η γνωστοποίηση μόνον του ονοματεπωνύμου του υπαιτίου της ζημίας δεν αρκεί για να εξακριβωθεί επαρκώς η ταυτότητά του ώστε να καταστεί δυνατό να εναχθεί αυτός ενώπιον δικαστηρίου. Είναι, συνεπώς, αναγκαίο για τον σκοπό αυτό να παρασχεθεί και η διεύθυνση και/ή ο αριθμός δελτίου ταυτότητας του προσώπου αυτού.

Τέλος, όσον αφορά την προϋπόθεση της σταθμίσεως των επίμαχων αντιτιθεμένων δικαιωμάτων και συμφερόντων, αυτή εξαρτάται, κατ’ αρχήν, από τις συγκεκριμένες περιστάσεις κάθε περιπτώσεως. Σχετικά, δε το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι είναι δυνατό να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η σοβαρότητα της προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων του προσώπου το οποίο αφορά η εν λόγω επεξεργασία μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με το εάν τα επίδικα δεδομένα περιλαμβάνονται ήδη σε προσβάσιμες στο κοινό πηγές.

Με βάση όλα τα παραπάνω, το Δικαστήριο έδωσε την απάντηση ότι: το άρθρο 7, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, έχει την έννοια ότι δεν επιβάλλει την υποχρέωση γνωστοποιήσεως δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτο, προκειμένου αυτός να μπορέσει να ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων για τη ζημία που του προκάλεσε το πρόσωπο το οποίο αφορά η προστασία των δεδομένων αυτών. Εντούτοις, το άρθρο 7, στοιχείο στʹ, της οδηγίας αυτής δεν αντιτίθεται σε μια τέτοιου είδους γνωστοποίηση βάσει του εθνικού δικαίου.










Παρασκευή 12 Μαΐου 2017

Επιστημονική Εκδήλωση ΕΝΑΣ

Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΈΝωσης ΑΣτικολόγων διοργανώνει επιστημονική εκδήλωση την 1η Ιουνίου 2017, ημέρα ΠΕΜΠΤΗ και ώρα 19:00, στην Αίθουσα Εκδηλώσεων του ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΑΘΗΝΩΝ, Ακαδημίας 60 (1ος όροφος), Αθήνα, με θέμα:
Ζητήματα από τον νέο Κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 για την προστασία δεδομένων

Εισηγητές:
•       Ευγενία Αλεξανδροπούλου-Αιγυπτιάδου, Καθηγήτρια Τμήματος Εφαρμοσμένης Πληροφορικής Πανεπιστημίου Μακεδονίας: «Καινοτόμες ρυθμίσεις του Κανονισμού 2016/679, με έμφαση στην προστασία των προσωπικών δεδομένων ανηλίκων»

•       Ιωάννης Ιγγλεζάκης, Αναπληρωτής Καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ: «Το δικαίωμα στη λήθη»
•       Λίλιαν Μήτρου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Τμήματος Μηχανικών Πληροφοριακών και Επικοινωνιακών Συστημάτων Πανεπιστημίου Αιγαίου: «Η συγκατάθεση ως βάση νομιμότητας της επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων στον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων»




Τρίτη 2 Μαΐου 2017

Πώληση συσκευής ανάγνωσης πολυμέσων που παραβιάζει το δικαίωμα παρουσίασης στο κοινό


Με την απόφαση στην υπόθεση C-527/15 (Stichting Brein), το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι η πώληση συσκευής ανάγνωσης πολυμέσων, στην οποία ενσωματώνονται αρχεία λογισμικού (add-ons) που καθιστούν δυνατή την προβολή σε οθόνη τηλεόρασης περιεχομένου από ιστοτόπους που μεταδίδουν σε ζωντανή ροή, συνιστά παρουσίαση στο κοινό, κατά την έννοια της οδηγίας 2001/29.

Ειδικότερα, τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης έχουν ως εξής: Ο J. F. W. πωλεί σε διάφορους διαδικτυακούς τόπους, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται ο δικός του ιστότοπος , διάφορα μοντέλα μιας διατάξεως αναγνώσεως πολυμέσων. Η διάταξη αυτή, η οποία πωλείται με την ονομασία «filmspeler», είναι μια συσκευή που λειτουργεί ως μέσο συνδέσεως μεταξύ, αφενός, μιας πηγής οπτικών και/ή ηχητικών δεδομένων και, αφετέρου, μιας οθόνης τηλεοράσεως. Στη διάταξη αυτή εγκατέστησε ένα λογισμικό ανοιχτής πηγής που καθιστά δυνατή την ανάγνωση αρχείων σε ένα εύχρηστο περιβάλλον διεπαφής μέσω ευρετηρίων, στο οποίο ενσωμάτωσε διαθέσιμα στο διαδίκτυο και κατασκευασμένα από τρίτους συμπληρωματικά αρχεία λογισμικού (πρόσθετα), χωρίς να τα τροποποιήσει, ορισμένα εκ των οποίων κατευθύνουν τους χρήστες του διαδικτύου σε συγκεκριμένους ιστοτόπους, στους οποίους διατίθενται προστατευόμενα έργα χωρίς την άδεια των δικαιούχων τους. Τα εν λόγω πρόσθετα περιέχουν συνδέσμους οι οποίοι, όταν ενεργοποιούνται με το τηλεχειριστήριο της συγκεκριμένης διατάξεως αναγνώσεως πολυμέσων, τη συνδέουν με ιστοτόπους μεταδόσεως σε συνεχή ροή που εκμεταλλεύονται τρίτοι και ορισμένοι εκ των οποίων παρέχουν πρόσβαση σε ψηφιακά δεδομένα με την άδεια των δικαιούχων τους, ενώ άλλοι παρέχουν πρόσβαση σε τέτοιου είδους δεδομένα χωρίς την άδεια των δικαιούχων τους. Ειδικότερα, η λειτουργία των προσθέτων συνίσταται στη λήψη του επιθυμητού περιεχομένου από ιστοτόπους μεταδόσεως σε συνεχή ροή και στην εκκίνηση προβολής τους με ένα απλό κλικ στη συνδεδεμένη με οθόνη τηλεοράσεως διάταξη αναγνώσεως πολυμέσων που πωλεί ο J. F. W., ο οποίος διαφήμιζε τη διάταξη αναγνώσεως πολυμέσων «filmspeler», δηλώνοντας ότι με αυτήν ήταν ιδίως δυνατή η δωρεάν και εύκολη προβολή σε οθόνη τηλεοράσεως του οπτικοακουστικού υλικού που ήταν διαθέσιμο στο διαδίκτυο χωρίς την άδεια των δικαιούχων.


To ΔΕΕ καταρχήν Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι, κατά πάγια νομολογία, για να συντρέχει «παρουσίαση στο κοινό» πρέπει ένα προστατευόμενο έργο να παρουσιάζεται με ειδικό τεχνικό τρόπο, διαφορετικό από όσους έχουν χρησιμοποιηθεί μέχρι πρότινος ή, άλλως, σε «νέο κοινό», δηλαδή κοινό το οποίο δεν είχε ήδη ληφθεί υπόψη από τους δικαιούχους όταν επέτρεψαν την αρχική παρουσίαση του έργου τους στο κοινό (αποφάσεις της 7ης Μαρτίου 2013, , C‑607/11, EU:C:2013:147, σκέψη 26 της 13ης Φεβρουαρίου 2014, , C-466/12, EU:C:2014:76, σκέψη 24, καθώς και της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, , C-160/15, EU:C:2016:644, σκέψη 37). Και επίσης, έχει σημασία αν η παρουσίαση στο κοινό, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, έχει κερδοσκοπικό χαρακτήρα.

Σύμφωνα με το Δικαστήριο, δεν πρόκειται, εν προκειμένω, για παροχή «απλώς» των υλικών μέσων με σκοπό να διευκολυνθεί ή να πραγματοποιηθεί η παρουσίαση. Πράγματι, όπως υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 53 και 54 των προτάσεών του, ο J. F. W., έχοντας πλήρη επίγνωση των συνεπειών της συμπεριφοράς του, εγκαθιστά εκ των προτέρων, στη διάταξη αναγνώσεως πολυμέσων «filmspeler» που εμπορεύεται, πρόσθετα τα οποία παρέχουν συγκεκριμένα στους αγοραστές της τη δυνατότητα προσβάσεως στα προστατευόμενα έργα, τα οποία έχουν αναρτηθεί σε ιστοτόπους μεταδόσεως σε συνεχή ροή χωρίς την άδεια των δικαιούχων τους, και τη δυνατότητα προβολής των έργων αυτών στην οθόνη της τηλεοράσεώς τους (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2006, , C-306/05, EU:C:2006:764, σκέψη 42). Η παρέμβαση αυτή, η οποία καθιστά δυνατή την άμεση διασύνδεση μεταξύ των διαδικτυακών τόπων που μεταδίδουν παρανόμως τα προστατευόμενα έργα και των αγοραστών της εν λόγω διατάξεως αναγνώσεως πολυμέσων, χωρίς την οποία οι εν λόγω αγοραστές θα μπορούσαν δυσχερώς να έχουν πρόσβαση στα έργα αυτά, διαφέρει από την παροχή απλώς των υλικών μέσων, για την οποία γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 27 της οδηγίας 2001/29.  

Το πιο κρίσιμο είναι, βεβαίως, ότι η παρουσίαση αυτή απευθύνεται σε απροσδιόριστο αριθμό δυνητικών αποδεκτών και αφορά σημαντικό αριθμό προσώπων. Έτσι, προκύπτει ότι, με την επίμαχη στην κύρια δίκη παρουσίαση, τα προστατευόμενα έργα παρουσιάζονται όντως σε «κοινό» κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29.

Επίσης, τονίζεται ότι, όταν αποδεικνύεται ότι ένα πρόσωπο που προσφέρει άμεση πρόσβαση σε προστατευόμενα έργα γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι ο υπερσύνδεσμος που τοποθέτησε παρέχει πρόσβαση σε παρανόμως αναρτημένο στο διαδίκτυο έργο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η παροχή του συγκεκριμένου υπερσυνδέσμου συνιστά «παρουσίαση στο κοινό», κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29.

Λόγω του ότι η πώληση της διατάξεως αναγνώσεως πολυμέσων «filmspeler» γινόταν εν πλήρη γνώσει του γεγονότος ότι τα πρόσθετα που περιείχαν προεγκατεστημένους στην εν λόγω διάταξη υπερσυνδέσμους παρέχουν πρόσβαση σε έργα παρανόμως αναρτημένα στο διαδίκτυο και η παροχή της εν λόγω διατάξεως αναγνώσεως πολυμέσων γίνεται με σκοπό το κέρδος, το δε τίμημα για την αγορά της διατάξεως αυτής καταβάλλεται ιδίως με σκοπό την άμεση πρόσβαση στα προστατευόμενα έργα, τα οποία είναι διαθέσιμα σε ιστοτόπους μεταδόσεως σε συνεχή ροή χωρίς την άδεια των δικαιούχων τους.

Έτσι, δίδεται η απάντηση ότι η «παρουσίαση στο κοινό», στο πλαίσιο του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, έχει την έννοια ότι καλύπτει την πώληση διατάξεως αναγνώσεως πολυμέσων, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, στην οποία έχουν προηγουμένως εγκατασταθεί πρόσθετα διαθέσιμα στο διαδίκτυο και περιέχοντα υπερσυνδέσμους προς ελευθέρως προσβάσιμους στο κοινό ιστοτόπους, οι οποίοι παρέχουν στο κοινό πρόσβαση σε έργα προστατευόμενα από το δικαίωμα του δημιουργού χωρίς την άδεια των δικαιούχων τους.

Το άλλο ερώτημα στο οποίο δόθηκε απάντηση ήταν αν οι  πράξεις προσωρινής αναπαραγωγής, σε διάταξη αναγνώσεως πολυμέσων όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, έργου προστατευόμενου από το δικαίωμα του δημιουργού και λαμβανόμενου μέσω συνεχούς ροής από ιστότοπο τρίτου, στον οποίο έχει αναρτηθεί το έργο αυτό χωρίς την άδεια του δικαιούχου του, πληρούν τις προϋποθέσεις των εν λόγω διατάξεων.

Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, μια πράξη αναπαραγωγής εξαιρείται του δικαιώματος αναπαραγωγής του άρθρου 2 της οδηγίας αυτής μόνον εάν πληροί πέντε προϋποθέσεις, ήτοι όταν:
–        η πράξη αυτή είναι προσωρινή·
–        είναι μεταβατική ή παρεπόμενη·
–        αποτελεί αναπόσπαστο και ουσιώδες τμήμα μιας τεχνολογικής μεθόδου·
–        έχει ως αποκλειστικό σκοπό να επιτρέψει την εντός δικτύου μετάδοση μεταξύ τρίτων μέσω διαμεσολαβητή ή τη νόμιμη χρήση ενός έργου ή άλλου προστατευόμενου αντικειμένου και
–        η εν λόγω πράξη δεν έχει καμία ανεξάρτητη οικονομική σημασία.
Σημειώνεται ότι οι προϋποθέσεις αυτές πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς υπό την έννοια ότι, εάν δεν πληρούται έστω και μία εξ αυτών, η πράξη αναπαραγωγής δεν εξαιρείται, βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, του δικαιώματος αναπαραγωγής.

Σχετικά, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι οι πράξεις προσωρινής αναπαραγωγής, σε διάταξη αναγνώσεως πολυμέσων όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, έργων προστατευόμενων από το δικαίωμα δημιουργού και λαμβανόμενων μέσω συνεχούς ροής από ιστοτόπους τρίτων, στους οποίους έχουν αναρτηθεί τα έργα αυτά χωρίς την άδεια των δικαιούχων τους, αντίκεινται στην κανονική εκμετάλλευση των έργων αυτών και θίγουν αδικαιολογήτως τα έννομα συμφέροντα του δικαιούχου, καθόσον, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 78 και 79 των προτάσεών του, συνεπάγονται συνήθως μείωση των σχετικών με τα συγκεκριμένα προστατευόμενα έργα νομίμων συναλλαγών, η οποία προκαλεί αδικαιολόγητη ζημία στους δικαιούχους

Κατόπιν τούτων, δίδεται η απάντηση ότι οι διατάξεις του άρθρου 5, παράγραφοι 1 και 5, της οδηγίας 2001/29 έχουν την έννοια ότι πράξεις προσωρινής αναπαραγωγής, σε διάταξη αναγνώσεως πολυμέσων όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, έργου προστατευόμενου από το δικαίωμα δημιουργού και λαμβανόμενου μέσω συνεχούς ροής από ιστότοπο τρίτου, στον οποίο έχει αναρτηθεί το έργο αυτό χωρίς την άδεια του δικαιούχου του, δεν πληρούν τις προϋποθέσεις των εν λόγω διατάξεων της οδηγίας.