Στη Χώρα μας,μέτρα για ασφάλεια συστημάτων πληροφορικής και
δικτύων προβλέπονται, σήμερα, μόνο σε σχέση με την προστασία προσωπικών δεδομένων
και την προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας. Ειδικότερα, σχετικές διατάξεις
υφίστανται στο Ν. 2472/1997 και τον Ν. 3471/2006.
Καταρχήν, στο Ν.2472/1997 (άρθρο 10 παρ. 3) που διέπει την προστασία προσωπικών δεδομένων, γενικά
προβλέπεται η υποχρέωση του υπεύθυνου επεξεργασίας να λαμβάνει τα κατάλληλα οργανωτικά
και τεχνικά μέτρα για την ασφάλεια των δεδομένων και την προστασία τους από τυχαία
ή αθέμιτη καταστροφή, τυχαία απώλεια, αλλοίωση, απαγορευμένη διάδοση ή πρόσβαση
και κάθε άλλη μορφή αθέμιτης επεξεργασίας. Σύμφωνα με την ίδια διάταξη, αυτά τα
μέτρα πρέπει να εξασφαλίζουν επίπεδο ασφαλείας ανάλογο προς τους κινδύνους που συνεπάγεται
η επεξεργασία και η φύση των δεδομένων που είναι αντικείμενο της επεξεργασίας.
Παραπέρα, στο Ν.3471/2006, ο οποίος βρίσκει εφαρμογή κατά την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων στο
πλαίσιο της παροχής υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, προβλέπεται ότι «ο φορέας
παροχής διαθεσίµων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών οφείλει να λαµβάνει
τα ενδεδειγµένα τεχνικά και οργανωτικά µέτρα, προκειµένου να προστατεύεται η ασφάλεια
των υπηρεσιών του, καθώς και η ασφάλεια του δηµοσίου δικτύου ηλεκτρονικών επικοινωνιών.
Τα µέτρα αυτά, εφόσον είναι αναγκαίο, λαµβάνονται από κοινού µε τον φορέα παροχής
του δηµοσίου δικτύου ηλεκτρονικών επικοινωνιών, πρέπει δε να εγγυώνται επίπεδο ασφαλείας
ανάλογο προς τον υπάρχοντα κίνδυνο, λαµβανοµένων υπόψη αφ' ενός των πλέον προσφάτων
τεχνικών δυνατοτήτων αφ' ετέρου δε του κόστους εφαρµογής τους» (άρθρο 12 παρ.
1).
Πιο ειδικά, στην περίπτωση που
υφίσταται ιδιαίτερος κίνδυνος παραβίασης της ασφάλειας του δηµοσίου δικτύου ηλεκτρονικών
επικοινωνιών, ο φορέας που παρέχει διαθέσιµη στο κοινό υπηρεσία ηλεκτρονικών επικοινωνιών
οφείλει να ενηµερώσει τους συνδροµητές. Εφόσον ο κίνδυνος αυτός είναι εκτός του
πεδίου των µέτρων που οφείλει να λαµβάνει ο πάροχος της υπηρεσίας, ο φορέας έχει
την υποχρέωση να ενηµερώνει τους συνδροµητές και για όλες τις δυνατότητες αποτροπής
του κινδύνου, καθώς και για το αναµενόµενο κόστος.
Σχετικές ρυθμίσεις προβλέπονται
και στο Ν. 4070/2012 όσον αφορά την ασφάλεια και την ακεραιότητα δικτύων και υπηρεσιών
ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 37 παρ. 1 του νόμου,
«οι επιχειρήσεις που παρέχουν δημόσια δίκτυα επικοινωνιών ή υπηρεσίες ηλεκτρονικών
επικοινωνιών που διατίθενται στο κοινό λαμβάνουν πρόσφορα τεχνικά και οργανωτικά
μέτρα για την κατάλληλη διαχείριση του κινδύνου όσον αφορά στην ασφάλεια των δικτύων
και υπηρεσιών. Τα μέτρα αυτά, λαμβάνοντας υπόψη τις πλέον πρόσφατες τεχνικές δυνατότητες,
πρέπει να εξασφαλίζουν επίπεδο ασφάλειας ανάλογο προς τον υφιστάμενο κίνδυνο. Οι
επιχειρήσεις αυτές λαμβάνουν ιδίως μέτρα για την αποτροπή και ελαχιστοποίηση των
επιπτώσεων από περιστατικά ασφαλείας που επηρεάζουν τους χρήστες και τα διασυνδεμένα
δίκτυα». Σημαντικό είναι ότι, σύμφωνα με άλλη διάταξη του ίδιου νόμου (άρθρο 37
παρ. 4), κάθε παραβίαση της ασφάλειας ή απώλεια της ακεραιότητας που είχε σημαντικό
αντίκτυπο στη λειτουργία δικτύων ή υπηρεσιών, πρέπει να κοινοποιείται από τις επιχειρήσεις
που παρέχουν πρόσβαση σε δίκτυα ή υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών στην Εθνική
Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (Ε.Ε.Τ.Τ.), η οποία με τη σειρά της κοινοποιεί
κάθε παραβίαση της ασφάλειας ή απώλεια της ακεραιότητας στην Αρχή Διασφάλισης του
Απορρήτου των Επικοινωνιών (Α.Δ.Α.Ε.), η οποία ενημερώνει τις αρμόδιες εθνικές αρχές
σε άλλα κράτη μέλη της ΕΕ και τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για την Ασφάλεια Δικτύων και
Πληροφοριών (ENISA), όπως, ενδεχομένως και το κοινό.
Οι ρυθμίσεις της νομοθεσίας για
τα προσωπικά δεδομένα και τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες έχουν, ωστόσο, περιορισμένο
πεδίο εφαρμογής και, ως εκ τούτου, εύλογα γίνεται η διαπίστωση ότι υφίσταται ρυθμιστικό
έλλειμμα σε ό,τι αφορά την προστασία από τους κινδύνους και τις απειλές για την
ασφάλεια των συστημάτων και των δικτύων πληροφορικής, στη Χώρα μας.
Για την αντιμετώπιση των σχετικών
κινδύνων απαιτείται συντονισμένη προσπάθεια και ειδικότερα, η κατάρτιση εθνικής
στρατηγικής κυβερνοασφάλειας και η θέσπιση μέτρων ασφάλειας δικτύων και πληροφοριών,
όπως και αντιμετώπισης κινδύνων που να εμπλέκουν όλους τους φορείς, δηλ. τις δημόσιες
αρχές, τους φορείς εκμετάλλευσης υποδομών ζωτικής σημασίας και τους ιδιώτες που
παρέχουν υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι και στη
Χώρα μας έχει συνταχθεί προσχέδιο Εθνικής Στρατηγικής Κυβερνοασφάλειας που προβλέπει
μέτρα, ανάλογα με όσα προβλέπονται και σε αντίστοιχα ρυθμιστικά κείμενα της αλλοδαπής.
Σε αυτό προβλέπονται ως στρατηγικές κατευθύνσεις: α) η δημιουργία ενός ασφαλούς,
ανθεκτικού και αξιόπιστου διαδικτυακού περιβάλλοντος όπου θα διασφαλίζεται η ακεραιότητα,
διαθεσιμότητα και η εμπιστευτικότητα της διακινούμενης πληροφορίας, β) η ανάδειξη
της κυβερνοασφάλειας ως θέματος κοινού ενδιαφέροντος και υπευθυνότητας όλων των
εμπλεκόμενων φορέων, δημόσιων και ιδιωτικών, γ) η ευαισθητοποίηση του πληθυσμού
για την ευθύνη καθενός εντός του κυβερνοχώρου και δ) η δραστηριοποίηση της Ελληνικής
Δημοκρατίας σε διεθνές επίπεδο και ειδικότερα μέσω της ανταλλαγής πληροφοριών, της
διαμόρφωσης διεθνών στρατηγικών, της ανάπτυξης και υιοθέτησης κανονισμών, της συμμετοχής
σε κοινές ασκήσεις και την ανάληψη πρωτοβουλιών ή κοινών έργων με άλλες χώρες. Ιδιαίτερα
σημαντικό είναι ότι προβλέπεται η δημιουργία Εθνικής Αρχής Κυβερνοασφάλειας, με
διευρυμένες αρμοδιότητες και με διοικητική και επιχειρησιακή δομή ανάλογη με ένα
εθνικό κέντρο αντιμετώπισης έκτακτων περιστατικών ασφάλειας (CERT). H Aρχή αυτή θα φέρει την ευθύνη
υλοποίησης της Εθνικής Στρατηγικής και θα παρακολουθεί, συντονίζει και αξιολογεί
το έργο των εμπλεκόμενων φορέων με σκοπό την υλοποίηση της Εθνικής Στρατηγικής.
Βεβαίως, πρέπει να αναφερθεί ότι
ήδη λειτουργεί στη Χώρα μας, η Εθνική Αρχή Αντιμετώπισης Ηλεκτρονικών Επιθέσεων
(Εθνικό CERT) – στο πλαίσιο της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών –, η οποία έχει ως
αποστολή να μεριμνά για την πρόληψη και τη στατική και ενεργητική αντιμετώπιση ηλεκτρονικών
επιθέσεων κατά δικτύων επικοινωνιών, εγκαταστάσεων αποθήκευσης πληροφοριών και συστημάτων
πληροφορικής, καθώς και για τη συλλογή, την επεξεργασία δεδομένων και την ενημέρωση
των αρμόδιων φορέων[1].
Η αρμοδιότητά της, ωστόσο, είναι περιορισμένη, καθ’ όσον αφορά μόνο τις ηλεκτρονικές
απειλές προς τον Δημόσιο τομέα και τις κρίσιμες υποδομές της χώρας.
Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης,
έχουν ληφθεί μεμονωμένα νομοθετικά μέτρα για την αντιμετώπιση του ηλεκτρονικού εγκλήματος
με πιο πρόσφατη, την οδηγία 2013/40/EE για τις επιθέσεις κατά συστημάτων πληροφοριών
και την αντικατάσταση της απόφασης-πλαίσιο 2005/222/ΔΕΥ του Συμβουλίου.
Στις 7.2.2013 κατατέθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Πρόταση Οδηγίας σχετικά με την εξασφάλιση κοινού υψηλού επιπέδου ασφάλειας δικτύωνκαι πληροφοριών, η οποία αναμένεται να εγκριθεί σύντομα και η οποία θα αποτελέσει
ορόσημο για την αντιμετώπιση των σύγχρονων προκλήσεων στο ζήτημα της Κυβερνοασφάλειας.
Ειδικότερα, η ψήφιση της οδηγίας
θα επιφέρει βελτίωση της ασφάλειας του διαδικτύου και των ιδιωτικών δικτύων και
συστημάτων πληροφοριών που υποστηρίζουν τη λειτουργία των Ευρωπαϊκών κοινωνιών και
των οικονομιών. Οι στόχοι αυτοί θα επιτευχθούν απαιτώντας από τα κράτη μέλη της
ΕΕ να αυξήσουν την ετοιμότητά τους, να βελτιώσουν τη μεταξύ τους συνεργασία, και
ζητώντας από τους φορείς εκμετάλλευσης των υποδομών ζωτικής σημασίας, όπως είναι
η ενέργεια, οι μεταφορές, καθώς και από τους βασικούς παρόχους υπηρεσιών της κοινωνίας
της πληροφορίας (πλατφόρμες ηλεκτρονικού εμπορίου, κοινωνικά δίκτυα κλπ), όπως και
από τις δημόσιες διοικήσεις να θεσπίσουν κατάλληλα μέτρα για τη διαχείριση των κινδύνων
για την ασφάλεια και να αναφέρουν τα σοβαρά συμβάντα στις αρμόδιες εθνικές αρχές.
Η οδηγία είναι μέτρο ελάχιστης εναρμόνισης και αυτό σημαίνει ότι τα κράτη μέλη μπορούν
να λάβουν μέτρα που να εξασφαλίζουν υψηλότερο επίπεδο ασφαλείας.
Μεταξύ των άλλων, προβλέπεται
στο σχέδιο οδηγίας, κατά πρώτον, η κατάρτιση Εθνικής στρατηγικής για την ασφάλεια
δικτύων και πληροφοριών και εθνικό σχέδιο συνεργασίας για την ασφάλεια δικτύων και
πληροφοριών. Κατά δεύτερον, προβλέπεται η δημιουργία αρμόδιας εθνικής αρχής για
την ασφάλεια των συστημάτων δικτύων και πληροφοριών, αλλά και η κατάρτιση ομάδας
αντιμετώπισης έκτακτων αναγκών στην πληροφορική (“CERT”) που θα είναι υπεύθυνη για τον χειρισμό
συμβάντων και κινδύνων. Περαιτέρω, ρυθμίζονται ζητήματα συνεργασίας μεταξύ αρμόδιων
αρχών, στο πλαίσιο της οποίας προβλέπεται η δημιουργία δικτύου συνεργασίας και ενός
ασφαλούς συστήματος ανταλλαγής πληροφοριών, η παροχή έγκαιρων ειδοποιήσεων κοκ.
Ιδιαίτερα σημαντικές είναι οι ουσιαστικού δικαίου ρυθμίσεις (στο κεφάλαιο IV), όπου θεσπίζονται οι απαιτήσεις
ασφάλειας που αφορούν τη δημόσια διοίκηση και τους φορείς της αγοράς κλπ. Τέλος,
προβλέπεται η θέσπιση κυρώσεων σε περίπτωση παραβίασης των εθνικών διατάξεων που
θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή της οδηγίας, οι οποίες πρέπει να είναι ουσιαστικές, αναλογικές
και αποτρεπτικές.