Σάββατο 18 Μαρτίου 2017

Άρση απορρήτου όταν αντικείμενο έρευνας αποτελούν δεδομένα που είναι αποθηκευμένα στο νέφος (cloud storage)

ΣυμβΠλημΑθ 613/2016

Με τη διάταξη του Συμβουλίου κρίθηκε το ζήτημα αν θα πρέπει να ακολουθηθεί η διαδικασία περί άρσης απορρήτου των επικοινωνιών (Ν. 2225/1994) για την ανεύρεση και χρήση σε δίκη αρχείων πορνογραφίας ανηλίκων αποθηκευμένα σε μια υπηρεσία αποθήκευσης στο νέφος (cloud storage), όπως dropbox, skydrive, google drive κτλ, με τα οποία ήταν συνδεδεμένοι υπολογιστές και κινητά τηλέφωνα υπόπτου για διακίνηση υλικού παιδικής πορνογραφίας. 

Το ερώτημα αυτό τίθεται διότι στην περίπτωση της νεφοϋπολογιστικής τα δεδομένα αποθηκεύονται σε έναν απομακρυσμένο, εξωτερικό, σκληρό δίσκο, στον οποίο ωστόσο αυτά αποστέλλονται μέσω δικτύου. Η αποστολή δεδομένων στο νέφος, συνεπώς, συνιστά επικοινωνία και συνεπώς, τίθεται θέμα άρσης του απορρήτου της επικοινωνίας που προστατεύονται συνταγματικά βάσει του άρθρου 19 Συντ., αντίθετα απ' ό,τι υποστηρίζεται από τη μειοψηφία στην άνω διάταξη: 
 (...) Δηλαδή, όπως στην περίπτωση ενός εξωτερικού σκληρού δίσκου ή άλλου υλικού φορέα, ο οποίος ανήκει στον ύποπτο τέλεσης ορισμένου εγκλήματος, οι διωκτικές Αρχές έχουν π.χ. το δικαίωμα κατάσχεσης και ελέγχου αυτού, έτσι και στην περίπτωση του λογαριασμού του δράστη σε υπολογιστικό νέφος, οι διωκτικές Αρχές νομιμοποιούνται να έχουν άμεση πρόσβαση σε αυτόν, χωρίς να απαιτείται άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, αφού, οι υπηρεσίες αποθήκευσης, από μόνες τους δεν συνιστούν μορφή επικοινωνίας, με αποτέλεσμα, για την εργαστηριακή επεξεργασία των στοιχείων αυτών να μην απαιτείται η διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών.

Κρίσιμη για το υπό κρίση ζήτημα είναι η Γνωμοδότηση υπ' αριθ. 6/2008 του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, στην οποία αναφέρονται τα εξής: 
(...) ο σκληρός δίσκος ενός υπολογιστή, εξαρτήματα και σύνεργα αυτού ως και πειστήρια ήχου, δεν αποτελούν είδος επικοινωνίας. Κατ' ακολουθίαν τούτου, τα στοιχεία τα οποία βρίσκονται αποθηκευμένα στο σκληρό δίσκο ηλεκτρονικών υπολογιστών, σε εξαρτήματα αυτών, σε ψηφιακή φωτογραφική μηχανή ή σε άλλο φορέα που ανήκει στον ύποπτο τέλεσης ορισμένου εγκλήματος και τα οποία δεν αναφέρονται σε κάποιας μορφής ανταπόκριση ή επικοινωνία με οποιονδήποτε τρόπο, δεν εμπίπτουν στη προστατευτική σφαίρα του απορρήτου της επικοινωνίας με αποτέλεσμα, για την εργαστηριακή επεξεργασία των στοιχείων αυτών, να μην απαιτείται η διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών. Εάν όμως τα αποθηκευμένα στοιχεία αναφέρονται σε κάποιας μορφής ανταπόκρισης ή επικοινωνίας, το απόρρητο των επικοινωνιών καταλαμβάνει και τα στοιχεία αυτά και τότε για την επεξεργασία και χρήση των στοιχείων αυτών απαιτείται η τήρηση των όρων και της διαδικασίας της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, όπως προβλέπονται στο Ν. 2225/1994, το Ν. 3115/2003 και το ΠΔ 47/2005.

Συνακόλουθα, η διάταξη δέχθηκε κατά πλειοψηφία ότι πρέπει να τηρηθεί η διαδικασία των άρθρων 4 παρ. 4 και 5 του Ν. 2225/1994 και διέταξε την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, κάνοντας ορισμένες κρίσιμες επισημάνσεις. Προηγουμένως, θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε σχέση με το ζήτημα αν το απόρρητο καλύπτει τα εξωτερικά δεδομένα επικοινωνίας, αναφέρεται ως επικρατούσα η άποψη ότι τα εξωτερικά δεδομένα ταυτοποίηση προστατεύονται ως απόρρητη επικοινωνία (βλ. ΑΠ 924/2009, contra ΓνωμΕισΑΠ 9/2011). Επιπλέον, η προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών αναφέρεται όχι μόνο σε επιστολές, αλλά και σε ηλεκτρονικά (και άλλα) μηνύματα, όπως δέχθηκε η πρόσφατη, υπ' αριθ. 1/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου: "η προστασία του απορρήτου αφορά όχι μόνο τα γραπτά μηνύματα (επιστολές) αλλά και οποιαδήποτε μορφή ιδιωτικής, δηλαδή μη δημόσιας επικοινωνίας, όπως τηλεγραφήματα, τηλεφωνήματα, τηλεομοιοτυπικά μηνύματα, ηλεκτρονικά μηνύματα (e-mails), που είναι η σύγχρονη μορφή των επιστολών. Και τούτο, είτε η επικοινωνία πραγματοποιείται από την κατοικία είτε από τον χώρο εργασίας των επικοινωνούντων."

Σχετικά με το κύριο ζήτημα της άρσης απορρήτου αναφορικά με δεδομένα που αποθηκεύονται στο cloud, αναφέρονται κατά λέξη τα εξής:
(...)και σε αυτές τις περιπτώσεις πρέπει καταρχήν να τηρηθεί η διαδικασία των άρθρων 4 παρ. 4 και 5 του Ν 2225/1994 (βλ. άρθρο 253Α παρ. 1 εδ. γ΄ του ΚΠΔ). Και τούτο διότι πρωτίστως όλες οι πολιτικές απορρήτου των παρόχων των υπηρεσιών αποθήκευσης, δηλαδή των ιδιοκτητών ή μισθωτών των διακομιστών (servers), δεν εξασφαλίζουν την άμεση πρόσβαση προς χρήση όλων αυτών των αρχείων - δεδομένων, αλλά παρατηρείται ακριβώς το αντίθετο. Ειδικότερα σε όλες τις περιπτώσεις οι πάροχοι [ιδιοκτήτες ή μισθωτές των διακομιστών (servers)] ενημερώνουν το χρήστη ότι ναι μεν δεν μπορεί να ανεβάζει, να διατηρεί και να διακινεί παράνομο περιεχόμενο, ωστόσο η κύρωση από τη μη τήρηση αυτών των όρων είναι το κλείσιμο του λογαριασμού του χρήστη από τον πάροχο. Οι πάροχοι ενημερώνουν ότι μπορούν να δώσουν στοιχεία σε περίπτωση υποβολής νομότυπου αιτήματος και ότι η ικανοποίηση άλλων αιτημάτων επαφίεται στη διακριτική τους ευχέρεια (βλ. ηλεκτρονικές σελίδες www.apple.com/leaal/internetservices/icloud/en/term.html για το icloud, https://support.google.com/drive/answer/ και www.google.com/policies/privacy/ για το google drive και www.drop.com/privacy για το dropbox). Το τελευταίο δεν είναι απλά αποθηκευτικός χώρος αλλά χρησιμοποιείται κυρίως για μεταφορά αρχείων μεγάλης χωρητικότητας και στην πολιτική απορρήτου του ο πάροχος δηλώνει ρητά ότι αντιτίθεται στη διαρροή οποιουδήποτε μέρους τεχνογνωσίας προκειμένου να γίνει χρήση ακόμη και από κρατικές υπηρεσίες και ότι δεν ικανοποιεί κυβερνητικά αιτήματα που αναφέρονται σε μεγάλο αριθμό προσώπων και τα οποία δεν σχετίζονται με συγκεκριμένη έρευνα.
(...) Όταν επομένως έχει μεσολαβήσει η δημιουργία λογαριασμού και η χρήση κωδικών πρόσβασης για τη χρήση της υπηρεσίας αποθήκευσης στο διακομιστή (server) του παρόχου, είναι αμφίβολο το αν μπορεί το υπολογιστικό αυτό νέφος (cloud storage) που ενδεχομένως βρίσκεται και σε άλλη ήπειρο να θεωρηθεί τμήμα υπολογιστή και ακολούθως να θεωρηθεί νόμιμη η χωρίς τις εγγυήσεις των άρθρων 253 και 253Α του ΚΠΔ χρήση των δεδομένων αυτών σε δίκη. Μετά την τήρηση της διαδικασίας άρσης απορρήτου θα θεωρείται ότι τα αποκτηθέντα δεδομένα θα εξασφαλίζουν τις εγγυήσεις περί δίκαιης δίκης, αν ληφθούν υπόψη και οι επιφυλάξεις που έχουν διατυπωθεί ως προς το άρθρο 2 Ν 4267/2014 λόγω της αλόγιστης επέκτασης της έννοιας της «ημεδαπής».  
Η κρίση αυτή του Συμβουλίου είναι, ασφαλώς, ορθή, διότι για την αποθήκευση δεδομένων στο νέφος πρέπει να προηγηθεί μια επικοινωνία από τον υπολογιστή του χρήστη προς έναν κεντρικό διακομιστή της υπηρεσίας νεφοϋπολογιστικής, η οποία εμπίπτει ασφαλώς στο απόρρητο της επικοινωνίας, η οποία προστατεύεται με βάση τις διατάξεις του ν. 3471/2006 και συγκεκριμένα, τις διατάξεις του άρθρου 4 του νόμου αυτού. 

Διαφορετικό είναι, βέβαια, το ζήτημα αν η πληρούται η αντικειμενική υπόσταση της κατοχής υλικού παιδικής πορνογραφίας όταν τα σχετικά δεδομένα αποθηκεύονται στο υπολογιστικό νέφος. Σχετικά υποστηρίζεται ότι ο χρήστης που διατηρεί πορνογραφικά δεδομένα αποθηκευμένα στο υπολογιστικό νέφος έχει τις ίδιες εξουσίες που θα είχε και εάν τα αποθήκευε σε ένα τοπικό αποθηκευτικό μέσο, καθώς μπορεί να τα διαχειριστεί κατά τη βούλησή του, εφόσον όμως έχει πλήρη δικαιώματα πρόσβασης στην τοποθεσία αυτή του νέφους (βλ. Π. Ανδρεάδη-Παπαδημητρίου, Η πορνογραφία ανηλίκων στην εποχή του υπολογιστικού νέφους, ΠοινΔικ 5/2015, σ. 460). Αυτό είναι σχεδόν αυτονόητο, διότι άλλως δεν θα μπορούσε ο χρήστης να χρησιμοποιήσει τις υπηρεσίες του υπολογιστικού νέφους. Εν πάση περιπτώσει, αν ένας χρήστης έχει αποθηκεύσει πορνογραφικά δεδομένα σε μια υπηρεσία απομακρυσμένης πρόσβασης και δεν έχει πλήρη δεδομένα πρόσβασης, η συμπεριφορά αυτή θα θεωρείται ως απόκτηση πρόσβασης σε πορνογραφικό υλικό που τιμωρείται επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 348Α παρ. 5 ΠΚ.









Πέμπτη 16 Μαρτίου 2017

Eυθύνη του ιδιοκτήτη ιστολογίου για ανώνυμο δυσφημιστικό σχόλιο

Με την απόφασή του στην υπόθεση Pihl κατά Σουηδίας (αίτηση 74742/14), το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) έκρινε ότι δεν υφίσταται ευθύνη του ιδιοκτήτη ιστολογίου για τη δημοσίευση ενός ανώνυμου δυσφημιστικού σχολίου από έναν τρίτο στο εν λόγω ιστολόγιο και, συνεπώς, έκρινε ομόφωνα ως απαράδεκτη την προσφυγή ενώπιον του (βλ. το Ανακοινωθέν Τύπου της 9.3.2017). Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει να γίνεται στάθμιση του δικαιώματος στην προστασία της ιδιωτικής ζωής και του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης και παρόλο που, στη συγκεκριμένη περίπτωση αναρτήθηκε ένα επιθετικό σχόλιο σε μια ανάρτηση στο ιστολόγιο μιας ΜΚΟ, αυτό δεν είχε το χαρακτήρα μισαλλόδοξου λόγου ούτε υποκινούσε σε βία. Μάλιστα, το σχόλιο διαγράφηκε την επόμενη ημέρα μετά την καταγγελία του θιγόμενου και παρέμεινε δημοσιευμένο μόλις εννέα ημέρες.

Ειδικότερα, στη συγκεκριμένη περίπτωση, στο ως άνω ιστολόγιο δημοσιεύθηκε μια ανάρτηση στην οποία αναφερόταν ότι ο κ. Pihl ήταν μέλος ναζιστικού κόμματος και ένας τρίτος δημοσίευσε ανωνύμως ένα σχόλιο, αναφέροντας ότι είναι τοξικομανής. Μετά από καταγγελία του θιγόμενου, το ιστολόγιο διέγραψε το ιστολόγιο και ζήτησε συγνώμη, πλην όμως, αυτός άσκησε αγωγή αποζημίωσης για συμβολικό ποσό, λόγω δυσφήμισης, η οποία απορρίφθηκε τόσο σε πρώτο βαθμό, όσο και κατ' έφεση, ενώ και η αναίρεσή του δεν έγινε, οπότε άσκησε προσφυγή στον Επίτροπο επί της Δικαιοσύνης για παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ που επίσης απορρίφθηκε. Για το λόγο αυτό άσκησε προσφυγή στο ΕΔΔΑ.

Το ΕΔΔΑ δέχθηκε ότι το σχόλιο του τρίτου, παρ' ότι δεν μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ρητορική μίσους, ήταν δυσφημιστικό. Ωστόσο, για να κριθεί το αν υφίσταται ευθύνη του παρόχου έπρεπε να γίνει στάθμιση της προσβολής με το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης. Σχετικά λήφθηκε υπόψη ότι εν προκειμένω κρινόταν η ευθύνη του διαμεσολαβητή στο διαδίκτυο και οι παράγοντες που επηρεάζουν την κρίση του δικαστηρίου είναι, μεταξύ άλλων, το πλαίσιο αναφοράς, τα μέτρα που λαμβάνει ο πάροχος για να αποφύγει τη δημοσίευση δυσφημιστικών σχολίων ή να τα αφαιρέσει, η ευθύνη του προσώπου που κάνει το σχόλιο, εναλλακτικά σε σχέση με την ευθύνη του παρόχου και οι συνέπειες που επισύρει το εθνικό δίκαιο. Το ΕΔΔΑ έλαβε εδώ υπόψη του ότι η οργάνωση που διατηρούσε το ιστολόγιο δεν είχε μεγάλη εμβέλεια και δεν ήταν ευρύτερα γνωστή, έτσι, δε, δεν μπορούσε να αναμένει τη δημοσίευση μεγάλου αριθμού σχολίων στις αναρτήσεις της. Μάλιστα, το ΕΔΔΑ δέχθηκε ότι δεν μπορεί να απαιτηθεί από το ιστολόγιο να αναμένει ότι κάποια σχόλια που δεν φιλτράρονται θα παραβίαζαν το νόμο, διότι μια τέτοια απαίτηση για εκτεταμένο έλεγχο θα οδηγούσε σε παραβίαση του δικαιώματος διάδοσης πληροφοριών μέσω του διαδικτύου. Βεβαίως, η οργάνωση δεν είχε εποπτεία των σχολίων πριν τη δημοσίευσή τους, αλλά απλώς ενημέρωνε όσους κάνουν σχόλια ότι πρέπει να είναι προσεκτικοί. Και ακόμα, το σχόλιο αφαιρέθηκε από το ιστολόγιο άμεσα, όπως προαναφέρθηκε.

Πρέπει να σημειωθεί ότι στην περίπτωση αυτή ακολουθείται μια διαφορετική αντιμετώπιση από το ΕΔΔΑ όσον αφορά την ευθύνη του παρόχου περιεχομένου για σχόλια που αναρτούν τρίτοι, ανωνύμως.  Στις αποφάσεις Delfi SA κατά Εσθονίας και MTZ και Index.hu κατά Ουγγαρίας, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι υφίσταται ευθύνη του παρόχου, ωστόσο στις περιπτώσεις αυτές καθοριστικό ήταν το γεγονός ότι τα σχόλια δεν ήταν απλώς δυσφημιστικά, αλλά περιείχαν μισαλλόδοξο λόγο. Έτσι, με την απόφαση Pihl κατά Σουηδίας το ΕΔΔΑ επαναφέρει μια ισορροπία και καταδεικνύει ότι δεν είναι μονόδρομος η προσέγγιση που οδηγεί στη θεμελίωση ευθύνης για σχόλια τρίτων σε ιστοσελίδες και ιστολόγια.


Βλ. σχετικά και elawyer: To Eυρωπαϊκό Δικαστήριο αθωώνει μπλογκ για ανώνυμο υβριστικό σχόλιο.





ΔΕΕ: Η συγκατάθεση συνδρομητή τηλεφώνου για τη δημοσίευση των δεδομένων του καλύπτει και τη χρήση τους σε άλλο κράτος μέλος

Με την απόφασή του στην υπόθεση C-536/15 Tele2 (Netherlands) BV, Ziggo BV και Vodafone Libertel BV κατά Autoriteit Consument en Markt (ACM) το ΔΕΕ έκρινε σχετικά με την νομική ισχύ της συγκατάθεσης στο δίκαιο προστασίας προσωπικών δεδομένων (βλ. το Ανακοινωθέν Τύπου 31/17).

Ειδικότερα, η υπόθεση αφορούσε τη διαβίβαση δεδομένων συνδρομητών από επιχειρήσεις που χορηγούν αριθμούς τηλεφώνου σε συνδρομητές στις Κάτω Χώρες σε βελγική εταιρία που παρέχει υπηρεσίες πληροφοριών καταλόγου και καταλόγου συνδρομητών, επικαλούμενη σχετική υποχρέωση την οποία προβλέπει η ολλανδική νομοθεσία που αποτελεί μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της ευρωπαϊκής οδηγίας καθολικής υπηρεσίας.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η οδηγία καθολικής υπηρεσίας (οδηγία 2002/22/ΕΚ) καλύπτει κάθε αίτημα επιχείρησης εγκατεστημένης σε διαφορετικό κράτος μέλος από εκείνο όπου είναι εγκατεστημένες οι επιχειρήσεις που χορηγούν αριθμούς τηλεφώνου σε συνδρομητές.

Περαιτέρω δέχθηκε ότι η διαβίβαση των ως άνω δεδομένων σε άλλη επιχείρηση με σκοπό την έκδοση δημοσίου καταλόγου χωρίς ο συνδρομητής αυτός να δώσει εκ νέου τη συγκατάθεσή του, δεν θίγει την ουσία του δικαιώματος στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 8 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εξάλλου, ανεξαρτήτως του τόπου εγκαταστάσεώς της, η επιχείρηση που παρέχει διαθέσιμες στο κοινό υπηρεσίες καταλόγου και υπηρεσίες καταλόγου συνδρομητών ασκεί τη δραστηριότητά της υπό εναρμονισμένο, σε μεγάλο βαθμό, ρυθμιστικό πλαίσιο το οποίο καθιστά δυνατή τη διασφάλιση σε ολόκληρη την Ένωση της ομοιόμορφης τήρησης των απαιτήσεων σχετικά με την προστασία των προσωπικών δεδομένων των συνδρομητών.

Ως εκ τούτου, κρίθηκε ότι η επιχείρηση που χορηγεί αριθμούς τηλεφώνου στους συνδρομητές της δεν απαιτείται να διατυπώνει το αίτημα παροχής συγκατάθεσης που απευθύνει στους συνδρομητές κατά τρόπον ώστε αυτοί να παρέχουν τη συγκατάθεσή τους χωριστά για κάθε κράτος μέλος προς το οποίο ενδέχεται να διαβιβαστούν τα δεδομένα που τους αφορούν

Κυριακή 12 Μαρτίου 2017

Παράνομη εξαγωγή και επαναχρησιμοποίηση του περιεχομένου νομικής βάσης δεδομένων από εταιρία ανάπτυξης εφαρμογών νομικής πληροφόρησης για εκμετάλλευση αντίστοιχων βάσεων


Εισαγωγικές παρατηρήσεις:

Η απόφαση με αριθ. 9313/2015 ΜΠρΑθ αναγνωρίζει το δικαίωμα ειδικής φύσης (άρθρο 45Α ν. 2121/1993) λόγω της εξαγωγής σημαντικού μέρους της βάσης και της ενσωμάτωσής του σε άλλη, ανταγωνιστική βάση δεδομένων, καθώς και δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας (άρθρο 3 ν. 2121/1993), παράλληλα με την προσβολή του δικαίου αθέμιτου ανταγωνισμού, όσον αφορά γνωστή Ελληνική βάση νομικών δεδομένων. Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 5, η προστασία του δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας δεν εκτείνεται σε επίσημα κείμενα με τα οποία εκφράζεται η άσκηση πολιτειακής αρμοδιότητας και ιδίως σε νομοθετικά, διοικητικά ή δικαστικά κείμενα. Αυτό σημαίνει ότι δεν υφίστανται δικαιώματα επί του καθεαυτού περιεχομένου μιας νομικής βάσης δεδομένων όταν πρόκειται για νομοθεσία και νομολογία.

Ωστόσο, η προστασία μιας βάσης δεδομένων με νομικά έγγραφα εμπίπτει, καταρχήν, στη διάταξη του άρθρου 45Α ν. 2121/1993 για το λόγο ότι, όπως και στην προκειμένη περίπτωση, έχει πραγματοποιηθεί μια ουσιώδη από ποσοτική άποψη επένδυση, καθώς η αιτούσα έχει δαπανήσει μεγάλου ύψους χρηματικά ποσά. Επιπλέον, όπως δέχθηκε η απόφαση, η κρίσιμη βάση δεδομένων περιλαμβάνει και έργα συνεργατών της που χαρακτηρίζονται από πρωτοτυπία (περιλήψεις των δικαστικών αποφάσεων, παρατηρήσεις - συσχετισμοί αποφάσεων με άλλες, παρατηρήσεις για τις μεταβολές των νομοθετημάτων) και συνεπώς, προστατεύεται και με δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας. Βεβαίως, δεν αναφέρεται στην απόφαση το ποσοστό των περιεχομένων της βάσης δεδομένων που εξάχθηκαν χωρίς δικαίωμα, ώστε να μπορεί να συναχθεί κρίση για το αν αυτό είναι ουσιώδες, όπως απαιτείται στο νόμο (άρθρο 45 Α ν. 2121/1993) ούτε πως αποδείχθηκε αυτό, ωστόσο φαίνεται ότι δεν προβλήθηκε και αντίστοιχος ισχυρισμός από τους καθ' ων.



9313/2015 ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ασφ/κα μέτρα)

(...)
Η Οδηγία 96/9 ΕΟΚ θέσπισε ένα εναρμονισμένο καθεστώς νομικής προστασίας των βάσεων δεδομένων εντός της Κοινότητας. Στο ελληνικό δίκαιο η Οδηγία ενσωματώθηκε ικανοποιητικά με το ν. 2819/2000. Ως βάση δεδομένων νοείται «η συλλογή έργων, δεδομένων ή άλλων ανεξαρτήτων στοιχείων, διευθετημένων κατά συστηματικό ή μεθοδικό τρόπο και ατομικώς προσιτών με ηλεκτρονικά μέσα ή με άλλο τρόπο» (άρθρα 1 § 2 της Οδηγίας 96/9 ΕΟΚ και § 2α του άρθρου 2 του ν. 2121/1993, που προστέθηκε με το άρθρο 7 § 1 του ν.2819/2000). Κατά τις αιτιολογικές σκέψεις της Οδηγίας 96/9, στην έννοια των βάσεων δεδομένων υπάγονται τόσο οι ηλεκτρονικές (ψηφιακές) βάσεις δεδομένων, όσο και οι μη ηλεκτρονικές (παραδοσιακές) βάσεις δεδομένων (αιτ.σκ.14), ο όρος «βάση δεδομένων» πρέπει να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνει κάθε είδους συλλογές έργων, λογοτεχνικών, καλλιτεχνικών, μουσικών ή άλλων ή άλλο υλικό, όπως κείμενα, ήχους, εικόνες, αριθμούς, πραγματικά στοιχεία και δεδομένα (αιτ.σκ. 17), στις ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων περιλαμβάνονται και τα CD-ROM και CD-I (αιτ.σκ. 23). Με την Οδηγία 96/9 ΕΟΚ θεσπίσθηκε το σύστημα «διπλής προστασίας» των βάσεων δεδομένων: προστατεύονται είτε με το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας, είτε με το νέο, ειδικής φύσης, δικαίωμα του κατασκευαστή βάσης δεδομένων. Η προστασία της βάσης δεδομένων δεν εκτείνεται στα δεδομένα τα οποία περιέχει η βάση. Προστατεύεται η κατάταξη, η διευθέτηση και η οργάνωση του περιεχομένου της. Αντικείμενο προστασίας με το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας είναι οι βάσεις δεδομένων, οι οποίες λόγω της επιλογής ή της διευθέτησης του περιεχομένου τους αποτελούν πνευματικά δημιουργήματα (άρθρο 3 § 1 της Οδηγίας 96/9 και § 2α του άρθρου 2 του ν. 2121/1993). Για να προστατευθεί έτσι η βάση δεδομένων με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας πρέπει να καταδειχθεί μια πρωτοτυπία στην επιλογή ή στην οργάνωση του υλικού της. Μια βάση δεν θα είναι πρωτότυπη, εάν δεν υπάρχει καμία επιλογή στο υλικό ή αν η διευθέτηση γίνεται με κριτήρια αυτονόητα (π.χ. όλοι οι πολίτες ενός Δήμου ή όλα τα ονόματα με αλφαβητική σειρά (βλ. Μ. Κανελλοπούλου - Μπότη, Νομική Προστασία Βάσεων Δεδομένων, έκδοση 2004, σ. 57). Εξάλλου στο άρθρο 3 § 1 εδ. β' της Οδηγίας διευκρινίζεται ότι κανένα άλλο, κριτήριο, εκτός από την πρωτοτυπία, δεν θα καθορίζει την προστασία της βάσης με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας και ιδίως δε θα πρέπει να γίνεται καμία αξιολόγηση της ποιοτικής ή αισθητικής αξίας της (αιτ.σκ. 16). 

Υποκείμενο προστασίας κατά το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας είναι ο δημιουργός του. Κατά το άρθρο 4 της Οδηγίας, ο δημιουργός της είναι το φυσικό πρόσωπο ή ομάδα φυσικών προσώπων που έχει δημιουργήσει τη βάση δεδομένων ή, εφόσον επιτρέπεται από τη νομοθεσία του κράτους - μέλους, το νομικό πρόσωπο που ορίζεται ως δικαιούχος από τη νομοθεσία αυτή. Κατά το ελληνικό δίκαιο μόνο τα φυσικά πρόσωπα μπορούν να είναι δημιουργοί, ενώ τα νομικά πρόσωπα μπορούν μόνο δευτερογενώς να αποκτήσουν την ιδιότητα του δικαιούχου (άρθρα 6 και 8 του ν. 2121/1993). Ο δημιουργός της βάσης δεδομένων έχει το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπει ή να απαγορεύει: α) την προσωρινή ή διαρκή αναπαραγωγή της βάσης δεδομένων με κάθε μέσο και μορφή, εν όλω ή εν μέρει, β) τη μετάφραση, προσαρμογή, διευθέτηση και οποιαδήποτε άλλη μετατροπή της βάσης δεδομένων, γ) την οποιαδήποτε μορφή διανομής της βάσης δεδομένων ή αντιγράφων της στο κοινό, δ) οποιαδήποτε ανακοίνωση, επίδειξη ή παρουσίαση της βάσης δεδομένων στο κοινό, ε) οποιαδήποτε αναπαραγωγή, διανομή, ανακοίνωση, επίδειξη ή παρουσίαση στο κοινό των αποτελεσμάτων των πράξεων που αναφέρονται στο στοιχ. β' (άρθρο 5 της Οδηγίας 96/9 και § 3 του άρθρου 3 του ν. 2121/1993, που προστέθηκε με το άρθρο 7 § 3 του ν.2819/2000). Υποκείμενο της προστασίας με το ειδικής φύσης (sui generis) δικαίωμα είναι ο κατασκευαστής βάσης δεδομένων, δηλ. το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που λαμβάνει την πρωτοβουλία και επωμίζεται τον κίνδυνο των επενδύσεων (άρθρο 3 § 1 Οδηγίας 96/9 και 45Α § 1 εδ. β ν.2121/1993). Ο κατασκευαστής της βάσης δεδομένων έχει το ειδικό δικαίωμα να απαγορεύει την εξαγωγή ή/και επαναχρησιμοποίηση του συνόλου ή ουσιώδους μέρους του περιεχομένου της βάσης δεδομένων, αξιολογούμενου ποιοτικά ή ποσοτικά, εφόσον η απόκτηση, ο έλεγχος ή η παρουσίαση του περιεχομένου της βάσης δεδομένων καταδεικνύουν ουσιώδη ποιοτική ή ποσοτική επένδυση (άρθρο 7 § 1 Οδηγίας 96/9 και 45Α § 1 εδαφ. α του ν. 2121/1993). Το ευεργέτημα της προστασίας βάσει του ειδικής φύσης δικαιώματος προβλέπεται μόνο για τις βάσεις δεδομένων που πληρούν ένα συγκεκριμένο κριτήριο, ήτοι η απόκτηση, ο έλεγχος ή η παρουσίαση του περιεχομένου τους καταδεικνύουν ουσιώδη ποιοτική ή ποσοτική επένδυση. Κτήση δεδομένων είναι η συλλογή, η συγκέντρωση των δεδομένων ή άλλου υλικού της βάσης, ενώ ο έλεγχος αναφέρεται στην επαλήθευση, στη συμπλήρωση, στην ενημέρωση και τη διαρκή διόρθωση της βάσης, χαρακτηριστικά βέβαια, μιας «έγκυρης» βάσης δεδομένων. Η παρουσίαση της βάσης αναφέρεται στην ανάκτηση και μετάδοση των πληροφοριών, στη χρήση του σχετικού λογισμικού, στο θησαυρό της βάσης, στα ευρετήρια κ.λπ. (βλ. Μ. Κανελλοπούλου - Μπότη, ό.π., σ. 65). Ως προς το ζήτημα της ουσιώδους ποσοτικής ή ποιοτικής επενδύσεως το ΔΕΚ έχει αποφανθεί ως εξής: «Η έννοια της επένδυσης που συνδέεται με την απόκτηση του περιεχομένου μιας βάσης δεδομένων σημαίνει τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την αναζήτηση υφιστάμενων στοιχείων και τη συγκέντρωσή τους στην εν λόγω βάση, ενώ δεν περιλαμβάνει τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των στοιχείων που συναποτελούν το περιεχόμενο μιας βάσης δεδομένων. Η έννοια της επένδυσης που συνδέεται με τον έλεγχο του περιεχομένου της βάσης δεδομένων σημαίνει τα μέσα που χρησιμοποιούνται προκειμένου να εξασφαλισθεί η πιστότητα των πληροφοριών που περιέχονται στην εν λόγω βάση, για τον έλεγχο της ακρίβειας των αναζητουμένων στοιχείων, κατά τη δημιουργία της βάσεως αυτής, καθώς και κατά την περίοδο λειτουργίας της. Η έννοια της επένδυσης που συνδέεται με την παρουσίαση του περιεχομένου της βάσης δεδομένων αφορά τα μέσα που χρησιμοποιούνται για να αποκτήσει η εν λόγω βάση τη λειτουργία επεξεργασίας των πληροφοριών, ήτοι τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη συστηματική ή μεθοδική διευθέτηση των στοιχείων που περιέχονται στη βάση αυτή καθώς και την οργάνωση της δυνατότητας ατομικής προσβάσεως στα στοιχεία αυτά». Η ανάγκη αναγνώρισης του ειδικού δικαιώματος στον κατασκευαστή της βάσης δεδομένων συνίσταται στο ότι για την κατασκευή βάσεων δεδομένων απαιτείται η επένδυση σημαντικών ανθρώπινων, τεχνικών και οικονομικών πόρων, ενώ η αντιγραφή των εν λόγω βάσεων δεδομένων ή η πρόσβαση σε αυτές είναι δυνατή με κόστος πολύ μικρότερο από εκείνο που συνεπάγεται η ανεξάρτητη δημιουργία τους (αιτ.σκ.7 της Οδηγίας 96/9). Ως «εξαγωγή» νοείται η μόνιμη ή προσωρινή μεταφορά του συνόλου ή ουσιώδους μέρους του περιεχομένου βάσης δεδομένων σε άλλο υλικό φορέα με οποιοδήποτε μέσο ή με οποιαδήποτε μορφή, xωρίς την άδεια του κατασκευαστή της, τούτο συμβαίνει όταν γίνεται μεταφορά ολόκληρου ή μέρους του περιεχομένου της επίμαχης βάσης δεδομένων σε άλλο υπόθεμα, ότι δηλαδή ολόκληρο ή μερος του περιεχομένου της βάσης δεδομένων επαναλαμβάνεται αυτούσιο και σε άλλο υπόθεμα που δεν έχει σχέση με την αρχική βάση δεδομένων (απόφαση της 9ης Οκτωβρίου 2008, υπόθεση C-304/7 κ’ απόφαση 9ης Νοεμβρίου 2003 Υπόθεση C-203/2002).

Ως «επαναχρησιμοποίηση» νοείται η πάσης μορφής διάθεση στο κοινό του συνόλου ή ουσιώδους μέρους του περιεχομένου της βάσης δεδομένων με διανομή αντιγράφων, εκμίσθωση, μετάδοση με άμεση επικοινωνία ή με άλλες μορφές (άρθρο 7 § 2 Οδηγίας 96/9 και 45Α § 2 του ν. 2121/1993). Το ουσιώδες ή επουσιώδες της αφαίρεσης/επαναχρησιμοποίησης της βάσης δεδομένων μπορεί να κριθεί είτε ποσοτικά είτε ποιοτικά. Η εξαγωγή και η επαναχρησιμοποίηση επουσιώδους μέρους της βάσης δεδομένων επιτρέπεται ελεύθερα, αρκεί όμως να μην είναι επανειλημμένη και συστηματική και να μη θίγει το δικαίωμα του κατασκευαστή ή να μην συγκρούεται με την κανονική εκμετάλλευση της βάσης δεδομένων (άρθρα 7 § 5 της Οδηγίας 96/9 και 45Α §4 του ν. 2121/1993). Η πρακτική σημασία της προστασίας με το ειδικό αυτό δικαίωμα είναι μεγάλη γιατί καλύπτονται οι περιπτώσεις που δεν εμπίπτουν στο πεδίο της πνευματικής ιδιοκτησίας ή για τις οποίες υπάρχει αμφιβολία ως προς την προστασία αυτή, όπως οι περιπτώσεις βάσεων δεδομένων με καθαρά αριθμητικά στατιστικά στοιχεία, με διευθύνσεις ή δρόμους, τηλεφωνικοί κατάλογοι κ.λπ. θα πρέπει, τέλος, να σημειωθεί ότι πρόκειται για ένα δικαίωμα «ειδικής φύσης» που δεν κατατάσεται ούτε στο δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας ούτε στα συγγενικά δικαιώματα (βλ. Δ. Καλλινίκου, Πνευματική Ιδιοκτησία και Συγγενικά Δικαιώματα, β' έκδ. (2005), σ. 78, ΠΠρΑΘ 6544/2006 ΔΙΜΕΕ 2007.90). Ο νόμος 2121/1993 υπήγαγε ρητά στην έννοια του έργου, ως αντικειμένου πνευματικής ιδιοκτησίας, τις βάσεις δεδομένων. Ειδικότερα, σύμφωνα με την § 2 του άρθρου 2 του νόμου αυτού νοούνται επίσης ως έργα (...), καθώς και οι συλλογές έργων ή συλλογές εκφράσεων της λαϊκής παράδοσης ή απλών γεγονότων και στοιχείων, όπως οι εγκυκλοπαίδειες, οι ανθολογίες και οι βάσεις δεδομένων, εφόσον η επιλογή ή η διευθέτηση του περιεχομένου τους είναι πρωτότυπη». Ο νόμος εξειδικεύοντας την πρωτοτυπία ως προϋπόθεση αναγωγής της συλλογής σε έργο προστατευόμενο με την πνευματική ιδιοκτησία, την εντοπίζει στα δύο στοιχεία της επιλογής του περιεχομένου και της διευθέτησής του, χωρίς περαιτέρω εξειδίκευση ως προς τη μορφή του συλλεκτικού έργου. Η πρωτοτυπία της βάσης δεδομένων περιλαμβάνει τρία στοιχεία: α) Εργασία, δηλαδή καταβολή μόχθου και, ενδεχομένως χρόνου και δαπάνης. Το στοιχείο αυτό αποτελεί το ηθικό θεμέλιο της νομικής προστασίας της βάσης δεδομένων, καθόσον για τη δημιουργία της απαιτείται η επένδυση σημαντικών ανθρώπινων, τεχνικών και οικονομικών πόρων, ενώ οι εν λόγω βάσεις δεδομένων μπορούν να αντιγραφούν με ένα μέρος του κόστους, που απαιτείται για την ανεξάρτητη δημιουργία τους, β) εργασία πνευματική, δηλαδή όχι καθαρά μηχανική. Εδώ το κριτήριο είναι αν η βάση δεδομένων θα μπορούσε να είχε επιλεγεί ή διευθετηθεί και με τρόπους άλλους από εκείνους που ακολούθησε ο δημιουργός της, τόσο ως προς τη σύλληψη και το σχεδιασμό της εργασίας, όσο και κατά την εκτέλεσή της, και κατά πόσο το αποτέλεσμα της εργασίας θα μπορούσε να έχει διαφορετικό βαθμό επιτυχίας, που εξαρτάται από την ποιότητα της σύλληψης και της εκτέλεσης. Μόλις χρειάζεται να λεχθεί ότι η ανάληψη ή η αντιγραφή βάσης δεδομένων, έστω και με ελάχιστες τροποποιήσεις, αποκλείει το στοιχείο της πνευματικής εργασίας και γ) προσωπική πνευματική εργασία του δημιουργού. Τέλος, προκειμένου για τα συλλεκτικά έργα, η πρωτοτυπία αναζητείται, διαζευκτικά, είτε στην επιλογή του περιεχομένου τους, είτε στη διευθέτησή του. Η επιλογή του περιεχομένου μίας συλλογής μπορεί να είναι ενδεικτική ή να επιδιώκει πληρότητα. Εδώ τα ζητούμενα είναι δύο, η ακρίβεια, αφενός, και, αφετέρου, η πληρότητα των πληροφοριών. Στη βάση δεδομένων ζητούμενο του τρόπου διευθέτησης είναι η ευχερέστερη αναζήτηση και μετάδοση της πληροφορίας. Κατά τα άλλα, οι εναλλακτικοί τρόποι της διευθέτησης, όπως άλλωστε και της επιλογής του περιεχομένου της συλλογής, τελούν σε συνάρτηση, αφενός προς τη φύση του περιεχομένου και αφετέρου προς τη σκοπούμενη χρήση της συλλογής, αυτές καθορίζουν εξ αντικειμένου την έκταση της ελευθερίας του δημιουργού (βλ. Ιωάννη Σχινά, Η βάση δεδομένων ως αντικείμενο πνευματικής ιδιοκτησίας, ΕλλΔνη 37. 1216 επ.). 

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 του ν. 146/1914 «περί αθεμίτου ανταγωνισμού» απαγορεύεται κατά τις εμπορικές, βιομηχανικές ή γεωργικές συναλλαγές πάσα προς τον σκοπό ανταγωνισμού γινόμενη πράξη, που αντίκειται στα χρηστά ήθη, ο δε παραβάτης μπορεί να εναχθεί προς παράλειψη και προς ανόρθωση της προσγενομένης ζημίας. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει αξίωση για άρση της αθέμιτης ανταγωνιστικής ενέργειας και παράλειψη της στο μέλλον καθώς και αποκατάστασης της προξενηθείσης ζημίας, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά, α) σκοπός ανταγωνισμού, β) ανάπτυξη της ανταγωνιστικής ενέργειας σε μια σχετική αγορά που νοείται κατά τρόπο ευρύ, γ) αντίθεση της ανταγωνιστικής ενέργειας στα χρηστά ήθη. Ο σκοπός ανταγωνισμού αναλύεται στα εξής επιμέρους στοιχεία α) σε πράξη ανταγωνισμού, β) σε σχέση ανταγωνισμού. Ως μεν πράξη ανταγωνισμού θεωρείται η αντικειμενικά ικανή να διευρύνει ή να διατηρήσει τον κύκλο πελατών, ως δε σχέση ανταγωνισμού νοείται δράση δύο ή περισσότερων επιχειρήσεων σε μία κοινή αγορά με κοινό στόχο τη σύναψη συναλλακτικών σχέσεων με τρίτους. Αντίθεση στα χρηστά ήθη - κατά την κρατούσα άποψη υπάρχει όταν η ανταγωνιστική ενέργεια προσκρούει στο αίσθημα και στις ιδέες του εκάστοτε κατά γενική αντίληψη - ορθώς, δικαίως και εμφρόνως σκεπτόμενου ανθρώπου εντός του συναλλακτικού κύκλου όπου λαμβάνει χώρα η πράξη ή όταν γίνεται χρήση μεθόδων και μέσων αντιθέτων προς την ομαλή ηθικότητα των συναλλαγών (βλ. Ν. Ρόκα, Αθέμιτος Ανταγωνισμός, 1975, σ. 28, Γεωργακόπουλος, ΕγχΕμπΔ, Τομ. 1, Οι έμποροι, 1995, σ. 185, του ιδίου, Η έννομη τάξη του ανταγωνισμού, ΝοΒ 35. 880, Τσιμπανούλη, σε Ν. Ρόκα, Αθέμιτος Ανταγωνισμός - Ερμηνεία κατ' άρθρο του ν. 146/1914, 1996, σ. 47, ΕφΑθ 7770/ 2007 ΔΕΕ 2008. 575, ΕφΑθ 5136/2005 ΔΕΕ 2005. 939, ΕφΑθ 698/2003 ΕλλΔνη 45. 1064, ΕφΘεσ 7910/2002 ΔΕΕ 2003. 630). Πράξη δε αθέμιτου ανταγωνισμού αποτελεί, αναμφίβολα, και η απομίμηση ή αντιγραφή ξένου έργου, καθιερωμένου στις συναλλαγές, που προστατεύεται από τις διατάξεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας και η εκμετάλλευση του από μη δικαιούχο προς επίτευξη εμπορικού κέρδους (ΑΠ 1123/2002 ό.π., ΕΑ 4091/2010 ό.π., ΕφΑΘ 6193/2006 ό.π., ΕφΠειρ 281/2005 ΠειρΝ 2005,174, ΕφΠειρ 220/2004 ΔΕΕ 2004,748, Εφθεσ 1322/2002 ΕπισκΕΔ 2003,167).

Στην προκειμένη περίπτωση η αιτούσα εταιρία εκθέτει ότι από το έτος 1991 ασχολείται με τη συλλογή, αξιολόγηση και επεξεργασία πληροφοριών για τη δημιουργία της Τράπεζας Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, μιας βάσης δεδομένων με περιεχόμενο την ελληνική και ενωσιακή νομοθεσία και νομολογία καθώς και την ελληνική νομική αρθρογραφία, και από το έτος 1995 επιδόθηκε στην εμπορική της εκμετάλλευση μέσω χορήγησης (στο νομικό κόσμο) αδειών χρήσης αυτής με ηλεκτρονικά μέσα συνεχίζοντας τον εμπλουτισμό της βάσης δεδομένων της με νέες πηγές από τη νομοθεσία και τη δικαστηριακή πρακτική. Ότι η συλλογή, επεξεργασία και καταχώρηση των νομοθετημάτων και της νομολογίας στο ηλεκτρονικό περιβάλλον της ΝΟΜΟΣ αποτελεί προσπάθεια κοπιαστική και εργασία εξειδικευμένη και σύνθετη για την οποία η αιτούσα απασχολεί πολυπληθές επιστημονικό προσωπικό (δικηγόρους) και τεχνολογικά καταρτισμένο επιτελείο (μηχανικούς πληροφορικής) και για τη βάση αυτή δεδομένων η αιτούσα έχει πραγματοποιήσει μία ουσιώδη από ποσοτική άποψη επένδυση καθώς έχει δαπανήσει μεγάλου ύψους χρηματικά ποσά για τη διατήρηση των κτιριακών εγκαταστάσεων, τον εξοπλισμό τους με σύγχρονα μέσα, τη συντήρηση και ενημέρωση βιβλιοθήκης και τη μισθοδοσία του απασχολούμενου προσωπικού έχοντας καταστεί φορέας του ειδικής φύσεως δικαιώματος του κατασκευαστή της βάσης δεδομένων. Ότι επιπλέον η βάση δεδομένων της αιτούσας περιλαμβάνει και έργα που εκπονήθηκαν από συνεργάτες της ή έμμισθους δικηγόρους και που χαρακτηρίζονται από πρωτοτυπία καθώς αποτελούν προσωπικά δημιουργήματα των συντακτών τους, τα περιουσιακά δε δικαιώματα επ' αυτών έχουν μεταβιβαστεί αυτοδικαίως σε αυτήν και η ίδια έχει καταστεί δευτερογενώς φορέας του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας επί των περιεχόμενων στη βάση δεδομένων της έργων.

Ότι η πρώτη εκ των καθών αποτελεί εταιρία, που δραστηριοποιείται στην ανάπτυξη εφαρμογών νομικής πληροφόρησης και δημιούργησε μια διαδικτυακή εφαρμογή, που αποτελείται από δύο μερικότερες βάσεις, την........και την ............................με αντικείμενο η μεν πρώτη τη νομοθεσία, που διέπει τη λειτουργία και σύνταξη του Εθνικού Κτηματολογίου, τους δασικούς χάρτες και τον κτηματολογικό κανονισμό Δωδεκανήσου καθώς και τα σχετικά νομοθετήματα, η δε δεύτερη τη νομολογία των δευτεροβάθμιων και ανώτατων ελληνικών Δικαστηρίων πολιτικής, ποινικής και διοικητικής δικαιοσύνης. Ότι περί το Πάσχα του έτους 2014 διαπίστωσε ότι οι καθών, εκ των οποίων οι δεύτερος και τρίτος είναι νόμιμοι εκπρόσωποι της πρώτης, εξήγαγαν σημαντικό μέρος της βάσης δεδομένων της, όσον αφορά στη νομολογία και στην νομοθεσία, τμήμα της οποίας αποτελούν και τα πρωτότυπα έργα των συνεργατών της (περιλήψεις των δικαστικών αποφάσεων, παρατηρήσεις- συσχετισμοί αποφάσεων με άλλες, πηγή δημοσίευσης, παρατηρήσεις για τις νομοθετικές μεταβολές των νομοθετημάτων) και το ενσωμάτωσαν αυτούσιο ή με μικρές ηθελημένες και επουσιώδεις μεταβολές τόσο στην εφαρμογή τους όσο και στην εφαρμογή τους ................ Οτι οι καθών με την παράνομη εξαγωγή, μεταφορά και ενσωμάτωση μέρους της δικής της βάσης δεδομένων στις προαναφερόμενες εφαρμογές της πρώτης εξ αυτών θίγουν το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας της και το ειδικής φύσης δικαίωμα του κατασκευαστή βάσης δεδομένων. Ότι επιπλέον οι καθών άσκησαν σε βάρος της αθέμιτο ανταγωνισμό, εφόσον η εκμετάλλευση των βάσεων δεδομένων της αιτούσας που προστατεύονται από τις διατάξεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας και έχουν καθιερωθεί στις συναλλαγές έγινε από μη δικαιούχους με μεθόδους αντίθετες στα χρηστά ήθη και με σκοπό την επίτευξη εμπορικού κέρδους.

(…)

Σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν οι καθών επωφελήθηκαν της επένδυσης που έκανε η αιτούσα, προκειμένου να επιλέξει, να αποδελτιώσει, επεξεργαστεί και κατηγοριοποιήσει τα δεδομένα της ΝΟΜΟΣ καθιστώντας τα χρηστικά στους συνδρομητές της, και εξήγαγαν παράνομα με τους προεκτεθείσες τρόπους σημαντικό μέρος της επίμαχης βάσης δεδομένων, που περιλαμβάνει, όπως αναπτύχθηκε ανωτέρω, και τις πρωτότυπες περιλήψεις, που συντάσσουν οι συνεργάτες δικηγόροι της αιτούσας, καθώς και τα σχόλια επί των αποφάσεων, που αποστέλλουν οι συνδρομητές της αιτούσας, το οποίο (μέρος της βάσης δεδομένων) μετέφεραν αυτούσιο στο δικό τους υπόθεμα, προκειμένου να δημιουργήσουν τις δικές τους εφαρμογές........................και ................., και μάλιστα με κόστος πολύ χαμηλότερο από εκείνο που θα απαιτούσε η δημιουργία νέας βάσης με τα ίδια δεδομένα. Επομένως οι καθών με την προαναφερόμενη συμπεριφορά τους προσέβαλαν την αιτούσα, όσον αφορά στο ειδικής φύσεως δικαίωμα του κατασκευαστή βάσης δεδομένων καθώς και όσον αφορά στο δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας, εφόσον η εξαγωγή, μεταφορά και χρησιμοποίηση των βάσεων δεδομένων της, εντός των οποίων βρίσκονταν και πνευματικά δημιουργήματα που χαρακτηρίζονταν από πρωτοτυπία, έγινε χωρίς την άδεια της τελευταίας, και συγχρόνως άσκησαν σε βάρος της αθέμιτο ανταγωνισμό, εφόσον η εκμετάλλευση των βάσεων δεδομένων της αιτούσας που προστατεύονται από τις διατάξεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας και έχουν καθιερωθεί στις συναλλαγές έγινε από μη δικαιούχους - δραστηριοποιούμενους στον ίδιο χώρο με την αιτούσα με μεθόδους αντίθετες στα χρηστά ήθη, και με σκοπό την επίτευξη εμπορικού κέρδους, το οποίο διασφαλίζεται αναμφίβολα με την αναγραφή βάσης δεδομένων και όχι με τη δημιουργία νέας και με την προσφορά στους συνδρομητές έναντι χαμηλής τιμής του παράνομα εξαχθέντος προϊόντος, ενώ η χρήση της βάσης δεδομένων της αιτούσας και μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις με ευδιάκριτη την προέλευσή της από την ίδια (όπως στην περίπτωση της πηγής δημοσίευσης της δικαστικής απόφασης, που μεταφέρεται αυτούσια στις εφαρμογές της καθής και ορίζεται ως: «Α’ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ» και στην περίπτωση της αναγραφόμενης στις εξαχθείσες αποφάσεις μνείας: «η απόφαση αυτή εισήχθη στη ΝΟΜΟΣ με επιμέλεια...») δημιουργεί σύγχυση στη νομική αγορά, στην οποία απευθύνεται, ως προς την πηγή των συλλεγεισών πληροφοριών, οι οποίες προέρχονται από την Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ και εντοπίζονται στις εφαρμογές της καθής, δημιουργώντας την εσφαλμένη εντύπωση της εμπορικής συνεργασίας των αντίδικων εταιριών.

Ο προβληθείς στο ακροατήριο και περιληφθείς στο σημείωμά τους ισχυρισμός των καθών: α) ότι η άσκηση του δικαιώματος της αιτούσας υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, αφού συνιστά εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης που κατέχει στην αγορά και αποσκοπεί στην οικονομική της εξόντωση, τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού με την κρινόμενη αίτηση η αιτούσα επιδιώκει να προστατεύσει την ουσιώδη -από άποψη τεχνικών και χρηματοοικονομικών πόρων- επένδυση στην οποία προέβη για τη συλλογή και επεξεργασία μεγάλου τμήματος της βάσεως δεδομένων της από την χωρίς άδεια ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της, πού γίνεται με σκοπό την κάρπωση εμπορικού κέρδους και την αποφυγή του κόστους συλλογής και επεξεργασίας του τμήματος της βάσης δεδομένων) υπό συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού, β) ότι οι αξιώσεις της αιτούσας υπέπεσαν σε παραγραφή τυγχάνει απορριπτέος πρωτίστως ως αόριστος, αφού για τη στοιχειοθέτησή του οι καθών πρέπει να επικαλεστούν όχι μόνο την έναρξη της παραγραφής, αλλά και την παρέλευση του χρόνου της (ΕφΑΘ 632/1982 Αρμ 1983, σελ. 973) και σε κάθε περίπτωση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, τόσο όσον αφορά στις αξιώσεις που πηγάζουν από το δίκαιο του αθέμιτου ανταγωνισμού (άρθρο 19 ν. 146/1914), αφού από της γνώσεως των παρανόμων πράξεων των καθ' ών, που έλαβαν χώρα περί το Πάσχα του έτους 2014, όπως κατέθεσε στο ακροατήριο η μάρτυρας απόδειξης, μέχρι το χρόνο κατάθεσης της επίδικης αίτησης στις 28.5.2014 (βλ. έκθεση κατάθεσης δικογράφου) και επίδοσής της στις 28.5.2014 στους 2ο και 3ο εκ των καθών και στις 25.7.2014 στην 1η εξ αυτών (βλ. τις με αριθμούς 14200/25.07.2014, 14201/25.7.2014 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πατρών ....................και τη με αριθμό 8018/05.6.2014 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ...................), δεν παρήλθε ο χρόνος της εξάμηνης παραγραφής, όσο και όσον αφορά στις αξιώσεις που πηγάζουν από τις διατάξεις των άρθρων 45Α, 65 ν. 2121/1993, αφού για αυτές ισχύει η δεκαπενταετής παραγραφή του άρθρου 45Α §7 (Μ. Μαρίνος Αθέμιτος Ανταγνωνισμός, σελ. 303§ 636, ΜΠΑ 6544/2006 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος το αίτημα της διενέργειας συντηρητικής απόδειξης για την διακρίβωση των όσων η αιτούσα αποδίδει στους καθών πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο κυρίως λόγω μη τήρησης της αναγκαίας έγγραφης προδικασίας (ΜΠρΘ 12529/2005, ΜΠΠειρ 1645/2012 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δευτερευόντως λόγω αοριστίας, αφού δεν περιέχει τα κατ' άρθρο 349§2 ΚΠολΔ απαιτούμενα για το ορισμένο του στοιχεία, ήτοι τα πραγματικά γεγονότα για τα οποία ζητείται να διεξαχθεί συντηρητική απόδειξη, το αποδεικτικό μέσο με το οποίο θα διεξαχθεί, το λόγο για τον οποίο υπάρχει κίνδυνος να χαθεί ή να δυσκολευθεί η χρήση του αποδεικτικού μέσου, τη συμφωνία των διαδίκων στη διεξαγωγή της αιτούμενης συντηρητικής απόδειξης, το λόγο που θεμελιώνει το έννομο συμφέρον των καθών.

Κατ' ακολουθίαν των προαναφερομένων πιθανολογούμενου του επικείμενου κινδύνου και της επείγουσας περίπτωσης που συνίσταται στη διαρκή προσβολή των δικαιωμάτων της αιτούσας επί της βάσης δεδομένων της ΝΟΜΟΣ, στην οποία περιλαμβάνονται τα διαλαμβανόμενα στο σκεπτικό πρωτότυπα πνευματικά δημιουργήματα, και την επαπειλούμενη οικονομική της ζημία από την παράνομη χρήση της βάσης δεδομένων της υπό συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού η υπό κρίση αίτηση πρέπει να γίνει καθ’ ό μέρος κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη δεκτή ως ουσία βάσιμη και να διαταχθούν όσα ορίζονται ειδικά στο διατακτικό της παρούσας, δεν συντρέχει δε περίπτωση επιβολής εγγυοδοσίας σε βάρος της αιτούσας, καθώς δεν πιθανολογήθηκαν ότι συντρέχουν οι απαιτούμενες προς τούτο προϋποθέσεις, απορριπτόμενου ως αβασίμου του σχετικού αιτήματος των καθών η αίτηση. Τέλος τα δικαστικά έξοδα της αιτούσας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των καθών, που ηττήθηκαν, κατόπιν βάσιμου προς τούτο αιτήματος της πρώτης, σύμφωνα με όσα ειδικότερα διαλαμβάνονται στο διατακτικό της παρούσας (176, 191§2 ΚΠολΔ), ενώ πρέπει να οριστεί προθεσμία ενός μηνός για την άσκηση της αγωγής για την κύρια υπόθεση, από τη δημοσίευση της παρούσας, κατ’ άρθρο 693 του Κ.Πολ.Δ και 64§7 ν. 2121/1993.

ΓΙΑ TOYΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ' αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό, τι κρίθηκε απορριπτέο και κατά τα λοιπά. 
ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση.
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ προσωρινά στους καθών η αίτηση και μέχρι την εκδίκαση της κύριας αγωγής να κάνουν χρήση της βάσης δεδομένων ΝΟΜΟΣ με οποιονδήποτε τρόπο (αναπαραγωγής, εξαγωγήςή επαναχρησιμοποίησης του περιεχομένου της βάσης εν όλω ή εν μέρει),
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ προσωρινά τους καθών η αίτηση και μέχρι την εκδίκαση της κύριας αγωγής να παραλείπουν στο μέλλον οποιαδήποτε ενέργεια αντίκειται στο προστατευόμενο από το ν. 2121/1993 δικαίωμα ειδικής φύσης του κατασκευαστή της βάσης δεδομένων και δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας και ιδίως να χρησιμοποιούν τη βάση δεδομένων ΝΟΜΟΣ με απειλή εναντίον τους ποινής δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ για κάθε παραβίαση της διάταξης αυτής καθώς και προσωπικής κράτησης του δεύτερου και τρίτων εξ αυτών δύο (2) μηνών.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τη συντηρητική κατάσχεση των τεχνικών μέσων (ηλεκτρονικών υπολογιστών, server) κτλ, με τα οποία τελούνται οι παράνομες πράξεις των καθών
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους καθών να δημοσιεύσουν στον ημερήσιο τύπο το διατακτικό της καταδικαστικής απόφασης με δαπάνες τους, σε διαφορετική περίπτωση επιτρέπει στην αιτούσα να προβεί στην εν λόγω δημοσίευση με δαπάνες των καθών
 (..)

Πέμπτη 9 Μαρτίου 2017

Δικαίωμα στη λήθη για προσωπικά δεδομένα που περιλαμβάνονται σε μητρώο εταιριών


Μετά την απόφαση του ΔΕΕ της 13ης Μαΐου 2014, Google Spain και Google (C‑131/12, EU:C:2014:317),  με την οποία θεμελιώθηκε το δικαίωμα στην λήθη (βλ. σχετικά Ι. ΙγγλεζάκηΗ απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση Google Spain (c-131/12): Το δικαίωμα στην ψηφιακή λήθη και οι μηχανές αναζήτησης στο Διαδίκτυο, ProJustitia 2015, διαθέσιμο εδώ, επίσης βλ. τον ίδιο, Το δικαίωμα στη λήθη: ένα νέο ψηφιακό δικαίωμα για τον κυβερνοχώρο, διαθέσιμο εδώ), το ΔΕΕ κλήθηκε εκ νέου, να διευκρινίσει τα όρια του δικαιώματος των φυσικών προσώπων να ζητούν τη διαγραφή ή την ανωνυμοποίηση των δεδομένων τους προσωπικού χαρακτήρα, όσον αφορά την εκ του νόμου δημοσιότητα των πληροφοριών που αφορούν τις εταιρίες, στην υπόθεση C-398/15.

Σημειώνεται ότι η απόφαση στην υπόθεση Google Spain αναγνώρισε το δικαίωμα του υποκειμένου των δεδομένων να διαγράφονται προσωπικά δεδομένα που το αφορούν και τα οποία περιλαμβάνονται στις λίστες αποτελεσμάτων των μηχανών αναζήτησης πληροφοριών στο Διαδίκτυο μετά από μια έρευνα, βάσει του ονοματεπωνύμου του υποκειμένου των δεδομένων (βλ. Ιγγλεζάκη, ό.π.), εφόσον το έννομο συμφέρον του υποκειμένου υπερέχει όχι μόνο του οικονομικού συμφέροντος του φορέα εκμετάλλευσης της μηχανής αναζήτησης, αλλά και του συμφέροντος του κοινού να αποκτήσει πρόσβαση στην πληροφορία αυτή στο πλαίσιο αναζήτησης με βάση το ονοματεπώνυμο του εν λόγω υποκειμένου, με εξαίρεση, όμως, την περίπτωση όπου το εν λόγω πρόσωπο διαδραματίζει ένα σημαντικό ρόλο στο δημόσιο βίο.


Η ένδικη περίπτωση στην υπόθεση Camera di Commercio κλπ. κατά Salvatore Manni, επί της οποίας το ΔΕΕ εξέδωσε την απόφαση της 9-3-2017, αφορούσε τη διατήρηση προσωπικών δεδομένων σε μητρώα εταιριών. Συγκεκριμένα, ο Manni είναι διαχειριστής ιταλικής εταιρίας στην οποία ανατέθηκε το έργο της ανεγέρσεως τουριστικού συγκροτήματος και υπό την ιδιότητά του αυτή άσκησε προσφυγή κατά του εμπορικού επιμελητηρίου της πόλης του Lecce, ισχυριζόμενος ότι τα ακίνητα του εν λόγω συγκροτήματος δεν εύρισκαν αγοραστές επειδή στο μητρώο εταιριών εμφανίζονταν ως διαχειριστής και εκκαθαριστής μιας εταιρίας που είχε κηρυχθεί σε πτώχευση και είχε διαγραφεί από το μητρώο εταιριών, ενώ τα στοιχεία αυτά έτυχαν επεξεργασίας από μια εταιρία που κάνει συλλογή και επεξεργασία πληροφοριών της αγοράς και εκτίμηση κινδύνων, ζήτησε δε να διαταχθεί, αφενός, το επιμελητήριο να διαγράψει, να ανωνυμοποιήσει ή να μην επιτρέπει την πρόσβαση σε δεδομένα που τον συνδέουν με την πτώχευση της ως άνω εταιρίας και, αφετέρου, να υποχρεωθεί  να τον αποζημιώσει.

Το ΔΕΕ στην υπόθεση αυτή κλήθηκε  να ερμηνεύσει τις διατάξεις δύο οδηγιών, της πρώτης οδηγίας 68/151/ΕΟΚ περί εταιριών και της οδηγίας 95/46/ΕΚ για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών. Εν προκειμένω, το ζητούμενο ήταν να συμβιβαστούν δύο αρχές, ήτοι η αρχή της δημοσιότητας των μητρώων εταιριών και η αρχή της διατηρήσεως των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για χρόνο που δεν υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο προς επίτευξη των σκοπών για τους οποίους τα δεδομένα αυτά τυγχάνουν επεξεργασίας. 

Το Δικαστήριο, ακολούθως, έλαβε υπόψη τις διατάξεις των άρθρων 7 και 7 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, με τις οποίες προστατεύεται η ιδιωτική ζωή και τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και στις οποίες εκτίθεται ότι η επεξεργασία δεδομένων πρέπει να γίνεται νόμιμα, για καθορισμένους σκοπούς και με βάση τη συγκατάθεση του προσώπου που αφορούν ή για άλλους θεμιτούς λόγους κοκ. Συνακόλουθα, δέχθηκε ότι: "η δραστηριότητα μιας δημόσιας αρχής που συνίσταται στην καταχώριση, σε βάση δεδομένων, στοιχείων τα οποία οι εταιρίες υποχρεούνται να γνωστοποιούν βάσει εκ του νόμου υποχρεώσεων, στην παροχή της δυνατότητας στους ενδιαφερόμενους να συμβουλεύονται τα στοιχεία αυτά και στη χορήγηση αντιγράφων τους εμπίπτει στην άσκηση προνομίων δημοσίας εξουσίας (βλ. απόφαση της 12ης Ιουλίου 2012, Compass-Datenbank, C‑138/11, EU:C:2012:449, σκέψεις 40 και 41). Εξάλλου, μια τέτοια δραστηριότητα συνιστά επίσης έργο δημοσίου συμφέροντος, κατά την έννοια της ίδιας διατάξεως" (βλ. σκέψη αρ. 43).

Συγκεκριμένα, όσον αφορά το ζήτημα της διαγραφής των προσωπικών δεδομένων μετά από ορισμένο χρόνο, το ΔΕΕ αναφέρει από την οδηγία  68/151 προκύπτει πως η δημοσιότητα στην οποία αυτή αποβλέπει αποσκοπεί ιδίως στην προστασία των συμφερόντων των τρίτων και για αυτό η δημοσιότητα πρέπει να τους παρέχει τη δυνατότητα να γνωρίζουν τις ουσιώδεις καταστατικές πράξεις της οικείας εταιρίας και ορισμένα στοιχεία που την αφορούν, όπως είναι τα στοιχεία ταυτότητας των διαχειριστών ή εκπροσώπων τους.

Για το ζήτημα που αφορά την καταχώριση προσωπικών δεδομένων και μετά την παύση της δραστηριότητας μιας εταιρίας, το Δικαστήριο έκρινε ότι, λόγω του ότι και μετά τη λύση μιας εταιρίας εξακολουθούν να υφίστανται δικαιώματα και έννομες σχέσεις σχετικά με αυτήν και, συνεπώς, τα δεδομένα που είναι καταχωρημένα ενδέχεται να είναι αναγκαία, ιδίως για να εξακριβωθεί το κύρος πράξεων που γίνονται στο όνομα της εταιρίας κατά την περίοδο της δραστηριότητάς της ή για να ασκήσουν τρίτοι αγωγή κατά των μελών της εταιρίας ή των εκκαθαριστών της. Βεβαίως, δικαιολογείται η υποχρέωση των φυσικών προσώπων που ασκούν οικονομικής δραστηριότητα μέσω μιας εταιρίας να υποχρεώνονται να δημοσιοποιούν τα στοιχεία της ταυτότητάς τους και τις αρμοδιότητές τους.

Έτσι, κατά την επιβαλλόμενη στάθμιση συμφερόντων προκύπτει ότι υπερέχει, καταρχήν, η ανάγκη προστασίας των συμφερόντων των τρίτων όσον αφορά τις μετοχικές εταιρίες και τις ΕΠΕ και η προστασία της ασφάλειας δικαίου, της εντιμότητας των εμπορικών συναλλαγών και της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς. Βεβαίως, δεν αποκλείεται όταν έχει παρέλθει ένα μεγάλο διάστημα από τη λύση της εταιρίας να συντρέχει επιτακτικοί και θεμιτοί λόγοι που συνδέονται με συγκεκριμένη περίπτωση και να δικαιολογούν εξαιρετικά τον περιορισμό της πρόσβασης εκ μέρους τρίτων στα καταχωρισμένα στο μητρώο προσωπικά δεδομένα.